«Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η …ντροπή του» έγραφε η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της «Η Τρούμπα», για την συνοικία που το όριά της προσδιόριζαν δύο εκκλησίες, ο Άγιος Σπυρίδωνας και ο Άγιος Νικόλαος. Ανάμεσά τους η Φίλωνος, η Νοταρά, και κάθετα η Σκουζέ, η 2ας Μεραρχίας και η Μπουμπουλίνας στέγαζαν τα καμπαρέ τα πορνεία και τα ξενοδοχεία που υποδέχονταν τον στόλο και την τολμητή νεολαία άλλων εποχών…
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Στην παλιά πρωταγωνίστρια της «Λόλα», των «Κόκκινων Φαναριών», του «Ποτέ την Κυριακή», καθώς και πολλών ακόμα ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, στην θρυλική Τρούμπα, ελάχιστα σημάδια μαρτυρούν την αλλοτινή «αίγλη» της. Μερικά σφαλιστά παραθυρόφυλλα των, ερειπωμένων πια, αρχοντικών της, στέκουν ορθά σε πείσμα των καιρών, συνυφαίνοντας μαζί με τα ρεμπέτικα τραγούδια και τις διηγήσεις όσων περπάτησαν τα στενοσόκακά της, τον μύθο της πολυσύχναστης κάποτε συνοικίας.
«Η Τρούμπα είναι μεγάλη φάκα, το ξέρουν οι μάγκες, τα αλάνια, οι ληστές, οι πορτοφολάδες, οι πόρνες, οι χορεύτριες, αλλά και οι ναύτες των στόλων που καταπλέουν με καράβια όπως το θρυλικό «Εντερπράις», το πολεμικό «Φόρεσταλ», τα καταδρομικά «Αϊόβα», «Μέικον», «Χέιλ» κτλ»,αναφέρει στο βιβλίο του «Εκ Πειραιώς» ο Διονύσης Χαριτόπουλος καταθέτοντας με τη σειρά του, την αγάπη του για τον γενέθλιο τόπο και ξεδιπλώνοντας την ανθρωπογεωγραφία του.
Το «Τζων Μπουλ», το « Μπλακ Κατ», «το Λίμπερτυ Μπαρ», το «Αρζεντίνα, το «Κιτ Κατ», το «Σανγκάι», το «Μοκάμπο», το «Πουέρτο Ρίκο», το «Μιλάνο» καθώς και το «45 Γιάννηδες», ήταν μερικά από τα κέντρα της απαγορευμένης ζώνης που διασκέδαζαν το «αμερικανάκια» όταν το πλοίο άραζε για λίγο στο λιμάνι. Τριγύρω τους απλώνονταν τα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια, οι οίκοι ανοχής, αλλά και πολλά ξενοδοχεία, όπως το Λουξ, το Μαξίμ, το Αλεξάνδρεια, το Παράδεισος και το Αίγυπτος.
Κάποτε βέβαια η Τρούμπα διέφερε κατά πολύ από την εικόνα της δοξασμένης εικοσαετίας του ’45- ’65 . Η λεωφόρος Χατζηκυριάκου, Σωκράτους τότε, ήταν σκαμμένη από το πέρασμα των κάρων που κουβαλούσαν το κάρβουνο. Όταν στα στενά της ζούσαν κυρίως Χιώτες, που είχαν μεταναστεύσει στον Πειραιά από τα μέσα του 19 αιώνα, αναπτύχθηκε αρκετά και αποτέλεσε για πολλά χρόνια το οικονομικό κέντρο του λιμανιού. Τότε χτίστηκαν τα διώροφα και τριώροφα αρχοντικά της, ενώ στα στενά της λειτουργούσαν εμπορικά καταστήματα και ναυτικά γραφεία και από την μεριά της θάλασσας, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια.
Επί τουρκοκρατίας, στο θαλάσσιο μέτωπό της, στην Ακτή Μιαούλη, υπήρχε ένα πηγάδι με μια μηχανική εγκατάσταση, μια τρόμπα, από την οποία, σύμφωνα με πολλούς, η περιοχή πήρε το όνομά της. Από την τρόμπα οι ντόποιοι αντλούσαν νερό για να καταβρέχουν την σκόνη που σήκωναν τα κάρα με το κάρβουνο καθώς διέσχιζαν τους χωματόδρομους.
