Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πολλοί αξιωματούχοι του δυτικού κόσμου θεωρούσαν πως το εμπορικό άνοιγμα της Κίνας και η ευρεία διάδοση του διαδικτύου εντός της χώρας σίγουρα θα επέφερε τον εκδημοκρατισμό της. Μάλιστα ο αμερικανός πρόεδρος, Μπιλ Κλίντον, είχε συγκρίνει τις προσπάθειες της Κίνας να ελέγξει τον κυβερνοχώρο και το διαδίκτυο με το να προσπαθείς να καρφώσεις ένα κομμάτι ζελέ στον τοίχο.

Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, και ο κινέζος πρόεδρος, Τζιανγκ Ζεμίν, κάνουν πρόποση κατά τη διάρκεια του επίσημου δείπνου τους στον Λευκό Οίκο, 29 Οκτωβρίου 1997.

Ωστόσο, είκοσι πέντε χρόνια μετά, η Κίνα έχει δημιουργήσει ένα νέο σινικό τείχος, το οποίο, αντί να κρατάει έξω τους στρατούς άλλων χωρών, μπορεί να περιορίζει και να ελέγχει κάθε πληροφορία που προέρχεται από τον έξω κόσμο. Στην ουσία, οποιαδήποτε πληροφορία εισέρχεται στην Κίνα μέσω περιορισμένου αριθμού επίγειων συνδέσεων.

Σε αυτά τα σημεία εισόδου, το εισερχόμενο περιεχόμενο φιλτράρεται και επιθεωρείται από τις κυβερνητικές αρχές, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν ή να περιορίσουν την πρόσβαση σε ιστοσελίδες ή περιεχόμενο που κρίνουν «ακατάλληλο» για την εθνική ασφάλεια.

Μια σύντομη ιστορία

Το διαδίκτυο εισήχθη για πρώτη φορά στην Κίνα το 1989 με τη μορφή πιλοτικών προγραμμάτων μικρής κλίμακας και έγινε διαθέσιμο σε ολόκληρη την επικράτεια το 1994. Η ιστοσελίδα medium.com αναφέρει πως τον Ιανουάριο του 2018 ο συνολικός διαδικτυακός πληθυσμός στην Κίνα έφτασε τα 772 εκατομμύρια. Η κινεζική κυβέρνηση γνώριζε ότι το διαδίκτυο ήταν απαραίτητο για την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, αλλά φοβόταν για τις επιπτώσεις του ανοίγματος του έθνους στις δυτικές ιδεολογίες.

Το 1998 ξεκίνησε το Σχέδιο Golden Shield (ή αλλιώς Εθνικό Πληροφοριακό Σχέδιο για την Εργασία Δημόσιας Ασφάλειας). Το Σχέδιο Χρυσή Ασπίδα εφαρμόστηκε αρχικά για την ενίσχυση της ασφάλειας του δικτύου, αλλά σύντομα επεκτάθηκε και στη λογοκρισία και την επιτήρηση. Το έργο επέτρεψε τον μέγιστο έλεγχο του διαδικτύου από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ).

Επισκέπτες περπατούν κάτω από κάμερες παρακολούθησης σε ένα τμήμα του Σινικού Τείχους στο Πεκίνο, Παρασκευή, 20 Οκτωβρίου 2023.

Το 2014 το ΚΚΚ ίδρυσε την Κεντρική Ηγετική Ομάδα για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και την πληροφορική, μια υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη τόσο με ρυθμιστικές όσο και με λογοκριτικές αρμοδιότητες. Το 2018, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ προήγαγε την ομάδα αυτή σε Κεντρική Επιτροπή.

Επιτηρητές και επιτηρούμενοι

Ο καθηγητής Minxin Pei στο άρθρο του με τίτλο «China’s Secret to Controlling the Internet» εξηγεί πως η κυβέρνηση ουσιαστικά βασίζεται σε δύο φορείς για την επιτήρηση: την προαναφερθείσα Κεντρική Επιτροπή Υποθέσεων Κυβερνοχώρου, η οποία αποτελεί μέρος του ΚΚΚ, και τις αστυνομικές μονάδες.

Ουσιαστικά οι κομματικοί λογοκριτές καθορίζουν ποιο περιεχόμενο θα μπλοκαριστεί ή θα φιλτραριστεί, ενώ η Αστυνομία επιβάλλει τη λογοκρισία μέσω τακτικών όπως η εγκατάσταση υλικού παρακολούθησης, ο αποκλεισμός και το φιλτράρισμα των επικοινωνιών των υπόπτων και η διεξαγωγή ερευνών και συλλήψεων.

Η μηχανή αναζήτησης Bing

Το 2019 η δημοτική υπηρεσία κυβερνοχώρου της πόλης Longnan, με πληθυσμό λίγο κάτω από 3 εκατομμύρια κατοίκους, ανέφερε ότι παρακολούθησε 515.000 διαδικτυακές πληροφορίες για τη Longnan, 8.000 από τις οποίες θεωρήθηκαν αρνητικές.

Η Αστυνομία του κυβερνοχώρου χρησιμοποιεί διάφορες τακτικές για να εντοπίσει τις ταυτότητες των παραβατών. Μια προσέγγιση είναι η ανίχνευση διευθύνσεων IP, που είναι ένα είδος διεύθυνσης του χρήστη στο τοπικό δίκτυο, η οποία ουσιαστικά συνδέεται με το ευρύτερο διαδίκτυο. Ο εντοπισμός αυτών των διευθύνσεων είναι ιδιαίτερα εύκολος, επειδή η πρόσβαση στο διαδίκτυο παρέχεται από κρατικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών.

Το 2016, η Αστυνομία του κυβερνοχώρου στην περιοχή Baiyun της πόλης Guiyang διερεύνησε 85 άτομα. Η Αστυνομία της Yunyan ήταν ακόμη πιο επιθετική, αναφέροντας 200 τέτοιες έρευνες εκείνο το έτος. Οι ποινές για «επιβλαβείς» διαδικτυακές δραστηριότητες περιλαμβάνουν κράτηση, πρόστιμα και «κριτική και εκπαίδευση».

Η Αστυνομία δίνει ιδιαίτερη προσοχή στους χρήστες που χαρακτηρίζονται ως «άτομα-κλειδιά». Πρόκειται για πρόσωπα που έχουν μπει σε μαύρη λίστα από τις τοπικές αρχές, επειδή συμμετέχουν σε δραστηριότητες που θεωρούνται απειλή για την ασφάλεια του καθεστώτος και τη δημόσια ασφάλεια. Τέτοια άτομα μπορεί να είναι πολιτικοί αντιφρονούντες, φιλελεύθεροι επιστήμονες, ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και μέλη παράνομων θρησκευτικών οργανώσεων.

Η μεγάλη απειλή

Το 2018 η κινεζική λογοκρισία απαγόρευσε την κυκλοφορία του «Κρίστοφερ Ρόμπιν», μιας κινηματογραφικής μεταφοράς της αγαπημένης ιστορίας του Α. Α. Μιλν για τον Γουίνι το Αρκουδάκι στους κινηματογράφους της χώρας. Ο λόγος ήταν πως μία από τις αγαπημένες ασχολίες πολλών κινέζων χρηστών του διαδικτύου ήταν να συγκρίνουν τον πρόεδρο του ΚΚΚ, Σι Τζινπίνγκ, με το πολυαγαπημένο αρκούδι.

Ο Guardian γράφει πως όλα ξεκίνησαν όταν ο Σι επισκέφθηκε τις ΗΠΑ το 2013. Μια εικόνα του κινέζου προέδρου και του τότε αμερικανού προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, να περπατούν μαζί προκάλεσε συγκρίσεις με τον Γουίνι -έναν εύσωμο Σι- να περπατά μαζί με τον Τίγρη, έναν ευτραφή Ομπάμα. Καθώς οι συγκρίσεις συνεχίστηκαν και αυτό το νέο «μιμίδιο» εξαπλώθηκε στο διαδίκτυο, οι λογοκριτές άρχισαν να σβήνουν τις εικόνες που διακωμωδούσαν τον Σι.

Ο Σι Τζινπίνγκ και Μπαράκ Ομπάμα, 2013.

Μια ακόμα σύγκριση μεταξύ του Σι και του Γουίνι κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής παρέλασης το 2015 έγινε η πιο λογοκριμένη εικόνα εκείνης της χρονιάς, σύμφωνα με την Global Risk Insights.

Οι κινεζικές αρχές στην προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν μέγιστες απειλές για την εθνική ασφάλεια, όπως ο Γουίνι το αρκουδάκι, φαίνεται να έχουν επιστρατεύσει και την τεχνητή νοημοσύνη.  

Ένα άτομο, ένα αρχείο

Το Reuters αναφέρει πως δεκάδες κινεζικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια  λογισμικό που χρησιμοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη για την ταξινόμηση των δεδομένων που συλλέγονται για τους κινέζους πολίτες.

Σύμφωνα με περισσότερα από 50 δημόσια διαθέσιμα έγγραφα που εξέτασε το Reuters, δεκάδες οντότητες στην Κίνα έχουν αγοράσει τα τελευταία χρόνια αυτού του είδους το λογισμικό, γνωστό ως «ένα άτομο, ένα αρχείο». Η τεχνολογία ουσιαστικά βελτιώνει το υπάρχον λογισμικό, το οποίο μέχρι τώρα απλώς συνέλεγε προσωπικά δεδομένα τα οποία όμως έπρεπε να οργανωθούν από ανθρώπους.

Σύμφωνα με το τμήμα δημόσιας ασφάλειας της Henan, της τρίτης μεγαλύτερης επαρχίας της Κίνας με βάση τον πληθυσμό, το σύστημα έχει την ικανότητα να μαθαίνει ανεξάρτητα και μπορεί να βελτιστοποιήσει την ακρίβεια της δημιουργίας αρχείων, καθώς αυξάνεται ο όγκος των δεδομένων. Πρόσωπα που είναι μερικώς καλυμμένα, καλυμμένα ή φορούν γυαλιά, καθώς και πορτρέτα χαμηλής ανάλυσης μπορούν επίσης να αρχειοθετηθούν με σχετική ακρίβεια.

Ο Jeffrey Ding, ερευνητής στο Κέντρο Διεθνούς Ασφάλειας και Συνεργασίας του Στάνφορντ, ανέφερε πως ένας από τους βασικούς περιορισμός του σημερινού λογισμικού παρακολούθησης που χρησιμοποιεί η Κίνα είναι η αδυναμία του να συνδέσει τα προσωπικά στοιχεία ενός ατόμου με μια τοποθεσία σε πραγματικό χρόνο, εκτός από τα σημεία ελέγχου ασφαλείας, όπως αυτά στα αεροδρόμια.

Το «ένα άτομο, ένα αρχείο είναι ένας τρόπος ταξινόμησης των πληροφοριών που διευκολύνει τον εντοπισμό ατόμων», δήλωσε η Mareike Ohlberg, ανώτερη συνεργάτης του German Marshall Fund με έδρα το Βερολίνο.

Το Πεκίνο λέει ότι αυτού του είδους η παρακολούθηση είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμηση του εγκλήματος και την αντιμετώπιση κρίσεων όπως αυτή του COVID-19.

Ωστόσο, το γεγονός πως, σύμφωνα με διαρροές δεδομένων, η Κίνα παρακολουθεί στενά τις τοποθεσίες σχεδόν 2,6 εκατομμυρίων ανθρώπων που ανήκουν σε μουσουλμανικές μειονότητες στη βορειοδυτική περιοχή της Xinjiang δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για το ποια είναι η πραγματική σκοπιμότητα αυτών των νέων συστημάτων παρακολούθησης.