Δασμός, αυτή είναι η αγαπημένη λέξη του αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, σε ολόκληρο το λεξικό, όπως άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος σε πολλές περιπτώσεις. Είναι μία λέξη που πρωταγωνιστεί το τελευταίο διάστημα στα πρωτοσέλιδα, όπου άλλοτε γίνεται λόγος για ένα απαραίτητο οικονομικό εργαλείο, ενώ άλλοτε λέγεται ότι θα επιφέρει την «καταστροφή». Τι είναι όμως ένας δασμός και πόσο αποτελεσματικός είναι πραγματικά;
Οι δασμοί είναι φόροι που επιβάλλονται στα αγαθά που εισάγονται από άλλες χώρες. Οι εταιρείες που φέρνουν τα ξένα αγαθά στη χώρα πληρώνουν τον φόρο στην κυβέρνηση. Συνήθως, οι δασμοί είναι ένα ποσοστό της αξίας ενός προϊόντος.
Το BBC γράφει πως ένας δασμός 20% στα κινεζικά προϊόντα σημαίνει ότι ένα προϊόν αξίας 10 δολαρίων επιβαρύνεται με επιπλέον 2 δολάρια.
Οι επιχειρήσεις που εισάγουν προϊόντα από το εξωτερικό μπορούν να επιλέξουν να μετακυλήσουν μέρος ή το σύνολο του επιπλέον κόστους που προκύπτει από τον δασμό στους πελάτες μέσω της αύξησης της τελικής τιμής του αγαθού. Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, η απότομη άνοδος των τιμών που πληρώνουν οι καταναλωτές τείνει να μειώνει την εγχώρια ζήτηση για τα αγαθά αυτά και αυξάνει τη ζήτηση για παρόμοια ή ίδια προϊόντα που έχουν παραχθεί τοπικά και είναι φθηνότερα λόγω της απουσίας του δασμού.
Θεωρητικά η επιβολή ενός δασμού στις εισαγωγές ξένων αγαθών οδηγεί στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής και στην προστασία της εγχώριας βιομηχανίας, ωστόσο σε ένα τόσο σύνθετο και αλληλένδετο περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, αυτό όχι μόνο είναι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά πολλές φορές μπορεί να καταστεί αδύνατο.
Μία ματιά στο πρόσφατο παρελθόν
Στις αρχές του 2018 ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στους ηλιακούς συλλέκτες και τα πλυντήρια ρούχων. Στη συνέχεια, η κυβέρνησή του επέβαλε για πρώτη φορά δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο, ενώ συμπεριέλαβε και τις εισαγωγές από συμμάχους των ΗΠΑ. Ακολούθησε περαιτέρω αύξηση στους δασμούς στην Κίνα, η οποία οδήγησε σε μία εκτεταμένη εμπορική σύγκρουση.
Αποτέλεσμα ήταν να αλλάξουν ριζικά οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, με αρκετές αμερικανικές εταιρείες να αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές πρώτων υλών σε άλλες χώρες. Ταυτόχρονα, το Associated Press αναφέρει ότι οι ΗΠΑ ενδέχεται να έχασαν και ένα σημαντικό κομμάτι της ήπιας ισχύος τους στην ασιατική χώρα, καθώς ο κινεζικός πληθυσμός φαίνεται να άρχισε να παρακολουθεί λιγότερες ταινίες του Χόλιγουντ.

Η επιβολή των δασμών όμως από τον Τραμπ τότε όπως και τώρα είχε δύο βασικούς στόχους. Πρώτον, να «πλουτίσει» η χώρα από την αύξηση των φορολογικών εσόδων και δεύτερον, και πιο σημαντικό, να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή, κάτι που θα βοηθούσε και στην προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας.
Όσον αφορά τον πρώτο στόχο, το AP γράφει πως, όταν ο Τραμπ έγινε για πρώτη φορά πρόεδρος το 2017, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εισέπραξε 34,6 δισεκατομμύρια δολάρια από τελωνεία, δασμούς και τέλη. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με τα αρχεία του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού, υπερδιπλασιάστηκε σε 70,8 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Μπορεί η αύξηση αυτή να φαίνεται σημαντική, αλλά στην πραγματικότητα είναι σχετικά μικρή σε σύγκριση με τη συνολική οικονομία. Σύμφωνα με το Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης, το 2024 το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Αμερικής είναι 29,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Συνεπώς, οι συνολικοί δασμοί που θα εισπράττονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 0,3% του ΑΕΠ.