Τα βούρλα, οι ντεκέδες, τα μπαρμουτατζίδικα και τα καταγώγια καθώς και τα καφωδεία, με ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλια επάνω στο πάλκο κι ευρωπαϊκή ορχήστρα από κάτω, ήταν μερικές από τις χαρακτηριστικές εικόνες που διατηρούσε στο μυαλό του ο κάτοικος του Πειραιά των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Βέβαια εκείνη την εποχή, ο Πειραιάς ήταν άγριος. Αποκλεισμός, πολιτικά μίση και μια παραβατική κοινωνία που πρόβαλε την δίκοπη, πριν ακόμα εμπλακεί στον καβγά. Οι ντεκέδες απλώνονταν από την Πειραϊκή μέχρι τον Άγιο Διονύση. Τα ζάρια στη μέση του δρόμου καθώς και οι μυρωδιές της ταλμίρας (χασίς) και του ναργιλέ διαχέονταν στους δρόμους από τους ανθρώπους της τούφας, που μάθαιναν την συνήθεια στο σχολειό(φυλακή). Και φυσικά η χωροφυλακή, έφιππη τότε, δεν παρενέβαινε ποτέ.
Συχνοί ήταν και οι φόνοι στην περιοχή. Συχνή αιτία , τα μάτια μιας γυναίκας, η οποία στη συνέχεια όφειλε να συντηρεί τον φονιά όσο παρέμενε στην φυλακή και μετά την αποφυλάκιση του να τον στεφανωθεί. Φόνοι όμως γίνονταν και για μια προαγωγή… Αν ήθλε ο μαχαλόμαγκας να προαχθεί σε διεθνή μάγκα έπρεπε να μαλώσει, να μαχαιρώσει, και να τραυματίσει έναν καλό νταή, αναγνωρισμένο. Έτσι μόνο έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του. Την εικόνα της περιοχής της περιόδου εκείνης συμπλήρωναν φυσικά και τα χαμαιτυπεία, περιφραγμένα τότε στα περίφημα «Βούρλα».
Τα «Βούρλα»
Το πρώτο επίσημο «σπίτι» στην περιοχή λειτούργησε το 1852, μετά τον αποκλεισμό του Πειραιά από τους Αγγλους κυρίως για την εξυπηρέτηση των στρατιωτών και των πληρωμάτων των ξένων στόλων. Το άνοιγμα των επόμενων δύο οίκων όμως συνόδευσαν οι διαμαρτυρίες των δημοτών, οι οποίες ανάγκασαν το τότε Δημοτικό Συμβούλιο να συζητήσει την ανέγερση οικήματος για τη συγκέντρωση εκεί όλων των κοινών γυναικών, ο αριθμός των οποίων αυξανόταν συνεχώς.
«Αποτραπείσης της υπό του Δήμου εξασκήσεως του επαγγέλματος της πορνείας, εξεύρομεν άλλον τρόπον συμβιβάζοντα την αποχήν του δήμου εκ των ανηθίκων επιχειρήσεων, αλλά και την περιστολήν του κακού δια του περιορισμού των κοινών γυναικών δια της ανεγέρσεως δι ιδιωτικής, αποκλειστικώς, δαπάνης των καταστημάτων των κοινών γυναικών» ανέφερε σε έγγραφό του ο Δήμος Πειραιά στη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών – Πειραιώς, τον Μάιο του 1872.
Την άποψη του Δήμου επικρότησε και το Ιατροσυνέδριο, που ενέκρινε το μέτρο εφόσον έτσι θα ήταν δυνατή η παρακολούθηση και περιστολή των αφροδισίων νοσημάτων.
Κάπως έτσι τον Μάρτιο του 1873, η Κυβέρνηση παραχώρησε τα υπ αριθ. 5-6 τεμάχια των εθνικών γαιών στη θέση «Βούρλα» – 80 μέτρα δυτικά του Αγίου Διονυσίου – για την ανέγερση «καταστημάτων» κοινών γυναικών. Μετά την υπογραφή του παραχωρητηρίου, ο Δήμος προέβη σε διακήρυξη για την ανέγερση, σε έκταση οκτώ στρεμμάτων, συνοικισμού κοινών γυναικών, που θα περιλάμβανε τέσσερα κτίσματα, χωριστά μεταξύ τους, τα οποία θα βρίσκονταν μέσα σε μάντρα, με του ακόλουθους όρους:
«Ο ανεγείρων ιδίαις δαπάναις τα βάσει εγκεκριμένου σχεδίου οικήματα, θα καταβάλλη εις τον Δήμον μετά τριετίαν από της ιδρύσεως δρχ. 500 ετησίως δι’ έκαστον τμήμα, μετά 5ετίαν δρχ 1.000 και μετά εικοσαετίαν δρχ. 2.500 δι’ έκαστον τμήμα ετησίως. Μετά δε πεντηκονταετίαν η περιοχή του κτήματος μετά των εν αυτώ κτηρίων, θα περιέρχεται εις τον Δήμον».
Με την υπογραφή του, απαγορεύτηκε η λειτουργία άλλου οίκου ανοχής εκτός της οριοθετημένης περιοχής. Το κατάστημα φιλοξένησε γυναίκες κάθε μορφής και ηλικίας, αδιάλειπτα για τα επόμενα 60 χρόνια. Μέσα στα δωματιάκια που απέπνεαν μια ανάμεικτη μυρωδιά μούχλας με «πατσουλί», υπό το λιγοστό φως μιας λάμπας πετρελαίου, οι γυναίκες πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους πάσης φύσεως άντρες και κυρίως στα πληρώματα, κάθε εθνικότητας, των πλοίων που κατέπλεαν στον Πειραιά.
«Οι γυναίκες αυτές, τις ώρες της κάλμας, στην αυλή ή στον καφενέ του κτιρίου, με το τσιγάρο στο στόμα και υπό τους ήχους ενός γραμμοφώνου με χωνί, ψαρεύανε τον πελάτη ή είχανε πάρε-δώσε με τον αγαπητικό. Καμιά δεν ήταν χωρίς αγαπητικό, νταβατζή, χωρίς συνεταίρο στις εισπράξεις. Υποχρεωτική για τις γυναίκες, η παραμονή στα Βούρλα, από τις εννέα το βράδυ μέχρι τις εννέα το πρωί. Μετά το σύνθημα «κορίτσια στα κρεβάτια σας», που ακουγόταν γύρω στις 8, γινόταν η προκαθορισμένη εξέταση από τους γιατρούς και οι κοπέλες ήταν ελεύθερες. Τα μεσάνυχτα, η κεντρική πόρτα σφαλιζόταν ξανά από την αστυνομική φρουρά που διέμενε εκεί» έγραφε ο χρονογράφος, Θεόδωρος Βλάσσης, στη «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» το 1969.
Στα Βούρλα οι γυναίκες ήταν κατηγοριοποιημένες, με ανάλογες τιμές στα διάφορα διαμερίσματα. Τρία ήταν τα φτηνά, τα λαϊκά, και ένα το αριστοκρατικό με το καλό «εμπόρευμα». Σ’ αυτό φιλοξενούνταν και γυναίκες των αθηναϊκών σπιτιών που λόγω….κακής διαγωγής τις είχαν διώξει από την Αθήνα. Η τιμωρία διαρκούσε 15 μέρες ή ένα μήνα και η γνωστή απειλή που ακουγόταν απο τα χείλη των νταβατζήδων ήταν «Κάτσε καλά γιατί θα σε στείλω στα «Βούρλα».
«…Δεκαεννιά χρονών, το 1924, έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα, και την απαράτησα…» αφηγούνταν ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Το πολύπλαγκτον πανεπιστήμιο τη μαγκιάς, των κοινών γυναικών και των κουτσαβάκηδων άλλαξε όψη με την έλευση του μεγάλου κύματος προσφύγων που ακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι μόνιμοι κάτοικοι που αυξήθηκαν αισθητά άρχισαν να διαμαρτύρονται με αποτέλεσμα, το 1937, τα σπίτια να διαλυθούν και στην θέση τους να ανοιξουν φυλακές. Όλοι εκείνοι που αποτελούσαν τον κόσμο του όμως δεν έφυγαν, σιγά σιγά συγκεντρώθηκαν στην Τρούμπα…
Τρούμπα
Στους γύρω δρόμους απο την οριοθετημένη Τρούμπα απλώνονταν γραφεία ναυτικών εταιρειών και εργασιακών συμβάσεων που διοχέτευαν την νεολαία της εποχής σε καράβια, εργοστάσια, οικοδομές, σπίτια, αγροτικές εργασίες. Λίγο πιο πάνω από το Μεταγωγών, ήταν και το Γυμνάσιο όπου έμεινε στην ιστορία για την κ. Αρχοντάκη, την σωματώδη καθηγήτρια Γαλλικών, παντρεμένη με τον αστυνομικό διευθυντή του Πειραιά, που στις κενές της ώρες έφερνε βόλτα τα μπορντέλα μαζευοντας τους περιπλανώμενους εκεί μαθητές της. Αυτός ήταν και ο λόγος που πολλές πόρτες έκλειναν στο άκουσμα της απάντησης «πηγαίνω στο Δεύτερο Γυμνάσιο».
Οι κινηματογράφοι Ηλύσια, Φως και ΟΛΥΜΠΙΚ, έπαιζαν τολμηρές ταινίες. «Κρυφά πάντα η προβολή. Απ’ έξω στεκόταν ο τσιλιαδόρος και μόλις έβλεπε κάτι περίεργο, έκανε σινιάλο στον υπάλληλο για να αλλάξει στα γρήγορα την πομπίνα. Όσο διαρκούσε ο έλεγχος παρακολουθούσαμε συνήθως κανένα καράτε. Όταν ο κίνδυνος απομακρυνόταν η μπομπίνα άλλαζε και πάλι προβάλλοντας τις αγαπημένες του κοινού σκηνές. Άλλες εποχές τότε. Από την γειτονιά φοβόσουν να περάσεις. Ακόμα και οι μόνιμοι κάτοικοι όπως θα ‘χεις διαβάσει, αναγκάζονταν να κρεμούν επιγραφές στα σπίτια τους για να διευκρινίζουν πως πρόκειται για κανονική οικεία και να μην τους ενοχλούν» αναφέρει στο newsbeast.gr ο κ.Τάκης, γέννημα θρέμμα Πειραιώτης και θαμώνας της περιοχής την εποχή της δόξας.
Παρόλα αυτά τον κόσμο αυτό διέκρινε μια άλλου είδους μπέσα και πολλά από τα κορίτσια ήταν θεοσεβούμενες… «Οι πόρνες και οι χασικλήδες της Τρούμπας δεν εστηρίζοντο στην δική τους δικαιοσύνη, όπως οι καθώς πρέπει ευσεβείς και γι’ αυτό όχι μόνον δεν είχαν έπαρση αλλά είχαν και μια αυθόρμητη ταπείνωση. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποκρύπτουν την κατάντια τους. Δεν κάλυπταν την παλιανθρωπιά τους με μια μάσκα υποκριτικής ευπρέπειας. Δεν έκρυβαν την οργή τους με ανατριχιαστικά ευγενικά χαμόγελα, και είχαν μια γνήσια πίστη στην δύναμη και στην αγάπη του Θεού, γιατί αν και ομολογούσαν την κατάντια τους, δεν σταματούσαν να ζητούν και να ελπίζουν χωρίς μεγαλορρημοσύνες στο έλεός του» αναφέρει ο πατέρας Φιλόθεος στο βιβλίο του «Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους».
Η περίοδος της δόξας
Κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου όλο το θαλάσσιο μέτωπο του Πειραιά υπέστη εκτεταμένες καταστροφές από τους βομβαρδισμούς. Τότε ήταν που άδειασε και η Τρούμπα από τους περισσότερους μόνιμους κατοίκους της. Η πείνα και η εξαθλίωση του πληθυσμού συνετέλεσαν σε αυτό. Τα πρώτα «σπίτια» και τα καμπαρέ έκαναν την εμφάνιση τους έχοντας σαν πελάτες Γερμανούς και μαυραγορίτες. Η περίοδος που ακολούθησε μετά τον πόλεμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν τα χρόνια της ακμής της.
