«Πάντα θεωρούσα ότι, αν δεν μπορείς να εξηγήσεις τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα σε μια γλώσσα που να μπορούν να την καταλάβουν οι έφηβοι, αυτό απλώς σημαίνει πως δεν τα καταλαβαίνεις ο ίδιος».

Γράφει η Ιουλία Κιλέρη

Κάπως έτσι ξεκινά το βιβλίο του Γιάννη Βαρουφάκη, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους από τις εκδόσεις Πατάκη, με τίτλο «Μιλώντας στην κόρη μου για την οικονομία». Με τρόπο αλληγορικό και περιγραφικό παράλληλα, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μυθολογία αλλά και την καθημερινή ζωή, ο οικονομολόγος επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στην έφηβη κόρη του, που ζει στην Αυστραλία, με αφορμή μια δική της ερώτηση: «Γιατί τόση ανισότητα;».

Λίγους μήνες πριν αναλάβει τα ηνία του υπουργείου Οικονομικών και αρχίσει να «σαρώνει» την Ευρώπη για να διαβουλευτεί με τους Ευρωπαίους για το ελληνικό πρόγραμμα, ο κ. Βαρουφάκης έγραφε στην εισαγωγή του μόλις 207 σελίδων βιβλίου του: «αποφάσισα να μην εστιάσω στην ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων θλιβερών ετών – στα μνημόνια, στη φτώχεια, στην αναξιοπρέπεια που ζούμε από το 2010. Αντίθετα εστιάζω στα μεγάλα ζητήματα της κοινωνικής οικονομίας που αγγίζουν όλους τους ανθρώπους, παντού, αλλά με τρόπο που όποιος αναγνώστης θέλει μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να δει με διαφορετικό μάτι την πρόσφατη κατάρρευση της κοινωνικής μας οικονομίας, καθώς και τους λόγους για τους οποίους οι κρατούντες αρνούνται πεισματικά να πάρουν τις αποφάσεις που θα έφερναν τη λύτρωση των κοινωνιών μας, στην Ευρώπη, την Ελλάδα, τον κόσμο όλον».



Άλλο αγορές και άλλο οικονομία

Απευθυνόμενος πάντα στην κόρη του Ξένια, ο καθηγητής Οικονομικών που έγινε διάσημος για τις θέσεις του και τις απόψεις του πολύ πριν αναλάβει τη διαχείριση των οικονομικών της Ελλάδας, γράφει: «Στην κοινωνία όπου μεγαλώνεις κυριαρχεί η λανθασμένη άποψη ότι οικονομία ίσον αγορές. Τι ακριβώς είναι οι αγορές; Οι αγορές είναι η σφαίρα της ανταλλαγής. Στο σουπερμάρκετ γεμίζουμε το καρότσι μας με πράγματα και τα “ανταλλάσσουμε” με χρήμα το οποίο μετά ανταλλάσσεται με άλλα πράγματα που θέλει αυτός που το εισπράττει (ο ιδιοκτήτης του σουπερμάρκετ, ο εργαζόμενος στο σουπερμάρκετ, ο οποίος πληρώνεται από τα χρήματα που πληρώνουμε στο ταμείο κτλ.). Αν δεν υπήρχε το χρήμα, θα δίναμε στον πωλητή άλλα αγαθά, που εκείνος θα ήθελε. Να λοιπόν γιατί σου λέω ότι η αγορά είναι το μέρος όπου γίνονται ανταλλαγές. Αυτό το μέρος μάλιστα, στις μέρες μας, μπορεί να είναι και ψηφιακό – όπως π.χ. όταν με βάζεις να σου αγοράζω apps από το iTunes ή βιβλία από την Amazon.

Σ’ τα λέω αυτά γιατί αγορές είχαμε κι όταν ζούσαμε πάνω στα δέντρα, προτού ανακαλύψουμε τις αγροτικές καλλιέργειες. Όταν ένας πρόγονός μας πρόσφερε μια μπανάνα ζητώντας από τον άλλο ένα μήλο, είχαμε μια μορφή ανταλλαγής, μια υποτυπώδη αγορά όπου η τιμή του ενός μήλου ήταν μια μπανάνα και τανάπαλιν. Όμως αυτό δεν ήταν μια πραγματική οικονομία. Για να δημιουργηθεί μια πραγματική οικονομία, χρειαζόταν κάτι παραπάνω: χρειαζόταν να αρχίσουμε να παράγουμε, αντί απλώς να κυνηγάμε ζώα, να ψαρεύουμε ψάρια ή να μαζεύουμε μπανάνες».