Αναφορικά με τον δεύτερο και ουσιαστικότερο στόχο από τους δύο, οι δαπάνες για την κατασκευή εργοστασίων δεν αυξήθηκαν ποτέ σε τέτοιο βαθμό που να υποδηλώνει μια διαρκή αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης, που θα συνεπαγόταν και σημαντική μεταβολή στην εγχώρια παραγωγή.
Επιπρόσθετα το AP αναφέρει πως ο δασμολογικός πόλεμος με την Κίνα δεν βοήθησε οικονομικά τις τοπικές κοινότητες που είχαν αρχικά πληγεί από τη μεταφορά της παραγωγικής διαδικασίας σε άλλες χώρες με φθηνότερα εργατικά χέρια τις προηγούμενες δεκαετίες. Ωστόσο, απλά και μόνο η πράξη της επιβολής των δασμών φαίνεται να βοήθησε πολιτικά τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους στις κοινότητες αυτές.
Δεύτερος γύρος
Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά την επανεκλογή του, ο νέος αμερικανός πρόεδρος πεπεισμένος πως η λύση του προβλήματος βρίσκεται στον προστατευτισμό έχει αποφασίσει να δοκιμάσει ξανά την παλιά και γνώριμη στρατηγική του, αλλά αυτή τη φόρα χωρίς να πατήσει κανένα απολύτως «φρένο».
Οι μεγαλύτεροι και πιο επεκτατικοί δασμοί του Τραμπ στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου τέθηκαν σε ισχύ στις 12 Μαρτίου.
Ο ρεπόρτερ του Foreign Policy, Κελθ Τζόνσον, γράφει πως κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ η σχετικά μικρή αύξηση των θέσεων εργασίας στα χαλυβουργεία που έφερε ο προστατευτισμός αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την απώλεια περισσότερων από 75.000 θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης και στην υπόλοιπη οικονομία.

Η Alcoa, ένας μεγάλος παραγωγός αλουμινίου, προειδοποιεί ότι αυτή τη φορά οι δασμοί θα μπορούσαν να κοστίσουν στην αμερικανική οικονομία 100.000 θέσεις.
Για το αλουμίνιο, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, καθώς το συγκεκριμένο υλικό δεν χρησιμοποιείται τόσο για προσωπική χρήση από τον τελικό καταναλωτή όσο από τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τους παραγωγούς συσκευασιών για τρόφιμα και αναψυκτικά.

Σε περίπτωση της επιβολής δασμών στο αλουμίνιο, ο Τζόνσον αναφέρει πως η «οικονομική συμπίεση» είναι πιθανότερο να μην έρθει μέσω σημαντικών αυξήσεων των τιμών που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής των προϊόντων, αλλά μέσω σημαντικής μείωσης των κερδών των επιχειρήσεων.
Αυτό εξηγείται διότι σε τέτοιες περιπτώσεις η ύπαρξη έντονου ανταγωνισμού στις αγορές τείνει να καθιστά δύσκολο η επιχείρηση να μετακυλήσει σημαντικό μέρος του κόστους του δασμού στον τελικό καταναλωτή.

Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με τον χάλυβα, η παραγωγή αλουμινίου είναι σχεδόν απίθανο να επιστρέψει με ουσιαστικό τρόπο στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω του υπέρογκου ενεργειακού κόστους που ενέχει η παραγωγή του.
Επομένως, οι απώλειες θέσεων εργασίας στην ευρύτερη αμερικανική οικονομία λόγω της επιβολής δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου μπορούν να χαρακτηριστούν φίλια πυρά του εμπορικού πολέμου του Τραμπ. Ωστόσο, σε μία διαμάχη πάντα υπάρχει και ένας αντίπαλος.
Ένα οικονομικό μπρα-ντε-φερ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε πρόσφατα ένα πακέτο ανταποδοτικών δασμών που πρόκειται να τεθεί σε ισχύ από τον επόμενο μήνα σε αμερικανικές εξαγωγές αξίας 26 δισεκατομμυρίων ευρώ, στοχεύοντας ιδίως σε αγαθά, όπως μοτοσικλέτες, αγροτικά προϊόντα, αλκοόλ και είδη ένδυσης.
Ο Καναδάς απάντησε με δασμούς 25% σε αμερικανικές εξαγωγές αξίας σχεδόν 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο κινέζος υπουργός Εμπορίου, Γουάνγκ Γουεντάο, δήλωσε νωρίτερα αυτόν τον μήνα πως σε περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν τον εμπορικό τους πόλεμο, τότε η χώρα του είναι αποφασισμένη να δώσει μάχη «μέχρι τέλους».
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η πρόσφατη δήλωση του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Λουίς ντε Γκίντος, ο οποίος προειδοποίησε ότι η οικονομική αβεβαιότητα που δημιουργεί η νέα κυβέρνηση Τραμπ ξεπερνά ακόμα και εκείνη της κρίσης της πανδημίας του κόβιντ.
Συνεπώς, η αρχή ενός νέου οικονομικού πολέμου ανάμεσα στους βασικότερους γεωπολιτικούς παίκτες αναμένεται να έχει σημαντικές άμεσες αλλά και έμμεσες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, ενώ αμφισβητήσιμη μπορεί να χαρακτηριστεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, η αποτελεσματικότητα ενός δασμού σαν εργαλείο εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής.