Με ζωή σχεδόν τριάντα χρόνων, το Παλαιοβιβλιοπωλείο εξυπηρετεί τις ανάγκες των φιλαναγνωστών ως οίκημα σπάνιων και ξεχασμένων εντύπων , θεραπεύοντας ίσως το αίσθημα νοσταλγίας που εμφανίζουν οι λάτρεις του βιβλίου από δεύτερο χέρι. Η ιδιαιτερότητά του προκύπτει από το πάντρεμα του παλιού με το σύγχρονο, αφού έχει επιτύχει το οξύμωρο σχήμα του πιο εκσυγχρονισμένου παλαιοβιβλιοπωλείου, με e-shop που περιλαμβάνει γύρω στους 21.000 τίτλους βιβλίων. Ο κ. Νίκος Χρυσός, συγγραφέας και ιδιοκτήτης του Παλαιοβιβλιοπωλείου, μιλά στο newsbeast.gr για τα μυστικά του παλαιοβιβλιοπώλη, τους παράγοντες που διαμορφώνουν τις τιμές στην αγορά του παλιού και σπάνιου βιβλίου, καθώς και τους λόγους που οδηγούν τη χώρα μας σε τόσο χαμηλή κατάταξη στην παγκόσμια λίστα των φιλαναγνωστών…
Συνέντευξη στη Νίκη Παπάζογλου
Φωτογραφίες : Γιάννης Κέμμος
Είναι ανοιχτό από το 1981, αν και στα πρώτα του χρόνια ο κ. Χρυσός το επισκεπτόταν ως πελάτης.. Πριν μεταφερθεί στα Εξάρχεια, Χαριλάου Τρικούπη 63, ήταν στην Ιπποκράτους 135, και ιδιοκτήτης του ήταν ο σκηνοθέτης Διονύσης Χιώτης. Μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη, αποφάσισε να συνεχίσει την επιχείρηση παρόλο που δεν είχε κάποια σχέση με το εμπόριο και την αγορά του βιβλίου. Βασικός λόγος ήταν η σχέση του με το ίδιο το βιβλίο, ένας δεσμός ισχυρός που κρατά από τα παιδικά του χρόνια.
«Η αρχική ιδέα μας, όταν το αναλάβαμε ήταν να το εκσυγχρονίσουμε» αναφέρει ο κ. Χρυσός. Ως πελάτης σε παλαιοβιβλιοπωλεία ο ίδιος παρατηρούσε την αλλαγή στη νοοτροπία των θαμώνων των παλαιοβιβλιοπωλείων κυρίως όσον αφορά το χρόνο. «Παλαιότερα οι φανατικοί θα προτιμούσαν ίσως έναν ακατάστατο χώρο, με στοίβες βιβλίων παραταγμένες παντού μέσα στον οποίο θα λειτουργούσαν ως κυνηγοί μιας ευκαιρίας που θα ανακάλυπταν οι ίδιοι. Ο νεότερος κόσμος όμως επιθυμούσε περισσότερη οργάνωση, βιβλία σε καλύτερη κατάσταση, πρόσβαση στους τίτλους και το βασικότερο καθορισμένες τιμές.
Υπήρξε μια εποχή, όπου τα βιβλία μέσα στα παλαιοβιβλιοπωλεία δεν είχαν τιμές. Η τιμή καθοριζόταν την στιγμή της αγοράς αφού πρώτα γινόταν μια συζήτηση για την κοστολόγηση. Αυτό δημιουργούσε και προβλήματα στη σχέση των πελατών και του εκάστοτε βιβλιοπώλη, αφού ο πελάτης δεν ήταν ποτέ βέβαιος πως το είχε αγοράσει σε μια αντικειμενικά επιλεγμένη τιμή, ή αν λόγω φαινομενικής ευμάρειας το αγόρασε υπερκοστολογημένο. Από την άλλη, ούτε και ο παλαιοβιβλιοπώλης είχε κάνει κάποια έρευνα για την τιμή των βιβλίων που πουλούσε. Αρχικά λοιπόν προσπαθώντας να ξεφύγουμε από αυτό, βάλαμε τιμή στα βιβλία. Στην πορεία προσπαθήσαμε να οργανώσουμε αυτή την συλλογή διαδικτυακά. Αν και η αρχική ιστοσελίδα φτιάχτηκε για διαφημιστικούς λόγους στην συνέχεια περάσαμε σε βάσεις την συλλογή κι όταν υπήρξαν αρκετοί τίτλοι, γιατί πρόκειται για μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία δίχως τέλος μάλιστα, την ανεβάσαμε διαδικτυακά».