«Στους εφήβους των περασμένων δεκαετιών η περιοχή της Τρούμπας ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία. Το πρωί ήταν τόπος υπαρκτός, κανονικός, με ανθρώπους “κανονικούς”, με καφενεία “κανονικά”, με δικαστήρια, με λεωφορεία, με πεζούς, με χειρόγραφα σημειώματα κολλημένα στις πόρτες, που πληροφορούσαν ότι εδώ μένουν οικογένειες. Το βράδυ, γινόταν ένας “αλλιώτικος τόπος”, τόπος που στην φαντασία ενός εφήβου γίνονταν τα πάντα, αν και στην πραγματικότητα, τίποτα το ιδιαίτερο δεν γινόταν. Η εικόνα ήταν παρόμοια με τη σημερινή των κακόφημων περιοχών και ίσως και λίγο καλύτερη» αναφέρει ο κ. Κώστας που εργάστηκε την περίοδο της ακμής της σε διάφορα μπαρ της περιοχής.
Από το κέντρο του αγοραίου έρωτα δεν έλειπαν όμως και πάλι οι φασαρίςε με τους νταήδες να τσακώνονται συχνά πυκνά με τους ναυτικούς όπως φαίνεται από το αστυνομικό δελτίο.
«Στα 1960-65 ή Τρούμπα ήταν στις…. δόξες της. Οι οίκοι ανοχής ήταν πάρα πολλοί και ανάμεσά τους τα καμπαρέ με επικεφαλής τον “Τζων Μπουλ”. Θα θυμάστε την ιστορία με τον συνιδιοκτήτης του, τον Γεώργιο Βεϊζαδέ, που μαζί με την Αντιγόνη, την γυναίκα του, σιδέρωσαν την κακόμοιρη την Σπυριδούλα. Ακόμα και όταν κατεδαφίστηκε, την δεκαετία του ’70 κάθε φορά που περνούσα από εκεί με έπιανε μια ανατριχίλα» συμπληρώνει ο κ. Κώστας.
Ο Γεώργος Βεϊζαδές με την σύζυγό του υπήρξαν οι πρωταγωνιστές μιας υπόθεσης που συγκλόνισε την χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι δυο τους κατηγόρησαν, αδίκως, όπως αποδείχθηκε, την 12χρονη υπηρέτρια τους, Σπυριδούλα Ράπτη, για κλοπή $50 – ποσό ιδιαιτέρως σημαντικό για την εποχή- και την βασάνισαν σχεδόν μέχρι θανάτου με πυρακτωμένο σίδερο για να ομολογήσει την πράξη της. Η υπόθεση έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν «το σιδέρωμα της Σπυριδούλας» Ο Γιώργος και Αντιγόνη Βεϊζαδέ καταδικάστηκαν σε πενταετή φυλάκιση και πέθαναν λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκιση τους.
«Η ζήτηση στρηπτιζέζ είναι μεγάλη», κυρίως για κείνες που κάνουν εντυπωσιακά νούμερα» έγραφε ο συντάκτης Σταύρος Μαρμαρινός, στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΗ» τον Οκτώβρη του 1965. Το ίδιο επιβεβαιώνει κι ο κύριος Κώστας «Τα καμπαρέ και τα μπαρ της εποχής προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του φιλοθεάμωνος κοινού με στριπ τηζ και διάφορα άλλα χορευτικά νούμερα»
«Ανάμεσα στα κορίτσια δε, υπήρχαν και κάποια που στην ποδιά τους σφάζονταν παλικάρια, τόσο όμορφα… και δεν το λέει ο λόγος όντως σφάζονταν. Οι ιστορίες τους όμως αβάσταχτες. Αν είχες δει τις ταινιες της εποχής και γνώριζες αρκετές από δαύτες θα καταλάβαινες πως είναι βγαλμένες απο την ζωή. Από χωριά οι περισσότερες, βρήκαν τον κιμπάρη αγαπητικό νόμιζαν ο οποίος στη συνέχεια τις έβαλε να κολλάνε πουτανόσημα στα μπουρδέλα. Τώρα οι περισσότερες έχουν πεθάνει ή χαθεί» συμπληρώνει.
Η δουλειά στα κόκκινα φανάρια
«Δεν ήταν όλα τα σπίτια νόμιμα.Και φυσικά οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες. Δούλευαν δωδεκάωρα, από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ δέχονταν πάνω απο 50 βίζιτες την ημέρα. Όσες δεν συμμορφώνονταν αποκτούσαν κι από κάποιο σημάδι στο σώμα ή στο πρόσωπο “προς γνώσιν και συμμόρφωσιν”. Και σε όλες το παραμύθήταν ίδιο, θα δουλέψεις για λίγο καιρό και μετά θα παντρετούμε, τελικά κατέληγαν να δουλεύουν εκείνες κι οι νταήδες να κάθονται. Σκέψου τότε η βίζιτα κόστιζε γύρω στις 25 δραχμές, αλλά όταν έφτανε ο στόλος το ποσό διπλασιαζόταν ή και παραπάνω. Τα αμερικανάκια ήταν εύκολη λεία τότε» μας πληροφορεί.
«Εκτός από την ιστορία της Στέλλας που έγινε γνωστή από την ομώνυμη ταινία ήταν και εκείνη της Δέσποινας της πρώην ιερόδουλης και ερωμένης του νταβατζή και ιδιοκτήτη του Πουέρτο Ρίκο, ο οποίος αν και την έβγαλε από την πορνεία, την απατούσε συστηματικά».
Στα αρχεία της Αστυνομίας αναφέρονται 7 σπίτια, υπήρχαν όμως κι’ άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες δεν ήταν «δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της αστυνομίας όπως μαθαίνουμε από τα απομνημονεύματα του ρεμπέτη Νίκου Μάθεση, όπως τα παρέδωσε στον Κώστα Χατζηδουλή.
Τότε ανάμεσα στους σωματέμπορους αλώνιζε ο «Μάπας», που έκανε «σουρωτήρι» τον βασικό του ανταγωνιστή, τον λεγόμενο «Κεφάλα», και πήρε υπό τον έλεγχό του πορνεία και χασίς. Ηταν φόβος και τρόμος αλλά όταν γέρασε έχασε τη δύναμή του. Τον φώναζαν «κουράδα» και κατάντησε να κάνει θελήματα στις πόρνες, όπως αναφέρει ο Βασίλης Πισιμίσης στο βιβλίο του «Βούρλα – Τρούμπα: μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά»
Η Τρούμπα πρωταγωνίστρια της Μεγάλης Οθόνης
Ο κινηματογραφικός φακός κατέγραψε την μια πλευρά της συνοικίας, καταφέρνοντας να πυροδοτήσει την πεινασμένη ερωτικά νέα γενιά της εποχής. Η γραφικότητα της περιοχής αποτέλεσε ιδανικό σκηνικό για πολλές ελληνικές ταινίες που είτε διεκδίκησαν, όπως τα «Κόκκινα Φανάρια», είτε απέσπασαν ένα Όσκαρ όπως το «Ποτέ την Κυριακή». Στα σοκάκια και τα καμπαρέ της ψέλισαν τις πρώτες τους ατάκες πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί, όπως ο Φαίδων Γεωργίτσης και η Ελένη Ανουσάκη. Σε ένα από τα παράθυρά της ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού που έκανε την Ελλάδα να ανατριχιάσει και στο Τζων Μπλουλ ήταν που ξεκίνησε την καριέρα του ο «Πολ Άνκα της Ελλάδος», ο Γιάννης Βογιατζής.
«Τα κόκκινα Φανάρια», 1963, σε σκηνοθεσία Γεωργιάδη, μουσική Ξαρχάκου με τους Καρέζη, Κατράκη , Χρονοπούλου, Παπαμιχαήλ, το «Καλώς ήρθε το δολάριο», του 67 σε σκηνοθεσία Α. Σακελλαριου, με τους Κωνσταντίνου, Καλουτά, Μουστάκα, Λινάρδου, η «Λόλα», του 1964, σε σκηνοθεσία Ντ. Δημόπουλου με τους Καρέζη, Κούρκουλο, Παπαγιαννόπυλο, Ζερβό, Καλογήρου, το «Κάθαρμα», η ασπρόμαυρη ταινία του Κ. Ανδρίτσου, γυρισμένη το 63 με τους Φούντα, Κοντού, Στρατηγό, «Το κορίτσι της Αμαρτίας»,του 1958, σε σκηνοθεσία Δ. Αθανασιαδη, με τους Μπάρκουλη, Γαϊτάνου, Βέγγο, το «Σκότωσα για το παιδί μου», του 1962 σε σκηνοθεσία Δ. Αθανασιάδη, με τους Χατζηαργύρη, Κακαβά, και η «Τρούμπα ΄67», του Γρηγορίου γυρισμένη το 1967 με τους Φούντα, Θεοχάρη, Αρβανίτη, Μούτσιο, Καλογήρου είναι μερικές από τις ταινίες που κατέγραψαν την πιο κακόφημη συνοικία του Λιμανιού και τα βάσανα των κοριτσιών που περπατούσαν στα στενά της.
