«Ποιος θα κάτσει πια να καθαρίζει χάμουρα και καβαλίνες», έλεγε ο Αυλωνίτης στην ταινία το Αμαξάκι. “Πάρε ένα ταξί να ησυχάσεις», συνέχιζε, απευθυνόμενος στον συμπρωταγωνιστή του, Ορέστη Μακρή.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Λαμπίρης
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Περιγράφοντας ίσως έτσι αυτό που θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια. Την πλήρη εκβιομηχάνιση. Την βίαιη εισβολή του αυτοκινήτου στη ζωή μας. Και την εξαφάνιση της παραδοσιακής άμαξας από περιοχές όπως η Κηφισιά ή ο λόφος του Φιλοπάππου.
Τα ταξί μιας άλλης εποχής, τα βρίσκει κανείς σήμερα στην Κηφισιά. Εκεί όπου τέσσερις αμαξάδες, από μεράκι και «έρωτα», όπως λέει ο Σταύρος Χατζηδημητρίου, ένας από αυτούς, ακολουθούν το ρομαντισμό και τη διάθεση μιας άλλης εποχής. Διατηρούν με πείσμα αυτό που έμαθαν από τους πατεράδες και τους παππούδες τους.
Όταν δεν υπήρχαν σπίτια στην Κηφισιά
Τον Σταύρο τον πετύχαμε λίγο πριν φύγει για τις γιορτές των Χριστουγέννων με προορισμό τα Γιάννενα. Απόγονος τρίτης γενιάς μεταναστών από τη μικρά Ασία, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κηφισιά. Τότε που δεν υπήρχαν σπίτια στην Κηφισιά. Ο ίδιος είναι ο νεότερος αμαξάς της περιοχής. Μόλις 38 ετών. Οδηγός νταλίκας τις καθημερινές, καβαλάει την άμαξα μόνο τα Σαββατοκύριακα. Από μεράκι και μόνο…
«Καταρχάς στα μικράτα μου δεν υπήρχαν ούτε τα μισά σπίτια. Αν δεις σε μια ταινία με τον Μουστάκα, ο “Γλυκοψεύτης”, θα δεις πως ήταν η Κηφισιά τότε. Γύρω γύρω ελιές και αλάνα όλη η περιοχή. Εμείς στα ‘Πατσαβουρέικα’ πηγαίναμε τότε εκδρομή. Όταν υπήρχαν ακόμα πολλές άμαξες. Εβδομηνταδύο ακριβώς. Τόσες ήταν οι άδειες το 1958. Τώρα έχουν μείνει μόνο τέσσερα αμαξάκια σε όλη την Κηφισιά. Από τις 70 οικογένειες δεν κράτησε κανένας άμαξες», λέει ο Σταύρος.
Το στέκι των αμαξάδων και τα ταξί του χθες
Το στέκι των αμαξάδων είναι στη συμβολή των οδών Κολοκοτρώνη και Λεβίδου. Στον ελάχιστο χώρο που έχει αφήσει ο εκσυγχρονισμός και η διάθεση εκμοντερνισμού της εποχής στα… ταξί του χθες. Αυτοκίνητα παρκάρουν στην πιάτσα και οι αμαξάδες όπως όπως “αρπάζουν” τους πετάτες, καθώς για να μην ενοχλούν τα διερχόμενα αυτοκίνητα.
Ο Σταύρος συμμετείχε στη σειρά με τη Βουγουκλάκη και τον Σπυρόπολο “Και εύθυμη και χήρα”, ενώ έκανε μία ακόμα τηλεοπτική εμφάνιση στις “Επτά θανάσιμες πεθερές”.
«Δεν το κάνω για επάγγελμα. Νταλίκα δουλεύω. Δεν μπορείς να ζήσεις μόνο από τα άλογα. Τα κρατάμε από μεράκι. Από 13 χρονών δούλευα οικοδομή, στα 17 είχα ήδη δικό μου άλογο. Αυτό που μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου. Έτσι κόλλησα».
Η πελατεία τους έχει πια αλλάξει. Οι εποχές που τα ζευγάρια έπλαθαν τα όνειρά τους στο πίσω κάθισμα μιας άμαξας, απολαμβάνοντας τα ολάνθιστα, “εξεγερμένα” αρώματα από τις κερασιές έχει περάσει χωρίς επιστροφή.
«Κυρίως δουλεύουμε με οικογένειες και παιδάκια. Όσο έχει παιδάκια… Ζευγαράκι για ν’ ανέβει πρέπει να ‘ναι νύχτα και καλοκαίρι. Κι αυτό σπάνια».
«Ήμαστε οι μοναδικοί που πηγαίναμε με τέσσερα άλογα ζεμένα σε γάμο. Για να ζεύσεις τέσσερα άλογα, να φύγεις από την Κηφισιά και να πας στον Ασπρόπυργο είναι ένας μικρός. άθλος… Αλλά και τη βάφτιση της κόρης μου την έκανα πάλι με τέσσερα άλογα», περιγράφει ο Χατζηδημητρίου.
Ταξίδι στο… χθες
«Κάποτε μπλέκαμε πέντε αμαξάδες μαζί. Φεύγαμε από την πιάτσα το βράδυ παρέα και πηγαίναμε στην ταβέρνα. Εκεί αράζαμε τα άλογα απέξω. Εκείνα έκαναν αγώνα ποιο θα προσπεράσει το άλλο, για να έρθει πιο κοντά στην πόρτα του μαγαζιού, να μπορεί να βλέπει τ’ αφεντικό του. Το δικό μου το άλογο, ήταν πάντοτε λυτό. Έφευγε από τη “γαλαρία” και ερχόταν κοντά. Ήξερε ότι θα το κεράσω ψωμάκι βουτηγμένο στο κρασί. Δεν μπορούσαμε να πίνουμε εμείς κι αυτό να μην πίνει».
Ο αμαξάς της Πηνελόπης Δέλτας
Ο Σταύρος θυμάται τον προσωπικό… σωφέρ της Πηνελόπης Δέλτα. Τον οξύθυμο και εμβληματικό, Βασίλη Κανούση. Όταν εκείνος έμπλεξε σε καβγά με βαθμοφόρο κι εκείνη ανέλαβε να… καθαρίσει.
«Ο Κανούσης έχει μεγάλη ιστορία. Ήταν αμαξάς της Πηνελόπης Δέλτα. Κάποτε είχε πλακώσει έναν αστυνομικό στο ξύλο, γιατί του ζήτησε να μετακινήσει την άμαξα από ‘κει που την είχε αραγμένη. Αμέσως μετά πήγε στην Πηνελόπη κι εκείνη του είπε: ‘Πήγαινε στο σπίτι και βγες αύριο πάλι για δουλειά’. Τελικά ανέλαβε να καθαρίσει εκείνη, όπως και έγινε».
Άμαξάδες για όλες τις δουλειές
Πολυτεχνίτες οι αμαξάδες χρησιμοποιούσαν τα άλογά τους για το όργωμα, για τις μεταφορές των προϊόντων τους και τις δουλειές τους. Τα απογεύματα τα “έντυναν”, τα περιποιούνταν και τα ετοίμαζαν για το βραδυνό τους περίπατο με κόσμο.
«Οι αμαξάδες κάνανε και αλέτρι τα παλιά τα χρόνια. Μέχρι τις πέντε το απόγευμα όργωναν. Μετά έβγαιναν στο δρόμο με την άμαξα. Εμείς έχουμε ένα κτήμα, νοικιασμένο, με στάβλο. Κι εκεί ζουν τα άλογα», θυμάται ο αμαξάς της Κηφισιάς.
Ανταγωνισμός για το πιο περήφανο άτι
«Η αρρώστια ξέρεις ποια ήταν τότε; Όπως λένε σήμερα οι ταξιτζήδες ‘πήρες καινούργια Mercedes’, τότε ανταγωνιζόμαστε για το ποιος θα έχει το πιο ψηλό άλογο, ή ποιος θα έπαιρνε Ντορή (καφέ άλογο). Οι αμαξάδες έτρωγαν όλα τους στα λεφτά στο ποιος θα πάρει το καλύτερο άτι και ποιος θα έχει το καλύτερο αμαξάκι. Άσε που όλοι ντύνονταν στην πένα. Αν κάποιος ερχόταν στην πιάτσα και δεν ήταν καλά ντυμένος, οι άλλοι τον γιούχαραν. Στην Κηφισιά ήταν όλοι ντυμένοι στο ‘γκραντ’. Και οι άμαξές τους περιποιημένες».
«Για να φανταστείς φορούσαν πουκάμισο, γραβάτα, γιλέκο, ρεπούμπλικα. Εγώ το κρατάω ακόμα. Μ’ αρέσει να ντύνομαι έτσι. Το νιώθω και το κάνω. Θέλω να είμαι ‘ντυμένος’ στην άμαξα».
Οικογενειακή παράδοση
Ο Σταύρος κρατάει από οικογένεια αμαξάδων. Τόσο ο αδελφός του, όσο κι ο πατέρας του, κουβαλάνε το ίδιο μικρόβιο. Το παρατσούκλι του, “Νερουλός”, του κόλλησε καθώς η οικογένειά του μετέφερε στα σπίτια το νερό με το κάρο.
Τα άλογα έγραφαν πολλά χιλιόμετρα στην εποχή τους. Όταν αλώνιζαν” ολιμερίς στους δρόμους…
«Έφευγε το άλογο από εδώ και πήγαινε στη Δροσιά, στην Άνοιξη, στη Βαρυμπόμπη. Ήταν σαν το ταξί. Όσοι ανέβαιναν με το τρένο, το ‘θηρίο’, έπαιρναν μετά το σταθμό την άμαξα για να πάνε στον προορισμό τους. Στο σταθμό περίμεναν ουρά οι άμαξες για να πάρουν επιβάτες. Ή πήγαιναν τις κυρίες για ψώνια στην αγορά. Έκλεινε το ραντεβού η κυρά με τον αμαξά και την πήγαινε όπου ήθελε».
Αμάξια με ιστορία αιώνων
Αμάξια με ιστορία αιώνων πάνω τους. Φτιαγμένα από αμαξοποιούς. Μεταλλικοί σκελετοί, χυτοί, φτιαγμένοι από τα καλύτερα αμαξάδικα της Ευρώπης. Φινιρισμένοι με τα πιο εκλεκτά ξύλα και δέρματα.
«Το δικό μου το αμάξι έχει φτιαχτεί τουλάχιστον 150 χρόνια πριν. Δεν υπάρχουν όμως πια συντηρητές. Μόνο στις Σπέτσες υπάρχει τεχνίτης, καραβομαραγκός. Ο αμαξοποιός που υπήρχε κάποτε στην Κηφισιά, αποτελεί παρελθόν. Τώρα τα φτιάχνουμε μόνοι μας ή πεταλώνουμε οι ίδιοι τα άλογα όταν χρειάζεται. Δεν ξέρει κανέις πια να φτιάξει πια άμαξα. Δεν υπάρχει κανένας νέος που να γνωρίζει την τέχνη. Τα ξύλα δεν είναι πια τα ίδια. Ακακία ή πουρνάρι για να κάνεις ρόδα. Βρίσκεις μόνο τα καινούργια υλικά. Ο σκελετός της άμαξας είναι μεταλλικός από τη Γαλλία και οι επενδύσεις ξύλινες», εξηγεί ο “Νερουλός”.
Σε μια Κηφισιά με πρόσωπο αλλιώτικο. Σχεδόν αλλοιωμένο…
«Ο πατέρας μου λέει: ‘Κηφισιά είναι αυτή; Δουλειά είναι αυτή; Δουλειά ήταν να μη σταματάει το άλογο’. Αν σκεφτείς ότι τότε κάθε τρεις μήνες αλλάζαμε άλογο… Δεν άντεχε γιατί λύγιζαν τα πόδια από τα χιλιόμετρα. Τώρα πρέπει να έχεις γαϊδουράκι για να πηγαίνει σιγά σιγά μέσα στην κίνηση. Δεν έχει ‘άπλα’ όπως τότε που αμόλαγες το άλογο. Πρέπει να βρεις άλογο που να είναι σταμάτα – ξεκίνα».
Πατέρας δύο κοριτσιών, του έκανε την… ένεση ο πατέρας τους και η αγάπη για τα άλογα έμεινε. “Ο προπάππους δούλευε στη Σμύρνη τραπεζικός. Η άμαξα ήταν μια λύση ανάγκης. Ο παππούς τα πρώτα χρόνια, αγόρασε κάρο και έκανε μεταφορές. Σκεφτείτε ότι από τα επτά παιδιά, τα τέσσερα δούλευαν κάρο. Μετά κόλλησε την αρρώστια και ο πατέρας μου. Όταν ο παππούς πήρε άμαξα όμως, η γιαγιά την πούλησε για να μη συνεχίσει και γίνει αμαξάς. Έβλεπε ότι δεν είχε λεφτά το επάγγελμα, καθότι σιγά σιγά έρχονταν στο προσκήνιο τα ενεργοβόρα αυτοκίνητα”.
Παράπονό του, ότι δεν έχει κάνει ακόμα γιο, για να καβαλήσει το αμάξι. “Δύσκολα θα πιάσει κάποια από τις κόρες τα γκέμια. Θα ‘θελα να κάνω ‘γαμπρό’ και να πάρει την άμαξα. Το σήμα κατατεθέν της Κηφισιάς. Αυτό που πια έσβησε. Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν από μερικά χρόνια πέθανε ο μεγαλύτερος σε ηλικία αμαξάς. Ο Λεντής, όπως ήταν το παρατσούκλι του. Τα παιδιά του δεν κράτησαν ούτε 40 μέρες το άλογό του όταν πέθανε. Τσακώνονταν για το ποιος θα πάει να το ταΐσει. Τελικά το πούλησαν σε κάποιον στη Βόρεια Εύβοια”.
Το φάετρο, το κάρο και η άμαξα
“Έγω παρόλ’ αυτά αγαπάω πολύ αυτό που μου έδωσε ο πατέρας μου. Γι’ αυτό και στο σπίτι μου έχω όλα τα εργαλεία του αμαξά. Το φάετρο για τη βόλτα, το αμάξι το μακρύ, τη σούστα για να κουβαλάω λαχανικά. Με το φάετρο πήγαινε βόλτα η παρέα. Το κάρο ήταν για να κουβαλάμε αμμοχάλικο και διάφορα υλικά. Και το αμάξι το μακρύ φόρτωνε εμπορεύματα από τα περιβόλια. Υπήρχαν και οι νταλίκες στα λιμάνια που φόρτωναν μέχρι δύο τόνους εμπορευμάτων”.
Οι περισσότερες άμαξες σήμερα έχουν απομείνει στη Ζάκυνθο που έχει περίπου 60 αμαξάκια. Αμαξάδες θα δει επίσης κανείς στην Κέρκυρα, στις Σπέτσες, στην Αίγινα, στη Σύρο, στην Τήνο, στου Φιλοπάππου.
Ο κόσμος όμως δεν φαίνεται καταλαβαίνει αυτό που γίνεται. Δεν ‘ταξιδεύει μ’ αυτό. Μόνο κάποιοι μερακλήδες Κηφισιώτες που θέλουν ακόμα να παίρνουν την άμαξα να κάνουν τη βόλτα τους.
«Έχω μια πελάτισσα, η οποία θυμάται τα παιδικά της χρόνια και ακόμα και τώρα ζητάει να την πηγαίνω βόλτα. Θέλει ν’ ανέβει περισσότερο κι από τα εγγόνια της. Πάω στο σπίτι και την παίρνω και αφού αφήσουμε το εγγόνι, πηγαίνει, ψωνίζει και την πάω πάλι στο σπίτι της», λέει ο Σταύρος.
Τότε που έβρισκες άφθονες
Τις άμαξες, τις συναντά κανείς για πρώτη φορά στα γραπτά του Εντμόντ Αμπού. Κάνει λόγο για ‘κείνες του 1854, λέγοντας στο βιβλίο του, «Η Ελλάδα του Όθωνος», ότι «δεν σπανίζουν στην Αθήνα και βρίσκεις άφθονες για την πόλη και για την ύπαιθρο». «Σε φωνάζουν και σε πολιορκούν οι αμαξάδες», έλεγε μεταξύ άλλων ο Αμπού στο ίδιο βιβλίο.
Μάλιστα οι συχνές επισκέψεις του Όθωνα και πολλών διακεκριμένων οικογενειών στην Κηφισιά, ίσως να επέβαλαν τη δημιουργεία του ταχυδρομείου, το οποίο μετέφεραν οι άμαξες της εποχής.
Τότε υπήρχε μόνο η λεωφόρος Μαραθώνος, ο δρόμος που οδηγούσε στην Κηφισιά. Αυτός που αργότερα μετονομάστηκε σε Κηφισίας, τουλάχιστον ένα τμήμα του.
Και η διαδρομή με τα άλογα από τον Μαραθώνα στην Κηφισιά απαιτούσε μιάμισι ώρα με το δρόμο ελεύθερο, χωρίς κίνηση, αυτοκίνητα, κορναρίσματα και τη βουή της πόλης, εντελώς άγνωστα για τότε. Μια διαδρομή, που σήμερα, με πολύ πιο γρήγορα και σύγχρονα μέσα, χρειάζεται περίπου την ίδια ώρα. Σε δρόμους πνιγμένους από την κίνηση και τον εκνευρισμό των ασυγκράτητων ρυθμών της καθημερινότητας. Ίσως το μόνο κοινό που απέμεινε ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ο χρόνος για να διανύσουμε την ίδια απόσταση, σχεδόν ο ίδιος. Κι όλα τα υπόλοιπα τόσο μακρινά και για κάποιους παρωχημένα. Όπως και η άμαξες, σύμβολο μιας άλλης, πολύ μακρινής εποχής.
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr