Υπήρξε αναμφισβήτητα ένας άνθρωπος με βαθειά καλλιέργεια, οξύτητα σκέψης, χειμαρρώδη λόγο, που αγαπούσε την καυστική κριτική. Ο διανοητής Βασίλης Ραφαηλίδης, μια αιρετική μορφή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου, δεν «μασούσε» τα λόγια του, δεν δίσταζε να συγκρουστεί και να διατυπώνει με ειλικρίνεια τις απόψεις του ακόμη κι αν αφορούσαν σε θέματα «ταμπού» της εποχής. Ένας ιδεολόγος της αριστεράς, που όμως απεχθανόταν τις παρωπίδες.
Γράφει η Ιουλία Κιλέρη
Συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός και θεωρητικός του κινηματογράφου άφησε πίσω του μια σημαντική πνευματική παρακαταθήκη. Αρθρογραφούσε στις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας και εξέδωσε δεκάδες βιβλία και συλλογές κειμένων, τα οποία συνεχίζουν να κερδίζουν το κοινό, 14 χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο Β. Ραφαηλίδης έχει την ικανότητα να εισάγει τον αναγνώστη σε πολύπλοκες έννοιες με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό, όπως συνηθίζεται να λέγεται για τα έργα του.
Χαρακτηριστική είναι η σταθερότητα που καταγράφεται ακόμη και σήμερα στις πωλήσεις των έργων του, παρά το γεγονός ότι η κρίση έχει «χτυπήσει» και τον χώρο του βιβλίου. «Αυτό δεν σημαίνει ότι κινούνται στα ίδια επίπεδα με την εποχή που πρωτοεκδόθηκαν αλλά σε σύγκριση με την αντοχή στο χρόνο τέτοιου είδους βιβλίων, είναι αξιοσημείωτο. Ας μη ξεχνάμε ότι κάποια από αυτά κυκλοφόρησαν πριν από 20 χρόνια, και σχεδόν όλα πριν το θάνατό του, το 2000», εξηγεί στο newsbeast.gr, ο εκδότης Γιάννης Νικολόπουλος, των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου, από τις οποίες κυκλοφορούν τα περισσότερα βιβλία του.
Η σταθερότητα αυτή, σύμφωνα με τον κ. Νικολόπουλο, οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι ανανεώνεται συνεχώς το αναγνωστικό κοινό που τον διαβάζει. Τροφοδοτείται από τις νεότερες γενιές, που στην ανάγκη τους για ενημέρωση και γνώση, ανακαλύπτουν στα βιβλία του ένα λόγο κάθε άλλο παρά στρογγυλεμένο.
Η ζωή του Β. Ραφαηλίδη
Γεννημένος το 1934 στα Σέρβια της Κοζάνης, πέρασε την εφηβεία του στην Καστορία λόγω μετάθεσης των γονιών του, οι οποίοι ήταν εκπαιδευτικοί. Ο ιδιαίτερος «έρωτάς» του, πάντως, υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας του. Το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σπούδασε κινηματογράφο, ενώ εργάστηκε ως βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη. Παρότι γύρισε ο ίδιος δύο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, μη ικανοποιημένος από το αισθητικό αποτέλεσμα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία και να γίνει επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου στη «Δημοκρατική Αλλαγή».
Την περίοδο 1964-65, βρέθηκε στην Αλγερία κοντά στον ηγέτη της 4ης διεθνούς, Μιχάλη Ράπτη, γνωστό και ως Πάμπλο. «Είναι αυτός που μου ‘μαθε την αξία του ζην επικινδύνως και του αγωνίζεσθαι ακατάπαυστα, μπας κι αλλάξει κάτι σε τούτο τον κόσμο που βαδίζει σαν τον κάβουρα πάνω στην ανθρακιά», θυμόταν. Συμμετείχε στη συνέχεια στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού «Ελληνικός Κινηματογράφος, το οποίο έκλεισε η Χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή του, «έβαλε μπροστά» μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», που ήταν η συνέχεια του προηγούμενου με άλλον τίτλο, «δια του φόβου των Ιουδαίων», σύμφωνα με τον ίδιο.
Μεταπολιτευτικά «πέρασε» από «Το Βήμα» (1974-1983), το «Έθνος» (1983-1998) και την «Ελευθεροτυπία» (1998 έως τον θάνατό του), όπου εκτός από κριτικές κινηματογράφου, έγραφε σχόλια και επιφυλλίδες για μια ευρεία γκάμα κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2000, σε ηλικία 66 ετών, νικημένος από την επάρατη νόσο.
Απόψεις που προκάλεσαν αίσθηση
Ένα ζήτημα που τον απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό υπήρξε ο φασισμός. Στο δημοφιλέστερο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους», έγραφε σχετικά: «Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και οι Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν».
«Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους», γράφει σε άλλο σημείο και συνεχίζει: «Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”».
Το παραπάνω βιβλίο συμπυκνώνει την ιστορία της Ελλάδας από το 1830 μέχρι το 1974, επιμένοντας περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα της ιστορίας μας. «Λέει τα σύκα σύκα και τους προδότες προδότες και όχι εθνικούς ήρωες», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλό του.