«Λουκέτο» στην Τρούμπα»
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1967 η αστυνομία με εντολή του τότε διορισμένου από τη Χούντα δήμαρχου Πειραιά κυνήγησε και έδιωξε από την Τρούμπα 500 περίπου κοπέλες σφραγίζοντας τα «σπίτια» που εργάζονταν. Ο Αριστείδης Σκυλίτσης στα πλαίσια του «εξευγενισμού», σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, του Πειραιά πήρε την πρώτη του μεγάλη απόφαση:«Λουκέτο» στην Τρούμπα.
«Η Τρούμπα ήταν “βιτρίνα” του λιμανιού και έπρεπε να “καλωπιστεί”. Μοναδικό εμπόδιο, τα σπίτια και η αλητεία που μαζευόταν στα καμπαρέ από τα καράβια στο λιμάνι. Όλοι εκεί πήγαιναν. Εκτος στόλος δεν υπήρχε πια και το δολάριο “καλώς μας άφησε”. Έτσι έβαλε ταφόπλακα στα μπουρδέλα, την αλητεία, το χασίσι και μαζί στην αυθεντικότητα των ανθρώπων της νύχτας. Ξεσπίτωσε και τις ιερόδουλες. Η Τρούμπα ήταν καθαρή και βρώμικη μαζί. Είχε τα πάντα: ιερόδουλες, σωματέμπορους, ρουφιάνους, αγόρια που ήθελαν να γίνουν άνδρες, γυναίκες που ονειρεύονταν πως ακόμη είναι κορίτσια. Εκεί μαζεύονταν τα κατακάθια της κοινωνίας. Εκεί απευθύνονταν οι πατεράδες της υψηής κοινωνίας για να αντρώσουν τα καμάρια τους» αναφέρει ίσως με νοσταλγία ο κ. Κώστας
«Οι ιερόδουλες βέβαια συνέχισαν να εργάζονται, πλέον χωρίς χαρτιά, χωρίς υγειονομική κάλυψη, χωρίς κανόνες, χωρίς αξιοπρέπεια. Το ’80 τα περισσότερα από τα καμπαρέ είχαν κλείσει. Λίγα ήταν εκείνα που συνέχισαν να λειτουργούν παρά τις χαμηλές τιμές τους όμως και το όλο και πιο εμπλουτσιμένο πρόγραμμά τους δεν συγκέντρωναν πολύ κόσμο
».
Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα ελάχιστα καμπαρέ της περιοχής λειτουργούσαν σε μια νοσηρή παρακμή που δεν έκρυβε ούτε την ελάχιστη λούμπεν αυθεντικότητα. Η περιοχή εμπλουτίστηκε με τεράστια γυάλινα κτίρια που στεγάζουν ναυτιλιακές εταιρείεςκαι σήμερα έχουν περικυκλώσει τα ελάχιστα νεοκλασσικά που δεν έχει αγγίξει ακόμα η κατεδάφιση.
Η άναρχη ανάπτυξη που αλλοίωσε την αστική ταυτότητα της πόλης συνθέτει μέχρι και σήμερα την εικόνα του λιμανιού. Στο μαλακό υπογάστριο της πόλης του Πειραιά σήμερα παρουσιάζεται πολυφυλετικό και δεν στεγάζει μονιμους κατοίκους. Όσο για την αγορά, περιποιημένα κουρεία, εστιατόρια και café από Ασιατικά μέχρι Αραβικά μαζί με in fashion all day bar και εστιατόρια πολυτελείας για τα στελέχη των ναυτιλιακών εταιριών καλύπτουν τις ανάγκες των νέων θαμώνων…
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr