Στα μάτια μας εκπροσωπεί την «άλλη» Γερμανία. Εκείνη που ήταν φιλοευρωπαϊκή, εμφανιζόταν πρόθυμη στον ρόλο της λοκομοτίβας τής ενοποίησης, φαινόταν απολογητική για το φρικτό παρελθόν της, έδειχνε κατανόηση και δεν χαρακτήριζε τεμπέληδες συλλήβδην τους Νότιους. Πριν από μερικά χρόνια, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ εξαφανίστηκε κάπου στα Ουράλια Ορη και η Γερμανία του σκεπάστηκε από τη λήθη. Να, όμως, που ο πρώην καγκελάριος γύρισε από το κρύο.

Ηταν σαν να ήρθε ένας φίλος από τα παλιά. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ σήκωσε το γάντι που του πέταξαν με γερμανικού τύπου αβρότητα δύο προκάτοχοί του. Αφού πρώτα τα έχωσαν στην Ανγκελα Μέρκελ, ο Χέλμουτ Κολ και ο Χέλμουτ Σμιτ δήλωσαν ξεκάθαρα ότι εάν ασκούσαν ακόμη τα υψηλά τους καθήκοντα, δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουν οι Ελληνες το κατώφλι της νομισματικής ένωσης. Η Ελλάδα του ευρώ ήταν ένα λάθος και γι’ αυτό ευθύνεται ο τότε καγκελάριος, υποστήριξαν. Φαίνεται ότι ο «φιλελληνισμός» – ή ό,τι μπορεί να εννοεί κανείς ως τέτοιον – περνάει από παράξενα μονοπάτια. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ έσπασε την πολυετή σιωπή του για να μοιράσει σωστά τις ευθύνες και να υπερασπίσει (μάλλον από σπόντα) μια χώρα που ως επαιτούσα Αφροδίτη έχει μπει στο μάτι πολλών Γερμανών. Σε συνεντεύξεις που παραχώρησε στις εφημερίδες «Λε Μοντ» και «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», ο πρώην καγκελάριος εξήγησε ότι η απόφαση δεν ήταν δική του αλλά πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οποία συναίνεσαν όλες οι ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου, μηδέ των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών και των γερμανών Φιλελεύθερων εξαιρουμένων.
Μόνο που δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ δεν έχει το ανάστημα του Χέλμουτ Κολ ούτε το κύρος του Χέλμουτ Σμιτ. Εγκατέλειψε την πολιτική για να κάνει μπίζνες ως σύμβουλος σε διάφορες επιχειρήσεις στη Ρωσία, θεωρήθηκε προδότης του σοσιαλδημοκρατικού οράματος, χλευάστηκε για τον Τρίτο Δρόμο του και δεν του αρέσει καθόλου να λένε δημοσίως ότι βάφει τα μαλλιά του.

Αν εξαιρέσει κανείς το χρώμα της κόμης, θυμίζει σε πολλά τον Τόνι Μπλερ, τον έτερο «καταραμένο» της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς. Μπορεί και να είναι κάπως άδικο για έναν άνθρωπο που έκανε τη Γερμανία να μη μοιάζει με στεγνό τόπο νομιμοφρόνων σταχανοβιτών αλλά με ένα χαλαρό μέρος, κοσμοπολίτικο και αλέγρο. Ηταν η εποχή όπου ο αρθρογράφος των «Νιου Γιορκ Τάιμς» Ρότζερ Κόεν εγκατέλειπε με βαριά καρδιά το Παρίσι για να πάει στο Βερολίνο. Και εκεί ανακάλυπτε μια ανοιχτή πόλη με κουλ πολιτικούς που τον υποδέχονταν ντυμένοι κάζουαλ, όπως ο Γιόσκα Φίσερ. Για τον αμερικανό δημοσιογράφο ήταν πραγματική ευτυχία να δουλεύει σε μια τέτοια χώρα. Η Γερμανία έπαυε να φοβάται το παρελθόν της και να φοβίζει την υπόλοιπη Ευρώπη, αποδείκνυε ότι υπηρετούσε το ευρωπαϊκό όραμα, πρωταγωνιστούσε με κέφι στο πιο ενδιαφέρον πείραμα της σύγχρονης ιστορίας.

Αυτή ήταν η Γερμανία του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός που είχε χάσει τον αξιωματικό πατέρα του στον πόλεμο, μεγάλωνε με την αγρότισσα μητέρα του και έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, εκλέχτηκε καγκελάριος το 1998, τότε που σάρωνε την Ευρώπη το τελευταίο μεγάλο κύμα σοσιαλδημοκρατίας και η αισιοδοξία για το μέλλον περίσσευε. Ο Σρέντερ ήταν κλασικό δείγμα αυτής της χαλαρής Γερμανίας.

Μπλέκοντας με τους Ρώσους, ο Σρέντερ κέρδισε από τους Αμερικανούς τον χαρακτηρισμό της «πολιτικής πόρνης». Από μια ειρωνεία της τύχης, την ίδια ημέρα που δημοσιευόταν η κοινή συνέντευξή που έδωσε στη «Μοντ» και στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», ο Βλαντίμιρ Πούτιν εγκαινίαζε τον Nord Stream. Σε μία από τις φωτογραφίες που έκαναν τον γύρο του κόσμου, ο ρώσος πρωθυπουργός ποζάρει πάνω από τον υπολογιστή. Δίπλα του στέκεται ένας χαμογελαστός Γκέρχαρντ Σρέντερ και το χρώμα των μαλλιών του να θυμίζει χρώμα κομοδίνου. Κάπως έτσι, η φωνή ενός πρώην καγκελάριου που επαναφέρει το όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ως θεραπεία για την κρίση, μοιάζει εξαιρετικά αδύναμη. Είναι μια φωνή που έρχεται από μακριά, στο περιθώριο ενός μίτινγκ, ή την ώρα που γυρίζει η στρόφιγγα ενός αγωγού κάπου 170 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αγίας Πετρούπολης. Μια τέτοια φωνή είναι δύσκολο να φτάσει στην Ευρώπη, μοιάζει σχεδόν αδύνατο να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις της. Ακόμη και όταν ενώνεται με τη φωνή ενός Ζακ Ντελόρ.