Σήμερα όπως μας ενημερώνει ο κ. Χρυσός η διαδικτυακή συλλογή περιλαμβάνει γύρω στους 21.000 τίτλους και εμπλουτίζεται καθημερινά, ενώ από το 2009 η σελίδα λειτουργεί και σαν e shop διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα «σύγχρονο παλαιοβιβλιοπωλείο». Ειδικά εν καιρώ κρίσης, που οι εκδόσεις είναι περιορισμένες, σε λιγότερα αντίτυπα που εξαντλούνται νωρίτερα το παλαιοβιβλιοπωλείο λειτουργεί σαν κιβωτός .
Εκτός από το στοκ της Ιπποκράτους, που πήραν μαζί με το μαγαζί, προμηθεύονται βιβλία καθημερινά κυρίως από ιδιώτες. «Μια κατηγορία είναι οι κληρονόμοι βιβλιοθηκών οι οποίοι αναγκάζονται να πωλούν ελλείψει χώρου -φανταστείτε κάποιος συγγενής να σας αφήσει 3.000 βιβλία χωρίς τον αντίστοιχο χώρο να τα φιλοξενήσετε ή να σας κληροδοτήσει μια θεματική βιβλιοθήκη έξω από τα ενδιαφέροντά σας . Μια άλλη κατηγορία είναι εκείνοι που ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάνουν ένα ξεσκαρτάρισμα της βιβλιοθήκης τους πουλώντας τα λιγότερο χρηστικά βιβλία για τους ίδιους».
Όπως μας ενημερώνει ο κ. Χρυσός η πελατεία διαμορφώνεται κυρίως από τους λάτρεις του παλιού βιβλίου αν και δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που ζητούν ένα συγκεκριμένο βιβλίο το οποίο το κατάστημα αναλαμβάνει να ψάξει. Το σημαντικό βέβαια είναι να γίνεται υπό προϋποθέσεις ούτως ώστε να αποφεύγεται η υπερκοστολόγησή του. «Το μυστικό στη συγκεκριμένη διαδικασία είναι να μην ψάχνεις επιθετικά δημιουργώντας λανθασμένες εντυπώσεις στην αγορά. Αναζητώντας ένα βιβλίο έντονα και παντού δημιουργείται η εντύπωση του περιζήτητου και του σπάνιου, ενώ στην ουσία η σπανιότητα δεν έχει σχέση με την ζήτηση. Όταν λαμβάνουμε ένα μαιλ από κάποιον που ζητά κάτι συγκεκριμένο δεν το ψάχνουμε εναγωνίως παντού. Αυτό θα δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα η ζήτηση να καθορίσει την τιμή».
Άλλωστε ελάχιστα βιβλία είναι πραγματικά σπάνια, όπως συμπληρώνει ο παλαιοβιβλιοπώλης. «Εγώ θα τα έλεγα καλύτερα δυσεύρετα. Μπορεί να πάρει ακρετό καιρό να βρεθεί αλλά συνήθως θα βρεθεί. Ο χρόνος ανεύρεσης εξαρτάται και από την τιμή. Εάν κάποιος προσέφερε διπλάσια τιμή από την αποδεδειγμένη αξία του βιβλίου θα το έβρισκε πολύ πιο γρήγορα.Ωστόσο ένας συλλέκτης γνωρίζει τις κατάλληλες τιμές για τα βιβλία που αναζητά και συνήθως αποφεύγει να πληρώνει αλόγιστα. Ένας βιβλιόφιλος δεν κυνηγάει ένα μονάχα βιβλίο αλλά μια ολόκληρη συλλογή οπότε το όποιο ποσό, είτε 10 ευρώ ,είτε 100, είναι μεγάλο αν κλιθείς να το δώσεις για ένα μόνο μέρος της συλλογής αυτής».
