Σε έναν κόσμο που μαστίζεται από αναταραχές, ο Jacob Rothman πίστευε πως είχε εξασφαλίσει ένα καταφύγιο.
Ο 52χρονος μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, αλλά ζει εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες στην Κίνα, όπου επιβλέπει εργοστάσια που κατασκευάζουν αξεσουάρ ψησίματος και άλλα είδη κουζίνας για τη Walmart και λιανοπωλητές σε όλο τον κόσμο. Πολύ πριν το συνειδητοποιήσει ο υπόλοιπος επιχειρηματικός κόσμος, είχε κατανοήσει τις πιέσεις που ασκούνται στη σχέση μεταξύ της πατρίδας του και της χώρας στην οποία δραστηριοποιείται επαγγελματικά.
Ο πρόεδρος Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα. Ο πρόεδρος Μπάιντεν συνέχισε αυτή την πολιτική. Η πανδημία ανέδειξε τις παγίδες της αμερικανικής εξάρτησης από τα κινεζικά εργοστάσια για μια σειρά προϊόντων, από εξαρτήματα αναπνευστήρων έως βασικά φάρμακα.
Σύμφωνα με τους New York Times ο Rothman και η εταιρεία του, Velong Enterprises, είχαν προβλέψει ορθά τη ζήτηση για εναλλακτικές λύσεις πέρα από τη βιομηχανία της Κίνας. Είχε δημιουργήσει κοινοπραξία στο Βιετνάμ και δύο ακόμα στην Ινδία. Είχε ιδρύσει και ιδιόκτητο εργοστάσιο στην Καμπότζη. Ό,τι κι αν συνέβαινε, θεωρούσε πως μπορούσε να μεταφέρει την παραγωγή για να περιορίσει την έκθεσή του σε δασμούς, συγκρούσεις και φυσικές καταστροφές.
«Νόμιζα πως είχα πάρει κεφάλι στο παιχνίδι», δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα, ακόμα υπό το σοκ εκείνου που δεν είχε προβλέψει, ενός πραγματικού «τσουνάμι» δασμών που έπληξε δεκάδες χώρες ταυτόχρονα. «Είναι αποκαλυπτικό», είπε. «Ο κόσμος δεν ξέρει τι να κάνει».
Ακόμα και μετά την απόφαση του Λευκού Οίκου την περασμένη εβδομάδα να παγώσει τους περισσότερους δασμούς για όλες τις χώρες εκτός από την Κίνα, ο Rothman παρέμεινε συγκλονισμένος. «Τι σημαίνει πλέον “ασφάλεια”;», αναρωτήθηκε. «Με μια εξωτερική πολιτική που προτάσσει το χάος, ίσως ούτε η Νοτιοανατολική Ασία να είναι πια στο απυρόβλητο», συνέχισε.
Είχε υποθέσει πως θα μπορούσαν να επιβληθούν δασμοί και στην ευρύτερη περιοχή, δεδομένης της αντιμετώπισης της Νοτιοανατολικής Ασίας από την κυβέρνηση Τραμπ ως επέκτασης των κινεζικών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ένα από τα διαρκή αποτελέσματα του εμπορικού πολέμου του Τραμπ ήταν η αποτελεσματική κατάργηση των ασφαλών λιμένων. Τα τελευταία χρόνια, καθώς οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες βρέθηκαν αντιμέτωπες με σειρά κρίσεων, από δασμούς και διακοπές λόγω πανδημίας μέχρι εμπόδια στη διέλευση μέσω των καναλιών του Παναμά και του Σουέζ, οι πολυεθνικές που προμηθεύουν τις ΗΠΑ επιδίωξαν να περιορίσουν την έκθεσή τους μεταφέροντας την παραγωγή σε διαφορετικές χώρες.
Η Apple μετέφερε την παραγωγή κάποιων iPad και AirPods στο Βιετνάμ και αύξησε την κατασκευή iPhone στην Ινδία. Η Walmart μετέφερε παραγγελίες από την Κίνα στην Ινδία και το Μεξικό. Η Nike, η Samsung και άλλες μεγάλες εταιρείες μετέφεραν την παραγωγή από την Κίνα σε άλλες χώρες για να αποφύγουν τους αμερικανικούς δασμούς.
Όμως η ευρεία επίθεση της κυβέρνησης Τραμπ αυτή την εβδομάδα φαίνεται να κατέστρεψε αυτή τη στρατηγική. Οι αμερικανικές εισαγωγές από την Κίνα αντιμετωπίζουν δασμούς έως και 125%. Οι δασμοί στις εισαγωγές από το Βιετνάμ αυξήθηκαν στο 46%, ενώ τα προϊόντα από την Καμπότζη επιβαρύνθηκαν με δασμούς 49%. Η Ινδία αντιμετωπίζει επιβαρύνσεις 27%.
Προς το παρόν, η παύση των δασμών για πολλές χώρες άφησε την Κίνα εξαιρετικά ευάλωτη. Όμως οι εισαγωγείς γνωρίζουν πως οι δασμοί στον υπόλοιπο κόσμο και ειδικά στη Νοτιοανατολική Ασία μπορεί να επανέλθουν. Το αποτέλεσμα είναι χάος, σύγχυση και καθυστερήσεις που προμηνύουν αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές.
«Οι εφοδιαστικές αλυσίδες απαιτούν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, κάτι σχεδόν αδύνατο στο σημερινό περιβάλλον», δήλωσε ο Ryan Petersen, διευθύνων σύμβουλος της Flexport, μιας παγκόσμιας εταιρείας logistics με έδρα το Σαν Φρανσίσκο. «Τόσες επιχειρήσεις είναι παραλυμένες και διψούν για σταθερότητα», συμμπληρώνει.
Αυτό αντικατοπτρίζει πλήρως την κατάσταση του Rothman και των προϊόντων κουζίνας που κατασκευάζουν τα εργοστάσιά του. Μόλις τον περασμένο μήνα, συμμετείχε σε μεγάλη έκθεση οικιακών ειδών στο Σικάγο, μαζί με τους Ινδούς συνεργάτες του, με ένα σύνθημα που προέβαλε τα οφέλη της γεωγραφικής τους ποικιλομορφίας: «Χτίζοντας την πιο ασφαλή εφοδιαστική αλυσίδα στον πλανήτη».
«Νόμιζα ότι θα είμαστε η λύση», δήλωσε ο Rothman.
Μέχρι που ο Τραμπ ανακοίνωσε τη σειρά των τεράστιων νέων φόρων στις αμερικανικές εισαγωγές.
Ο Rothman σοκαρίστηκε ιδιαιτέρως από τους δασμούς στην Καμπότζη, δεδομένης της ιστορίας της χώρας με τις ΗΠΑ, τους βομβαρδισμούς κατά τον Πόλεμο του Βιετνάμ, που προετοίμασαν το έδαφος για το γενοκτονικό καθεστώς των Κόκκινων Χμερ, ακολουθούμενα από δεκαετίες απομόνωσης και φτώχειας.
Καθώς οι ειδήσεις για τους δασμούς διαδίδονταν την προηγούμενη εβδομάδα, ένας μεγάλος λιανοπωλητής ανέβαλε παραγγελία ύψους 5 εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με τον Rothman. Άλλοι πελάτες ενδέχεται να κρατήσουν έτοιμα προϊόντα στις αποθήκες του, ελπίζοντας για χαλάρωση των δασμών. Εκτιμά πως οι παραγγελίες θα μειωθούν έως και 30% τους επόμενους έξι μήνες.
Ο Rothman προσπαθεί να συνδέσει αυτή την ανατροπή με τους υποτιθέμενους στόχους της πολιτικής περιορισμού της εξάρτησης από την Κίνα και την επαναφορά της παραγωγής στις ΗΠΑ.
Εξετάζει προτάσεις για δημιουργία εργοστασίων στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα στο Μισισιπή, στη Γιούτα ή στην Πενσιλβάνια. Η Walmart διαθέτει πρόγραμμα υποστήριξης για εργοστάσια στο Αρκάνσας, την πολιτεία όπου εδρεύει. Όμως, η κατασκευή εργοστασίου στις ΗΠΑ φαίνεται ριψοκίνδυνη.
Πώς θα εξοπλίσει ένα αμερικανικό εργοστάσιο, όταν επιβάλλονται βαρείς δασμοί στις εισαγωγές εξοπλισμού και μηχανημάτων από όλο τον κόσμο; Πώς θα προσλάβει αρκετούς εργαζομένους σε μια εποχή μαζικών απελάσεων μεταναστών;
Η ανέγερση εργοστασίου είναι μια δαπανηρή και μακροπρόθεσμη επένδυση. Αν μια μελλοντική κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλάξει πολιτική, οι ανταγωνιστές του θα μπορούν να παράγουν φθηνότερα σε χώρες με χαμηλότερα μεροκάματα, ενώ εκείνος θα είναι δεσμευμένος σε μια πολύ ακριβότερη υποδομή, δηλαδή μια συνταγή αποτυχίας.
«Εκλέγουμε πρόεδρο κάθε τέσσερα χρόνια», λέει ο Rothman. «Τα εργοστάσια χρειάζονται τουλάχιστον τόσο χρόνο για να αποσβέσουν το κόστος κατασκευής. Κι αν ο κόσμος αλλάξει, και δεν μπορούμε πλέον να παράγουμε στις ΗΠΑ με βιώσιμο κόστος, τι να το κάνω το εργοστάσιο στην Αμερική;», αναφέρει χαρακτηριστικά.