«Ούτως εχόντων των πραγμάτων λοιπόν…», όπως αγαπούσε συχνά να γράφει, από τα βέλη του δεν ξέφυγε ούτε η Αριστερά. «Το ΚΚΕ ήταν και παραμένει ένα κόμμα τυπικά “ελληνοχριστιανικό” και ως εκ τούτου εξόχως λαϊκίστικο. Συντηρεί την ελπίδα για μια “καλύτερη ζωή” εδώ στη γη, ερήμην κάθε ιστορικής και φιλοσοφικής συνιστώσας, ερήμην του μαρξισμού, ερήμην της θεωρίας, ερήμην των πάντων εν τέλει. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο χριστιανισμός: Προσφέρει ελπίδα στους απελπισμένους. Και μαζί με το ΚΚΕ παίζει βασικό ρόλο στον περιορισμό των αυτοκτονιών», έγραφε χαρακτηριστικά.
Στη «Μεγάλη Περιπέτεια του Μαρξισμού», ο συγγραφέας αναφέρεται στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, παρατηρώντας στοχαστικά: «Ήταν μια καλή μητέρα για όλους εμάς του κομμουνιστές του κόσμου όλου, που την αγαπήσαμε, άλλοι από κομματικό καθήκον, άλλοι από ηθική υποχρέωση και άλλοι από κεκτημένη ταχύτητα εξαιτίας της αγάπης μας για τον Μαρξ. Έπρεπε να σκοτώσουμε τη μάνα μας όσο ήταν ακόμη νέα και αναμάρτητη […] Δυστυχώς, τη σκοτώσαμε όταν έγινε 74 ετών και είχε πολύ αμαρτήσει».
Εν τω μεταξύ, κάθε άλλο παρά φειδωλός υπήρξε στην κριτική του για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. «Ο Καραμανλής ήταν ένας μάλλον αυστηρός και μάλλον αυταρχικός κυβερνήτης, δεν θα έλεγα ούτε καν πρωθυπουργός, κυβερνήτης, με αυταρχικές δικτατορικές τάσεις, με μια απέχθεια για την κουλτούρα, άκρως επιδεικτική: είχε αποπέμψει τους λογοτέχνες όταν είχαν ζητήσει σύνταξη, με το σκεπτικό πως πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά. Τι δουλειά είναι αυτή, δεν είναι δουλειά αυτή, δεν είναι επάγγελμα αυτό, για σοβαρούς ανθρώπους. Η κουλτούρα του τον καιρό εκείνο, είχε ένα επίπεδο κάτω του μηδενός. Ίσως στο Παρίσι κάτι είδε και κάτι κατάλαβε… γύρισε σίγουρα κάπως διαφορετικός. Λίγο περίεργα, γαλλοαραβικά, γαλλοβλάχικα, αλλά οπωσδήποτε κάτι έμαθε στο Παρίσι», είχε δηλώσει σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
Και βέβαια η Εκκλησία, απέναντι στην οποία τηρούσε μια ιδιαιτέρως κριτική στάση. Όπως δήλωνε, «η δικτατορία της εκκλησίας είναι απόλυτη, διαρκής και σιωπηλή. Δεν θα απαλλαγούμε ποτέ από αυτήν, παρά να αλλάξει μια νοοτροπία σιγά σιγά ύστερα από 5, 6,10 αιώνες».
«Η εκκλησία ως ίδρυμα, ποτέ μα ποτέ δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο στο έθνος των Ελλήνων. Η εκκλησία, η πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του έπαιξε έναν κολοσσιαίο ρόλο. Όταν μιλούμε λοιπόν για τον ρόλο της εκκλησίας στην Ελλάδα, εννοούμε πάντα αυτό τον δεύτερο. Η σχέση του πιστού με την πίστη του. […] Εθνικοποιήσατε τον Θεό… λέτε ο Θεός των Ελλήνων, αν είναι δυνατόν», ανέφερε σε άλλο σημείο.
Δημόσιες κόντρες
Η πληθωρική προσωπικότητά του δεν θα μπορούσε να μην αποτυπωθεί στις δημόσιες τοποθετήσεις του. Ως ένας άνθρωπος που υποστήριζε ένθερμα τις απόψεις του, ύψωσε αρκετές φορές τους τόνους… προς τέρψιν των τηλεθεατών.
Γνωστοί είναι οι καβγάδες του με τον Κωνσταντίνο Πλεύρη, καθώς τους δύο άνδρες χώριζε ιδεολογικό χάσμα. Τηλεπαράθυρα και ατάκες έδιναν και έπαιρναν, με χαρακτηρισμούς όχι πάντα εντός των ορίων της ευπρέπειας.
Στο στόχαστρό του είχε βρεθεί και ο Διονύσης Σαββόπουλος, τον οποίο είχε κατηγορήσει για «βαθύτατο πουριτανισμό» για τις απόψεις του. «Αν ζούσε στον Μεσαίωνα, σίγουρα θα ήταν ένας έξοχος ιεροεξεταστής», είχε δηλώσει σε μια δημόσια αντιπαράθεσή τους.