Ακόμα και στην αγορά του παλιού βιβλίου, όπως μας ενημερώνει ο κ. Χρυσός οι τιμές δεν είναι αυθαίρετες και σίγουρα το εύρος είναι μεγάλο. «Τα βιβλία είναι κατά κάποιον τρόπο βαφτισμένα ως προς την τιμή τους , εμφανίζονται σε παλαιότερες δημοπρασίες, σε καταλόγους, υπάρχει ένας άξονας τιμής που μπορείς να κινηθείς.Στο παλαιοβιβλιοπωλείο υπάρχουν βιβλία από 1 ευρώ και το πιο ακριβό δεν ξεπερνάει τα 400-500 ευρώ,τιμή που θα μπορούσε να πιάσει μια εξαιρετικά δεμένη σειρά».
Σημασία βέβαια δεν έχει τόσο το βιβλίο όσο το αντίτυπο και τα λοιπά χαρακτηριστικά του. «Έστω ότι πέφτει στα χέρια μας μια πρώτη έκδοση του Ελύτη. Αυτό το βιβλίο δεν θα κάνει σε όλες τις περιπτώσεις την ίδια τιμή. Αν για παράδειγμα η προμετωπίδα έχει αποκοπεί η τιμή αυτόματα θα πέσει. Αν από την άλλη έχει μια υπογραφή , ή αν έχει την ιδιόχειρη αφιέρωση του Ελύτη στον Σεφέρη, η τιμή ανεβαίνει». Ειδική αξία αποκτά ένα βιβλίο, όπως μας λέει, αν έχει ιδιόχειρες σημειώσεις ενός συγγραφέα. Επομένως δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως υπάρχει μια ενιαία τιμή. «Για παράδειγμα εκδόσεις του εμφυλίου ή της αντίστασης, κατά κύριο λόγο παράνομες , έχουν μεγάλη αξία γιατί υπάρχουν σε πολύ λιγότερα αντίτυπά. Μια καλή εγκυκλοπαίδεια είναι αναλογικά με τον όγκο της φτηνότερη από τον Μικρό Ήρωα. Όποιος έπαιρνε την εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου το ’50, θα την έβαζε στην βιβλιοθήκη του θα την άνοιγε λιγότερες φορές από όσες φανταζόμαστε κι έτσι θα είχε διατηρηθεί σε καλή κατάσταση. Αντίθετα τον Μικρό Ήρωα, οι πιτσιρικάδες τον έβαζαν σε σχολικές σάκες, τον αντάλλασσαν, τον έκρυβαν από τους γονείς τους, με αποτέλεσμα να έχουν σωθεί πολύ λιγότερα αντίτυπα από ένα τεύχος και σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτή της εγκυκλοπαίδειας».
Επίσης η εικονογράφηση είναι ένα άλλο στοιχείο που καθορίζει τόσο την τιμή όσο και την ζήτηση. « Τα εικονογραφημένα βιβλία είναι από τα λίγα ελληνικά βιβλία που μπορεί να ζητηθούν από αναγνώστες του εξωτερικό, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα» διευκρινίζει. «Τα κλασσικά εικονογραφημένα για παράδειγμα ήταν μια έκδοση που κυκλοφορούσε παγκόσμια. Κάθε χώρα όμως προσάρμοζε την εκδοτική της σειρά. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘50 στην εισαγόμενη σειρά που απλά μεταφραζόταν εντάξανε οι εκδότες και κάποια ελληνικά θέματα της σύγχρονης και της παλαιότερης ιστορίας. Είχε κυκλοφορήσει μια σειρά με την ελληνική μυθολογία, με την ελληνική επανάσταση, «Οι Σουλιώτισσες , «Το Χάνι της Γραβιάς» κ.ά. Γνωρίζω ότι υπάρχουν συλλέκτες κλασσικών εικονογραφημένων στο εξωτερικό που συλλέγουν όλο το εύρος των εκδόσεων από κάθε χώρα και μάλιστα δεν τους ενδιαφέρουν αυτά που έχουν μεταγλωττιστεί, αλλά οι πρωτότυπες εκδόσεις που κυκλοφόρησαν. Ενδιαφέρον υπάρχει και για τα εικονογραφημένα από μεγάλους χαράκτες, όπως για παράδειγμα ο Γαλάνης που έζησε κατά κύριο λόγο στο Παρίσι. Υπάρχει περίπτωση κάποιος γάλλος να ψάχνει και τα βιβλία που εικονογράφησε στα ελληνικά χωρίς να μπορεί απαραίτητα να διαβάσει την Ελληνική γλώσσα».
