«Η πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και κυρίως η ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν σήμερα επιχειρήσεις και νοικοκυριά, επιβεβαιώνουν ότι η πολιτική που εφαρμόστηκε στον ένα χρόνο του μνημονίου υπήρξε αδιέξοδη και καταστροφική», δήλωσε από το βήμα του συνεδρίου των Financial Times με θέμα «Το μέλλον του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα», ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κώστας Μίχαλος.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «ο ιδιωτικός τομέας, που θα έπρεπε να πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια εξόδου από την ύφεση, σήμερα αγωνίζεται να επιβιώσει ενάντια στις φορολογικές επιδρομές, στη μείωση της ζήτησης, αλλά και στις διαρκώς επιδεινούμενες συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας».

Αναλυτικά είπε:

«Οι ελληνικές τράπεζες, είναι αλήθεια ότι αναπτύχθηκαν δυναμικά στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Κινήθηκαν με εξωστρέφεια, επεκτάθηκαν σε νέες αγορές και συνέβαλαν στην επίτευξη των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο, οι εξελίξεις των τελευταίων τριών ετών ανέδειξαν όχι μόνο τις αδυναμίες αλλά και το βαθμό ευθύνης που αναλογεί στο τραπεζικό μας σύστημα, για τη σημερινή κρίση.

Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι, από κάποια στιγμή κι έπειτα, οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες μετατράπηκαν σε φορείς κάλυψης των κρατικών ελλειμμάτων. Σήμερα, η υψηλή τους έκθεση σε κρατικά ομόλογα, έχει καταστήσει εξαιρετικά ευάλωτες σε κάθε αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου. Και παράλληλα, ομήρους των ανεξάντλητων σεναρίων περί αναδιάρθρωσης.

Επιπλέον, ο άκρατος ανταγωνισμός που επικράτησε στις αρχές της δεκαετίας, είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πιστώσεων χωρίς εχέγγυα αποπληρωμής.

Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων, οδηγεί σήμερα σε αδιέξοδο. Με υπερχρεωμένες επιχειρήσεις που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Με τις καταθέσεις να μειώνονται. Με τις τράπεζες να αντιμετωπίζουν όλο και υψηλότερες επισφάλειες, να μην μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από τη διατραπεζική αγορά και να αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν ακόμα και υγιείς επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της συνολικής χρηματοδότησης του εγχώριου ιδιωτικού τομέα μειώθηκε περαιτέρω τον Απρίλιο του 2011. Φθάνοντας στο -0,5%, από 0,4% το Μάρτιο και από 0,0% το Δεκέμβριο του 2010. Συνολικά, τον Απρίλιο του 2011, η καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα ήταν αρνητική κατά 377 εκατ. ευρώ.

Τα προβλήματα που δημιουργεί η δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση, επιδεινώνονται και από το ιδιαίτερα υψηλό κόστος του δανεισμού, ειδικά μετά την αύξηση του βασικού επιτοκίου και την αντίστοιχη άνοδο του euribor. Εάν μάλιστα επιβεβαιωθεί το σενάριο περί νέων διαδοχικών αυξήσεων του βασικού επιτοκίου, κατά 0,75% εντός του 2011, η επιβάρυνση για μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.

Είναι προφανές, ότι η σημερινή κατάσταση οδηγεί τους πάντες στο γκρεμό. Και τις επιχειρήσεις, και τις τράπεζες και κυρίως την ελληνική οικονομία.

Τρόποι για την υπέρβαση του αδιεξόδου υπάρχουν. Απαιτούν όμως βούληση και αποφασιστικότητα από όλες τις πλευρές.

• Ο πρώτος και βασικότερος είναι να κινηθούν οι τράπεζες ταχύτερα και αποφασιστικότερα προς την κατεύθυνση των συγχωνεύσεων και των ενοποιήσεων. Στην παρούσα φάση, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ενδυναμώσουν τη θέση τους. Να αποκτήσουν μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων, να βελτιώσουν την ποιότητα των χαρτοφυλακίων τους. Να μειώσουν κόστη και να αποδεσμεύσουν ρευστότητα για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης.

• Στην ίδια λογική, το κράτος θα πρέπει να εξετάσει και τη δημιουργία μιας λεγόμενης Bad Bank, όπως έχει εφαρμοστεί στην Ισπανία. Η τράπεζα αυτή θα μπορέσει να αναλάβει τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, και συγκεκριμένα τα κρατικά ομόλογα. Έτσι, οι τράπεζες θα μπορέσουν ευκολότερα να βγουν στις αγορές, να αντλήσουν ρευστότητα, αλλά και να αναζητήσουν συμμαχίες με ξένους οργανισμούς.

• Θα πρέπει επιπλέον να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις, με στόχο τον εξορθολογισμό του καθεστώτος εργασίας στις τράπεζες και την προσαρμογή του στα δεδομένα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Διαφορετικά, οι πιθανότητες εξοικονόμησης κόστους, αλλά και προσέλκυσης ξένων επενδυτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα παραμείνουν μικρές.

• Αντίστοιχα, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι δράσεις ενίσχυσης των επιχειρήσεων, με πόρους του ΕΣΠΑ, μέσω του ΕΤΕΑΝ και των Τραπεζών. Δράσεις που έχουν εξαγγελθεί, όπως τα Ταμεία Επιχειρηματικότητας και Αγροτικής Επιχειρηματικότητας, τα Προγράμματα «Εξοικονομώ Κατ’ Οίκον» και «Ενάλιο» αλλά και η πρωτοβουλία «JEREMIE», θα πρέπει να προχωρήσουν χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση. Έχει χαθεί ήδη αρκετός χρόνος σε εξαγγελίες. Περιμένουμε να δούμε την εφαρμογή τους».

Και έκλεισε την παρέμβαση του με μια παρατήρηση:

«Ως εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, κατανοούμε και τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι τράπεζες. Θα ήταν λάθος να καλλιεργούμε ένα καθεστώς αντιπαλότητας, τη στιγμή που κινδυνεύει η χώρα μας.

Ζητούμε όμως από το τραπεζικό μας σύστημα, όπως και από την κυβέρνηση, να συνειδητοποιήσει ότι αν η επιχειρηματικότητα πεθάνει, θα πεθάνει μαζί της και κάθε προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας.

Όσο οι επιχειρήσεις κλείνουν ή αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, κανένας δημοσιονομικός στόχος δεν θα είναι εύκολο να επιτευχθεί. Κι όσο το οικονομικό κλίμα στη χώρα παραμένει αρνητικό, ούτε και οι τράπεζες θα μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να επιβιώσουν.

Επομένως, είτε όλοι μαζί θα νικήσουμε την κρίση, είτε όλοι μαζί θα την αφήσουμε να μας καταπιεί. Ας αναλάβει λοιπόν ο καθένας τις ευθύνες του.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν καταθέσει ακόμα τα όπλα. Παρά τις αντιξοότητες, προσπαθούν σήμερα, με νύχια και με δόντια, να κρατηθούν στη ζωή. Να διατηρήσουν τους εργαζομένους τους. Να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να ανοιχτούν σε ξένες αγορές, αυξάνοντας τις ελληνικές εξαγωγές.

Σ’ αυτή την προσπάθεια, χρειάζονται στήριξη, χρειάζονται οξυγόνο. Κι είναι προς το συμφέρον όλων μας, να μην τους το στερήσουμε στην κρίσιμη αυτή ώρα».