Χρέος

Για να περιγράψει την έννοια του χρέους, χρησιμοποιεί το έργο «Δρ. Φάουστους» του Κρίστοφερ Μάρλοου. «”Κόλαση είναι όπου είμαι”. Τάδε έφη Μεφιστοφελής στο διάσημο θεατρικό του Κρίστοφερ Μάρλοου, με τίτλο Δρ. Φάουστους. […] Η ιστορία της πώλησης της ψυχής του Φάουστ στον Μεφιστοφελή είναι μία από τις ιστορίες που δεν έχει διαβάσει ακόμα. Είναι μια ιστορία για μεγάλους και όχι για παιδιά της ηλικίας του. […] Ο λόγος που δεν ενδείκνυται για παιδιά είναι επειδή, ουσιαστικά, αφορά μια έννοια που είναι δύσκολο και άδικο να τη συλλάβει ο παιδικός νους: το χρέος.

Στην ιστορία του Μάρλοου συμβαίνουν τα εξής: Ο Μεφιστοφελής πλησιάζει τον Δρα Φάουστ με μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Θα του παράσχει πλήθος απολαύσεων για είκοσι χρόνια υπό τον όρο ότι ο Φάουστ θα του υποσχεθεί πως ύστερα από είκοσι χρόνια, θα του παραδώσει την ψυχή του. Ο Φάουστ το σκέφτεται και αποφασίζει ότι είκοσι χρόνια ευδαιμονίας είναι αρκετά, και μετά ας κάνει ο Μεφιστοφελής ό,τι θέλει με την ψυχή του. Έτσι, λοιπόν, συμφωνεί. Ο Μεφιστοφελής χαμογελά και του ζητάει να υπογράψουν συμβόλαιο επ’ αυτού, το οποίο για να έχει μάλιστα μεγαλύτερη συμβολαιογραφική ισχύ, αντί με μελάνι, ο Φάουστ το υπογράφει με το αίμα του.

Αν το δεις ψυχρά και αναλυτικά, το συμβόλαιο αυτό είναι μια δανειακή σύμβαση που “καθιέρωσε” το χρέος του Φάουστ προς τον Μεφιστοφελή».

Σε άλλο σημείο, ο συγγραφέας Γ. Βαρουφάκης απευθύνει στην κόρη του το εξής ερώτημα: «Ποιος από τους δύο, ο Σκρουτζ ή ο Φάουστ ήταν πιο κοντά στις ανάγκες της νέας κοινωνίας της αγοράς;». Και απαντά: «Ο Φάουστ βέβαια: Γιατί; Επειδή, αν όλοι είμασταν Σκρουτζ, δηλαδή τσιγκούνηδες που αποταμιεύουν όλο τον πλούτο χωρίς να ξοδεύουν τίποτα, τότε οι αγορές θα κατέρρεαν, καθώς κανείς δεν θα αγόραζε τίποτα, τα μαγαζιά και τα εργοστάσια θα έκλειναν και η κοινωνία της αγοράς θα έπεφτε σε βαριά κρίση. Το χρέος είναι για τις κοινωνίες της αγοράς ό,τι η Κόλαση για τον χριστιανισμό: τόσο απαραίτητο όσο είναι δυσάρεστο!».

Κραχ

«Όταν το τραπεζικό “χέρι” το παρακάνει και επιβαρύνει το παρόν με υποχρεώσεις απέναντι στο μέλλον που το παρόν, όσο και να προσπαθεί, αδυνατεί να εκπληρώσει, τότε έρχεται το κραχ. Η πτώχευση. Η χρεοκοπία. Η ύβρις του χεριού του τραπεζίτη αποπληρώνεται με οικτρή νέμεσιν. Αλλά για να είμαι λιγότερο αλληγορικός και πιο χειροπιαστός, θέλω να σου εξηγήσω πώς ακριβώς οι τραπεζίτες μεταφέρουν ανταλλακτική αξία από το μέλλον. Τον μηχανισμό με τον οποίο το κάνουν. Μόνο έτσι θα καταλάβεις πως το κραχ είναι αναπόφευκτο», γράφει και φέρνει το εξής παράδειγμα:

«Έστω ότι ο Μιχάλης φτιάχνει ποδήλατα και ζητάει από τον τραπεζίτη 500.000 ευρώ για να αγοράσει μηχάνημα που θα του επιτρέψει να κατασκευάζει τους σκελετούς των ποδηλάτων από ανθρακονήματα, καθιστώντας τα πιο ελαφριά και γερά. Ερώτημα: Πού θα βρει ο τραπεζίτης το ποσό αυτό για να το δανείσει στον Μιχάλη; […] Η σωστή απάντηση είναι: “Από το πουθενά!” – “Από το τίποτα!”.

Όταν σου λέω ο τραπεζίτης δημιούργησε με μαγικό τρόπο 500.000 ευρώ, από το «πουθενά», αυτό που εννοώ είναι εκείνο που λέγαμε πιο πριν: τα 500.000 ευρώ προέρχονται από το μέλλον! Είναι απόρροια της διαδικασίας όπου το τραπεζικό χέρι διαπερνά τη μεμβράνη, διασχίζει τη “γραμμή του χρόνου”, αποσπά αξία που δεν έχει ακόμη παραχθεί, τη φέρνει στο παρόν, τη δίνει (με το αζημίωτο) στον Μιχάλη –στον επιχειρηματία- και όλοι μαζί ελπίζουμε ότι τα νέα ποδήλατα του Μιχάλη, θα έχουν ανταλλακτική αξία τέτοια που να μπορεί το μέλλον να αποπληρωθεί για τα 500.000 ευρώ που μας έδωσε, συν τον τόκο που του χρωστάμε.

[…] Κάποια στιγμή όμως οι Μιχάληδες και οι κερδοσκόποι δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνεια του τραπεζίτη, ο οποίος αδυνατεί να αποπληρώσει το… μέλλον. […] Όσο πιο σταθερή η αναπτυξιακή διαδικασία, τόσο μεγαλύτερο το κίνητρο των τραπεζιτών να χρησιμοποιήσουν τις μαγικές τους δυνάμεις. Όμως, χωρίς να το πολυκαταλάβουν, τα μάγια τους περνούν το όριο της Μαύρης Μαγείας και σύντομα έρχεται το κραχ. Όπου κραχ δεν είναι τίποτα άλλο από την απότομη αποσταθεροποίηση της διαχρονικής ισορροπίας, με αποτέλεσμα το παρόν να πρέπει να ομολογήσει στο μέλλον ότι δεν μπορεί να του δώσει αυτά που του χρωστά».

Πληθωρισμός και αποπληθωρισμός

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί για να κάνει κατανοητές τις έννοιες του πληθωρισμού και του πληθωρισμού. «Κάποιες εποχές, ο Ερυθρός Σταυρός τοποθετούσε στα δέματα πιο πολλά τσιγάρα, χωρίς να βάζει και πιο πολλή σοκολάτα ή πιο πολύ καφέ ή τσάι. Τότε συνέβαινε το εξής: Το κάθε τσιγάρο «αγόραζε» λιγότερο καφέ, πιο λίγη σοκολάτα, λιγότερο τσάι. Έχει λογική αυτό: Καθώς αντιστοιχούσαν πιο πολλά τσιγάρα στο σύνολο του καφέ και του τσαγιού στο στρατόπεδο, στο κάθε τσιγάρο αντιστοιχούσαν πιο λίγος καφές, λιγότερο τσάι. […]

Ένα βράδυ, η συμμαχική αεροπορία σφυροκόπησε ανελέητα την περιοχή όπου βρισκόταν το στρατόπεδο. Οι βόμβες έπεφταν όλο και πιο κοντά, έως ότου κάποιες έσκασαν στο στρατόπεδο. Όλο το βράδυ, οι αιχμάλωτοι αναρωτιόντουσαν αν θα ήταν ζωντανοί μέχρι την αυγή. Την επόμενη ημέρα, η ανταλλακτική αξία των τσιγάρων είχε εκτιναχθεί στα ουράνια! Γιατί; Επειδή κατά τη διάρκεια της ατελείωτης εκείνης νύχτας, οι αιχμάλωτοι, πάνω στην αγωνία τους, κάπνιζαν το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Το πρωί, η ποσότητα των τσιγάρων, σε σχέση με τα υπόλοιπα αγαθά, είχε συρρικνωθεί και η ανταλλακτική αξία του κάθε εναπομείναντος τσιγάρου ήταν πολύ πολύ μεγαλύτερη.

Ο βομβαρδισμός είχε, επιγραμματικά, προκαλέσει τον λεγόμενο… αποπληθωρισμό – δηλαδή την αύξηση της ανταλλακτικής αξίας των χρηματικών μονάδων, που προκαλεί η μείωση του λόγου της ποσότητας του χρήματος ως προς την ποσότητα όλων των άλλων αγαθών. Το αντίθετο δηλαδή εκείνου που ονομάζουμε πληθωρισμό – δηλαδή της μείωσης της ανταλλακτικής αξίας των χρηματικών μονάδων όταν ο λόγος των χρηματικών μονάδων μειώνεται ως προς την ποσότητα όλων των άλλων αγαθών».

Φοβού τους οικονομολόγους και τα μπλε χάπια τους

Στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας Γ. Βαρουφάκης αναφέρεται στην ταινία Matrix και το μπλε χάπι, το οποίο όποιος το πάρει, όταν ξυπνήσει θα πιστέψει αυτό που θέλει να πιστέψει. «Πώς κατάφεραν οι κρατούντες να διατηρούν την εξουσία τους και ανενόχλητοι να διανέμουν το πλεόνασμα με τρόπο που συμφέρει στους ίδιους;», διερωτάται και απαντά: «Μέσα από την καλλιέργεια μιας νομιμοποιητικής ιδεολογίας που έπειθε την πλειοψηφία πως οι κρατούντες ήταν δικαιωματικά κρατούντες. Ότι έτσι έπρεπε να είναι…».

«Όλο αυτό το αφήγημα περί οικονομίας θυμίζει το Matrix: μια φυλακή του νου, στόχος της οποίας είναι να κρύβει μονίμως την πικρή αλήθεια. Ποια αλήθεια; Ότι οι άνθρωποι έχουμε καταντήσει δούλοι των μηχανών που εφηύραμε για να μας υπηρετούν. Ότι οι αγορές αντί να υπηρετούν τους ανθρώπους υπηρετούν οι άνθρωποι τις αγορές», τονίζει.

Θεολογία μετά εξισώσεων

«Πολλοί θα σου πουν ότι ο πατέρας σου δε ξέρει τι λέει. Ότι τα οικονομικά, η οικονομική θεωρία είναι επιστήμη. Ότι όπως στη Φυσική που αναλύει μεθοδικά και με μαθηματικά μέσα τη Φύση, έτσι και τα οικονομικά συνδυάζουν τα μαθηματικά, τη στατιστική και τη λογική για να αναλύσουν επιστημονικά τα κοινωνικοοικονομικά φαινόμενα. Ανοησίες!», γράφει ο Γ. Βαρουφάκης και παρατηρεί:

«Η ριζική απουσία δυνατοτήτων να ελεγχθούν εμπειρικά οι οικονομικές μας θεωρίες εγγυάται ότι τα οικονομικά, η οικονομική σκέψη, δεν έχουν καμία σχέση με τις θετικές επιστήμες. Οπότε η επιλογή μας είναι μεταξύ του να προσποιούμαστε ότι, ως οικονομολόγοι, είμαστε επιστήμονες και του να παραδεχτούμε ότι είμαστε κοντύτερα στους φιλοσόφους που, όσο λογικά και σοφά και να επιχειρηματολογούν, είναι αδύνατο να πείσουν ο ένας τον άλλον για το νόημα της ζωής».

Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr