Με την πρώτη ματιά, οι φωτογραφίες μοιάζουν με μια τυπική σκηνή εργοστασίου της δεκαετίας του 1950: γυναίκες καθισμένες σε τραπέζια εργάζονται σκληρά φτιάχνοντας ρούχα. Όμως οι τρομοκρατημένες εκφράσεις των προσώπων τους προδίδουν την πραγματικότητα, ότι πρόκειται για ακούσιους συμμετέχοντες σε μία από τις λιγότερο γνωστές φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως αναδεικνύει μια νέα έκθεση, μέσα στον θάνατο και την αρρώστια του γκέτο του Λοτζ στην κατεχόμενη Πολωνία, Εβραίοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά εξαναγκάστηκαν να κατασκευάζουν ρούχα και είδη πολυτελείας για το ναζιστικό καθεστώς και τους πολίτες του Τρίτου Ράιχ.
Όπως αναφέρει η Daily Mail, αυτά τα είδη πολυτελείας περιλάμβαναν φορέματα, εσώρουχα, καπέλα, υποδήματα και γραβάτες κατασκευασμένα από υλικά που είχαν αφαιρεθεί από Εβραίους οι οποίοι είχαν δολοφονηθεί στο κοντινό στρατόπεδο εξόντωσης Kulmhof am Nehr, μόλις 30 μίλια μακριά.
Άλλες συγκλονιστικές φωτογραφίες δείχνουν εκθέσεις με παιδικά ρούχα και γυναικεία φορέματα, έναν καλοντυμένο άνδρα να επιθεωρεί γραβάτες δίπλα σε έναν Εβραίο με το Άστρο του Δαβίδ καρφιτσωμένο στο σακάκι του.
Άλλες εικόνες δείχνουν ναζιστικές στολές και διακριτικά, καθώς και έναν σωρό από ρούχα του στρατοπέδου εξόντωσης πεταμένα στον δρόμο του γκέτο.
Οι φωτογραφίες, που τραβήχτηκαν για λόγους προπαγάνδας από τον Βάλτερ Γκενεβάιν, τον επικεφαλής λογιστή των Ναζί στο γκέτο του Λοτζ, αποκαλύπτουν τη φρικτή εκμετάλλευση της εβραϊκής καταναγκαστικής εργασίας προς όφελος του ναζιστικού καθεστώτος.
Οι εικόνες παρουσιάζονται στη νέα έκθεση «The Fashion System. Clothing in Violence Strategies and Survival Tactics in the Łódź Ghetto».
Η επιμελήτρια Καρολίνα Σουλάι δήλωσε: «Στο γκέτο δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα “τμήματα”, τα περισσότερα εκ των οποίων εμπλέκονταν στην παραγωγή υφασμάτων. Οι Εβραίοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά εργάζονταν εκεί, επειδή ήθελαν να ζήσουν. Δούλευαν για ένα μπολ σούπα και μια ευκαιρία να επιβιώσουν. Το γκέτο δημιουργήθηκε ως παραγωγική βάση για την οικονομία του Ράιχ και ειδικά για τη βιομηχανία ένδυσης. Η μόδα δημιουργούνταν στα τμήματα και παραγόταν για τον κατακτητή με την ελπίδα ότι ταλαντούχοι κατασκευαστές και καλλιτέχνες θα μπορούσαν να εξαγοράσουν έτσι τη ζωή τους και να σωθεί το γκέτο. Τα μοντέρνα ρούχα, τα πολυτελή αξεσουάρ, τα υποδήματα, οι εννοιολογικές εκθέσεις, τα καλλιτεχνικά άλμπουμ και οι κατάλογοι μόδας που παράγονταν και παρουσιάζονταν στο γκέτο, έκρυβαν κάτω από τη λάμψη της ομορφιάς την τεράστια οδύνη των κατοίκων του, την καταναγκαστική εργασία, την εκμετάλλευση και τον φόβο».
Η ιστορικός τέχνης Άννα Σαντσούκ πρόσθεσε: «Το γκέτο του Λοτζ ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο πολυτελών ενδυμάτων και αξεσουάρ. Έχουν ειπωθεί ελάχιστα για αυτό. Είναι η πρώτη φορά που το θέμα παρουσιάζεται με τη μορφή έκθεσης».
Το γκέτο δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1939, μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Οι Ναζί το ονόμασαν γκέτο Λιτσμάνστατ και με τον καιρό έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Όταν εκκαθαρίστηκε πέντε χρόνια αργότερα, περίπου 45.000 Εβραίοι είχαν πεθάνει από πείνα και αρρώστιες, ενώ περισσότεροι από 140.000 μεταφέρθηκαν και δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα Kulmhof am Nehr και Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Από τους 200.000 Εβραίους που είχαν φυλακιστεί εκεί, λιγότεροι από 10.000 επέζησαν μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η Λοτζ φιλοξενούσε για δεκαετίες δεξιοτέχνες Εβραίους ράφτες, τσαγκάρηδες, εργάτες υφασμάτων και σχεδιαστές. Όταν οι Ναζί κατέλαβαν την πόλη, ανάγκασαν αυτούς τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητές τους. Το γκέτο τελούσε υπό την εποπτεία του Χανς Μπίμποου, πρώην εισαγωγέα καφέ από τη Βρέμη, ο οποίος διέκρινε ότι το γκέτο θα μπορούσε να αποφέρει κέρδη αν μετατρεπόταν σε ένα σύμπλεγμα καταναγκαστικής εργασίας. Ο επικεφαλής του εβραϊκού συμβουλίου των πρεσβυτέρων της πόλης, ασφαλιστής Χάιμ Μορντεχάι Ρουμκόφσκι, διαπραγματευόταν απευθείας με τις γερμανικές αρχές.
Ένα από τα πρώτα εργοστάσια ένδυσης παρήγαγε πολυτελή φορέματα, εσώρουχα και λευκά είδη. Η παραγωγή ξεκίνησε στις αρχές του 1941 με 77 μηχανές και 157 εργάτες. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1942, λειτουργούσαν 800 μηχανές και πάνω από 1.500 άτομα δούλευαν σε δύο βάρδιες.
Εκτός από τις στολές και τα διακριτικά της Βέρμαχτ, το τμήμα υφασμάτων του γκέτο λειτουργούσε σχεδόν σαν κανονικός οίκος μόδας, με δικά του look-books, επιδείξεις μόδας και φωτογραφίσεις με Εβραίες «μοντέλα», των οποίων τα πρόσωπα αφαιρούνταν ή σκιάζονταν.
Ο συνεπιμελητής της έκθεσης, Πάβελ Μίχνα, ανέφερε: «Σύμφωνα με τον Μπίμποου, το 90% της παραγωγής του γκέτο προοριζόταν για στρατιωτικούς σκοπούς. Όμως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 50% της παραγωγής απευθυνόταν στην πολιτική αγορά. Και αυτή ήταν παραγωγή πολυτελών ειδών: καπέλα, φορέματα, εσώρουχα, ακόμα και για εταιρείες που υπάρχουν και σήμερα και πωλούν εσώρουχα στην Πολωνία».
Η Σουλάι σημείωσε: «Τι συμβαίνει με τα προϊόντα όταν φεύγουν από την παραγωγή; Πρέπει να πωληθούν και, για να γίνει αυτό, πρέπει να παρουσιαστούν σωστά στους πελάτες. Στο γκέτο του Λοτζ, τον ρόλο των καταλόγων ανέλαβαν καλλιτεχνικά άλμπουμ, ενώ υπήρχαν και εκθεσιακά περίπτερα, ευφάνταστα διαμορφωμένα για να παρουσιάζουν τα προϊόντα, να αναδεικνύουν την ποιότητά τους και την ομορφιά τους. Όπως οι σελίδες ενός άλμπουμ ή ενός καταλόγου, έτσι και τα περίπτερα ήταν προσεκτικά σχεδιασμένα για να εντυπωσιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο, με υφάσματα, πινακίδες, κατασκευές και σκελετούς πάνω στους οποίους στηρίζονταν τα αντικείμενα, μανεκέν από καλλιτεχνικά λυγισμένο σύρμα, και διακοσμήσεις που στόχευαν να εντάξουν την έκθεση στην ιστορία του πολιτισμού και του πολιτισμικού πλαισίου, όπως για παράδειγμα το γύψινο άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου».
«Τέτοιες συνθέσεις στο γκέτο επισκέπτονταν τακτικά τόσο η εβραϊκή όσο και η γερμανική διοίκηση, καθώς και αξιωματούχοι και έμποροι από το Ράιχ. Προσπαθούσαν να κάνουν αυτές τις οπτικές αφηγήσεις όσο το δυνατόν πιο εκλεπτυσμένες και εντυπωσιακές. Η ζωή των κατοίκων του γκέτο και η ασφάλειά τους εξαρτιόνταν από την επιτυχία των πωλήσεων και τις παραγγελίες παραγωγής, τουλάχιστον αυτό πίστευε τότε ο Ρουμκόφσκι», προσθέτει η Καρολίνα Σουλάι.
Η προσφορά ενός επιπλέον μπολ σούπας όμως δεν σταματούσε τους θανάτους και την πείνα. Με μερίδες που συχνά ήταν λιγότερες από 600-800 θερμίδες την ημέρα, οι άνθρωποι αναγκάζονταν να τρώνε ό,τι έβρισκαν, ακόμα και φλοιούς δέντρων και φλούδες πατάτας. Οι ασθένειες εξαπλώνονταν γρήγορα στις συνθήκες υπερπληθυσμού και έλλειψης υγιεινής, ενώ η απουσία ιατρικής περίθαλψης και φαρμάκων σήμαινε πως ακόμα και απλές παθήσεις ήταν θανατηφόρες.
Η εργασία στα «υψηλής μόδας» τμήματα δεν προστάτευε τους εργάτες από τις εκτοπίσεις στα στρατόπεδα θανάτου. Από τον Ιανουάριο του 1942 μέχρι την εκκαθάριση του γκέτο τον Αύγουστο του 1944, η διαδικασία επιλογής για μεταφορά ήταν βίαιη και χαοτική, με τυχαίες εφόδους και συλλήψεις.
Η επιζήσασα Έβα Λιμπίτσκι θυμάται: «Ο Ρουμκόφσκι κατανοούσε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν. Έτσι σύναψε μια μοναδική συμφωνία με τους Γερμανούς, που ίσχυσε για τα επόμενα 4,5 χρόνια: πρότεινε το γκέτο, με τα πολλά εργοστάσια και τους ειδικευμένους τεχνίτες, να γίνει κέντρο παραγωγής για τις ανάγκες των Γερμανών. Πίστευε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να επιβιώσουμε. Αντιμέτωποι με την απειλή του θανάτου, γίναμε ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα του Ράιχ».
«Γιατί ένα τόσο καλά τεκμηριωμένο και σημαντικό θέμα που αφορά το γκέτο έχει παραμείνει εκτός του κυρίαρχου αφηγήματος για το Ολοκαύτωμα; Δυστυχώς, επειδή αντιλαμβανόμαστε τη μόδα σήμερα ως κάτι επιφανειακό και εμπορικό. Ο φακός της μόδας είναι ένας τρόπος να δούμε το γκέτο του Λοτζ με ακρίβεια και να αναγνωρίσουμε μια βασική διάσταση του πόνου του, καθώς και μια άγνωστη πτυχή του», λέει χαρακτηριστικά η Σουλάι.