Εξαρτημένη σίγουρα είναι η ζήτηση και από τον δημιουργό του βιβλίου όπως αναφέρει ο κ. Χρυσός «Αν ένας ποιητής, συγγραφέας, ιστοριογράφος είναι αναγνωρισμένος η ζήτηση είναι μεγαλύτερη. Οι πρώτες εκδόσεις του Σεφέρη του Ελύτη του Καββαδία, του Καζαντζάκη, όπως και τα ιστορικά βιβλία, όχι απαραιτήτως πολύ παλιά μονοπωλούν κάπως το ενδιαφέρον».
Τα παλαιοβιβλιοπωλεία άλλωστε δεν είναι απλά χρηματιστήρια βιβλίων διευκρινίζει ο κ. Χρυσός. «Νομίζω μικρότερο ενδιαφέρον έχει αυτό καθεαυτό το συλλεκτικό βιβλίο και η αξία που διαμορφώνει. Το σημαντικότερο είναι πώς λειτουργούν ως μηχανισμός διατήρησης».
Αν και σίγουρα δεν θα εκλείψει ποτέ, το βιβλίο σήμερα αντιμετωπίζει πρόβλημα που δεν έχει να κάνει με την ηλεκτρονική εποχή του. «Αυτό αποδεικνύεται κι από το βινύλιο, που έκανε τον κύκλο του και επανήλθε. Το βινύλιο όπως και το χαρτί έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά». Από αυτό που ουσιαστικά κινδυνεύει το βιβλίο είναι από την έλλειψη αναγνωστών. «Αν και δεν μπορούμε να έχουμε εικόνα για την σημερινή αναγνωστική νοοτροπία , σίγουρα δεν ήμασταν, ούτε είμαστε η πρωταθλήτρια χώρα της φιλαναγνωσίας . Υπήρξε μια περίοδος όπου για εμπορικούς λόγους δημιουργήθηκε ένα νέο κοινό, όπως για παράδειγμα οι αναγνώστες της ροζ λογοτεχνίας. Αλλά οι συνειδητοποιημένοι αναγνώστες παραμένουν λίγοι».
Βασική αιτία αυτού του προβλήματος είναι η διαδικασία της εκπαίδευσης. «Αν ανατρέξουμε στις μαθητικές μας μνήμες, θα συνειδητοποιήσουμε τις άσχημες αναμνήσεις από το μάθημα των νέων ελληνικών, το οποίο εξαντλούσε ένα στοιχείο πολύ σημαντικό για να συνεχίσει η αγάπη για το βιβλίο, αυτό της ευχαρίστησης. Ψάχνοντας μονάχα τα τεχνικά στοιχεία ενός κειμένου, όπως για παράδειγμα η κεντρική ιδέα, τα οποία δεν έχουν και ιδιαίτερη σημασία, μάθαινες να μηχανοποιείς την ανάγνωση, χάνοντας έτσι την απόλαυσή της».
Αρνητική επίδραση στην ανέκαθεν περιορισμένη αγορά του βιβλίου, έχει σίγουρα και η κρίση. «Την περίοδο αυτή έχει δημιουργηθεί μια περίεργη αλυσίδα, οι εκδοτικοί σταμάτησαν να βάζουν διαφήμιση, οι εφημερίδες μείωσαν τα φύλλα, οι εκδοτικοί μείωσαν κι άλλο την διαφήμιση, και ούτω καθεξής. Επιπλέον η αποσύνδεση της επικαιρότητας από το βιβλίο δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την αγορά, η οποία στερείται κινήτρων. Απόδειξη αυτού είναι πως αν κάναμε μια έρευνα στα βιβλιοπωλεία την τελευταία περίοδο θα διαπιστώναμε πως τα βιβλία για τον Μέγα Αλέξανδρο και για την περίοδο της κυριαρχίας του παρουσιάζουν αυξημένες πωλήσεις εξαιτίας της δημοσιότητας των αρχαιολογικών ανασκαφών στην Αμφίπολη. Δημιουργήθηκε ένα κίνητρο στον κόσμο. Εγώ θυμάμαι όταν ήταν πιο τακτικά τα πράγματα στην κρατική τηλεόραση, μόλις προβαλλόταν κάποιο μονόγραμμα, την επόμενη μέρα θα περνούσαν αρκετοί να ρωτήσουν αν έχουμε κάποιο βιβλίο του κ. Τάδε».
Σίγουρο είναι άλλωστε πως έχει σταματήσει και η προώθηση του βιβλίου, λόγω και της γενικότερης φιλοσοφίας που επικρατεί. «Τα σημερινά δεδομένα υπαγορεύουν πως ότι δεν είναι χρήσιμο και δεν αποδίδει με οικονομικούς όρους, δεν υπάρχει λόγος να διατηρείται. Αυτό συμβαίνει και με το βιβλίο οπότε ή κοινωνία το έχει απαξιώσει μαζί με την τέχνη την κουλτούρα την εκπαίδευση».
Λύση στο πρόβλημα, σύμφωνα με τον κ. Χρυσό, θα μπορούσε να αποτελέσει η διάδοση της ελληνικής γλώσσας. «Αν κάποια στιγμή η πολιτική ηγεσία κατάφερνε να διαδώσει λίγο περισσότερο τη γλώσσα, πράγμα τα οποίο έχει συμβεί σε πολλές χώρες και μάλιστα συντονισμένα, τα ελληνικά βιβλία θα ήταν σε εξαιρετική θέση συλλεκτικά γιατί παρουσιάζουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είναι από την φύση τους συλλεκτικά για την διεθνή αγορά αφού βγαίνουν σε λίγα αντίτυπα. Μια ποιητική συλλογή στην Ελλάδα βγαίνει σε 600 αντίτυπα αριθμός αστείος για το εξωτερικό όπου ένα παραμύθι τυπώνεται σε 25.000 αντίτυπα. Αυτό που δεν βοηθά στο να ανέβει η τιμή τους και να γίνουν ανταγωνιστικά αντίστοιχων εκδόσεων της Αγγλίας και της Ισπανίας είναι ακριβώς το ότι δεν υπάρχει μεγάλο κοινό γιατί δεν είναι και πολύ διαδεδομένη η γλώσσα».
Κατά την περιπλάνησή μας στα γεμάτα ράφια του βιβλιοπωλείου ο κ. Χρυσός μας έξειξε μερικά από τα ιδιαίτερα κομμάτια της συλλογής του Παλαιοβιβλιοπωλείου . Μια εικονογραφημένη έκδοση του 1912, μια πρώτη έκδοση του «Ο Θόδωρος και ο θάνατος» του Μ. Καργάτση, κι άλλη μιας της «Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα καθώς και ένα ακόμα βιβλίο γραμμένο σε καραμανλήδεια γραφή( αλλιώς καραμανλήδικα), γραφή δηλαδή τούρκικων λέξεων με ελληνικούς χαρακτήρες που χρησιμοποιούσαν οι έλληνες κάτοικοι τουρκικών πόλεων που μιλούσαν την τούρκικη γλώσσα χωρίς να μπορούν να την γράψουν…
Το ιδιαίτερο μαγαζί με την μυρωδιά του παλιού χαρτιού και τα ράφια με τις στοιβαγμένες αναμνήσεις μιας πρώτης ανάγνωσης κάποιου άγνωστου, μοιάζει με καλοστημένη βιβλιοθήκη που περιμένει να την οικειοποιηθείς … ή όπως χαρακτηριστικά λέει ο συγγραφέας και ιδιοκτήτης του «με μια κιβωτό» που διατηρεί ζωντανά τα «πολύτιμα» του χθες και του σήμερα…
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr