Στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα ανηφορίζοντας από το Μαρούσι προς το δάσος της Μαγκουφάνας, όπως λεγόταν τότε η Πεύκη, στα αριστερά θα έβλεπε κανείς την στάνη του μπάρμπα-Αποστόλη ενώ στα αριστερά δέσποζε μια μονοκατοικία από πελεκητή πέτρα.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Ήταν ένα όμορφο διώροφο, με μια μεγάλη βεράντα στο πάνω πάτωμα, και μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα στην πίσω μάντρα του σπιτιού που έγραφε με κεφαλαία: «Τριανέμι – Ο ομφαλός της Αττικής».
Σε αυτό το σπίτι μαζευόταν όλη η λογοτεχνική ελίτ της εποχής… Στη μεγάλη βεράντα στο Τριανέμι, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Χένρι Μίλερ και πολλοί άλλοι κουβεντιάζανε τα τρέχοντα λογοτεχνικά και πολιτικά θέματα της εποχής με τον κολοσσό του Μαρουσιού, όπως τον αποκαλούσε ο Χένρι Μίλερ στο ομότιτλο βιβλίο του. Ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο κολοσσός του Μαρουσιού, ήταν ο μέντωρ της γενιάς του τριάντα, μια εμβληματική προσωπικότητα που αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό των καλλιτεχνικών κύκλων του μεσοπολέμου.
Γεννήθηκε γύρω στο 1899 στην Αθήνα κι έζησε κοντά σε ποιητές και πεζογράφους. Γιος του λογίου Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη, μεγάλωσε σε ένα πλούσιο σε πνευματικά ερεθίσματα περιβάλλον και επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την προσωπικότητα του Κωστή Παλαμά, που συνδεόταν με στενή φιλία με την οικογένειά του. Μέλος μιας οικογένειας με μεγάλη οικονομική άνεση και γερή πνευματική αγωγή με ευρωπαϊκές καταβολές, αν και παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Παρισιού δεν αποφοίτησε ποτέ.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ήρθε σε επαφή με τους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής. Δημοσίευσε μεταφράσεις και μελέτες για σημαντικούς ευρωπαίους συγγραφείς, άγνωστους στο τότε ελληνικό αναγνωστικό κοινό προβάλλοντας με αυτό τον τρόπο τη λογοτεχνική παραγωγή της λεγόμενης Γενιάς του ’30 μέσα από τις σελίδες των περιοδικών, Τα Νέα Γράμματα (1935-1944) και Αγγλοελληνική Επιθεώρηση (1945-1952), που διηύθυνε.
Ο παππούς του Γιώργος Κατσίμπαλης είχε αγοράσει το κτήμα στα σύνορα του Μαρουσιού με τις ερημιές της Μαγκουφάνας, όπως ονομαζόταν τότε η Πεύκη, κι έχτισε εκεί μια θερινή κατοικία, το γνωστό πύργο του Κατσίμπαλη, από πελεκητή πέτρα. Ο Παλαμάς το βάφτισε «Τριανέμι», γιατί το έδερναν όλοι οι άνεμοι. Από το Τριανέμι η σημερινή συνοικία του Αγίου Νικολάου, λεγόταν «Τριανεμία».
Εκείνα τα χρόνια το Μαρούσι ήταν γεμάτο μονοκατοικίες και οικόπεδα με χαμομήλια και μαργαρίτες. Η τοποθεσία του σπιτιού είχε θέα προς τον Υμηττό, τη θάλασσα, τα νησιά, αποτελώντας ένα από τα ωραιότερα τοπία που «αδιάκοπα έντυνε το φως σαν, σε κάποιο παραμύθι με τα χρώματα». Τα μικρά παιδιά μαζεύονταν σε μια στέρνα κι έπαιζαν, και θαύμαζαν τον αρχοντάνθρωπο Κατσίμπαλη που περπατούσε καμαρωτά με μια τεράστια μαγκούρα από μπαμπού.
Αληθινός κολοσσός στο ανάστημα, βροντόφωνος, ρομαντικός, παράφορος και ανιδιοτελής. Ένας ιδεολόγος διανοούμενος που έμαθε να κολυμπά στο πλατύ και ορμητικό ποτάμι του παλαμικού λυρισμού. Το αρχοντικό υπήρξε ένα λογοτεχνικό σαλόνι κι αυτός «κοντά στα άλλα, ένα είδος Μαικήνας, πρόθυμος να βοηθήσει όπως και όσο μπορούσε» όπως και ο πατέρας του ο Κώστας.
Γι’ αυτό το αρχοντικό, ο Κωστής Παλαμάς έγραψε: «Κοντά στον ανοιχτό αέρα, στου πράσινου το ίσκιωμα, στο σκαλιστό περίγραμμα των αττικών βουνών… δεν λησμονεί ο ποιητής πως πέρασε αυτού μέσα στην ησυχαστική σκήτη του Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη κάποιες ώρες αφιερωμένες θρησκευτικά στη λατρεία του ωραίου ουρανού και του ωραίου στίχου».
Πράγματι αυτό το αρχοντικό, αγροτικό και ταυτόχρονα μεγαλοαστικό σπίτι, τριγυρισμένο από πευκοδάση αποτέλεσε το άνετο καταφύγιο των δημοτικιστών. Άλλωστε στις σελίδες της ελληνικής πολιτισμικής ιστορίας, το όνομα του Γιώργου Κατσίμπαλη έχει χαραχτεί για το νευραλγικό του ρόλο στην απελευθέρωση του νεοελληνικού λόγου. Ο Κατσίμπαλης ως ο πατέρας της νεώτερης ελληνικής βιβλιογραφικής έρευνας, με την πληθωρική του ιδιοσυγκρασία, βρήκε σε αυτό διέξοδο στη μελέτη και στη διάδοση των άξιων έργων της παλιάς και σύγχρονης λογοτεχνίας. Αν και ο ίδιος δεν έγραψε ποτέ, ενεθάρρυνε τους φίλους να γράφουν περισσότερα, με σκοπό να δώσουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.
«Ο Κατσίμπαλης δεν θα γράψει. Ένας άνθρωπος που ξέρει να διηγείται σαν τον Κατσίμπαλη δεν το έχει ανάγκη να γράφει», διαβάζουμε στον Κολοσσό του Μαρουσιού του Χένρι Μίλερ.
Στάθηκε μια ζωντανή παρουσία στα γράμματα ως το 1978, χρονιά του θανάτου. Ήταν η κινητήρια δύναμη για πολλές εκδηλώσεις της πνευματικής μας ζωής. Ήταν ο προφορικός μυθιστοριογράφος του Νεοελληνισμού, που ανάλωσε την προσωπικότητα του στον προφορικό λόγο. Το πιο αξιόλογο ταλέντο του ήταν πως ήξερε να ξεχωρίζει τους νέους ανθρώπους, να τους δίνει θάρρος και να τους οδηγεί στον δρόμο της προσπάθειας, που συχνά καταλήγει σε κάποια δημιουργική ένταση και έκταση. Ήταν μια έντονη παρουσία ζωής και αυτό ακριβώς διέκρινε με την οξυδέρκεια του ο Μίλερ και την απαθανάτισε.
Ο Χένρι Μίλερ γράφει για τον Γιώργο Κατσίμπαλη: «Ο φίλος μου ο Κατσίμπαλης για τον οποίο έγραψα αυτό το βιβλίο, θέλοντας να δείξω την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτόν και τους συμπατριώτες του, ελπίζω να με συγχωρέσει που υπερέβαλα συγκρίνοντας τις αναλογίες του με εκείνες του Κολοσσού. Όσοι ξέρουν το Μαρούσι θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σ’ αυτό. Ούτε στον Κατσίμπαλη υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες. Ούτε, στο κάτω – κάτω, υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σε ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας.
Αλλά υπάρχει κάτι το κολοσσιαίο σε οποιονδήποτε άνθρωπο όταν αυτός γίνεται αληθινά και ολοσχερώς ανθρώπινος. Ποτέ δεν γνώρισα πιο ανθρώπινο άτομο από τον Κατσίμπαλη. Περπατώντας μαζί του στους δρόμους του Μαρουσιού είχα την αίσθηση ότι περπατούσα στη γη μ’ έναν εντελώς καινούργιο τρόπο. Η γη γινόταν πιο οικεία, πιο ζωντανή, πιο υποσχόμενη. Είναι αλήθεια πως εκείνος μιλούσε συχνά για το παρελθόν, όμως όχι σαν κάτι νεκρό και ξεχασμένο, αλλά μάλλον σαν κάτι που κρατάμε μέσα μας, κάτι που καρποφορεί στο παρόν και κάνει ελκυστικό το μέλλον…
Μιλούσε με τον ίδιο σεβασμό για τα μικρά και τα μεγάλα πράγματα δεν ήταν ποτέ τόσο απασχολημένος ώστε να μην μπορεί να σταματήσει και να συλλογιστεί τα πράγματα που τον συγκινούσαν είχε ατέλειωτο χρόνο στη διάθεσή του, κάτι που από μόνο του αποτελεί σημάδι μιας μεγάλης ψυχής […]. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι τόσο πλήρεις, τόσο πλούσιοι, που δίνονται τόσο απόλυτα, ώστε κάθε φορά που τους αφήνεις νιώθεις ότι δεν έχει σημασία αν χωρίζεστε για μια μέρα ή για πάντα. Έρχονται κοντά σου ξεχειλίζοντας και σε ξεχειλίζουν κι εσένα. Δε σου ζητάνε τίποτα εκτός από τη συμμετοχή σου στη δική τους υπεράφθονη χαρά της ζωής».
Αν και έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια από τον θάνατο του Κολοσσού του Μαρουσιού, πολλοί είναι εκείνοι που τον έχουν ξεχάσει, που τον αγνοούν, που δεν τον άκουσαν ποτέ. Ακόμα και η γειτονιά, γεμάτη πλέον από πολυκατοικίες, δεν διατηρεί παρά μόνο μια ανάμνηση της εποχής. Στο μεγάλο δέλεαρ της αντιπαροχής δεν αντιστάθηκε ούτε η παλιά ιστορική μονοκατοικία, από τις τελευταίες που είχαν απομείνει. Τη θέση της πήρε μια πενταόροφη πολυκατοικία. Μοναδικό ενθύμιο εκείνης της λαμπρής εποχής , του σπιτιού που φιλοξένησε τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές εγχώριες και διεθνείς προσωπικότητες, είναι η λευκή πλάκα, που θυμίζει πως στο ύψωμα αυτό, που έδερναν οι άνεμοι, υπήρξε κάποτε ένα σπίτι που αποτέλεσε τον ομφαλό της Αττικής…