Οι κόκκινες στολές ξαναμπήκαν, οι μάσκες του Νταλί φορέθηκαν και πάλι και μία από τις πλέον αγαπημένες συμμορίες στα τηλεοπτικά χρονικά των καιρών μας καθήλωσε εκατομμύρια τηλεθεατών στις οθόνες τηλεοράσεων, υπολογιστών ακόμα και κινητών. Ναι, το La Casa De Papel ήταν το απόλυτο must του καλοκαιριού.
Αν κληθούμε να απαντήσουμε σε κάποια βασικά ερωτήματα όπως «αν ήταν γοητευτική;», ή «αν είχε σπασπένς», ή ακόμα «αν παρέμεινε οξυδερκής και καταιγιστική;», η απάντηση θα ήταν ένα εμφατικό «ναι»! Στο κρίσιμο ερώτημα όμως εάν ένα τηλεοπτικό φαινόμενο όπως «Η Τέλεια Ληστεία» χρειαζόταν μία 3η σεζόν (πόσο μάλλον και μία 4η η οποία είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει) η απάντηση είναι «ναι μεν, αλλά…».
Ακούγεται κάπως «μεσοβέζικο» αλλά είναι απόλυτα ειλικρινές μιας και αν μπούμε καθαρά στο πετσί ενός φαν (και ο γράφων είναι τέτοιος) πρέπει να ομολογήσουμε ότι η 3η σεζόν ήταν κάποια σκαλοπάτια χαμηλότερα από τις 2 πρώτες. Οι οποίες παρεμπιπτόντως στο μυαλό αρκετών αποτελούν μία ενιαία δημιουργία μιας και η πλατφόρμα του Netflix σου επιτρέπει, εάν δεν έχεις πάρει χαμπάρι μία σειρά όταν κυκλοφορεί, και την ανακαλύψεις μετά από δύο, τρεις ή τέσσερις σεζόν με το πάτημα ενός κουμπιού να δεις όλα τα επεισόδια σερί χωρίς κάποιο χρονικό delay.
To ερώτημα που παραμένει αναπάντητο σε κάθε τέτοιου είδους περίπτωση είναι γιατί θα πρέπει μία σειρά να τελειώνει όπως θέλουμε; Και στο «όπως θέλουμε» βάζω τον καθένα και την καθεμιά μας. Οι τεράστιες προσδοκίες που εν τέλει επαληθεύονται ή καταρρίπτονται δεν αφορούν μόνο τους δημιουργούς ενός έργου. Αλλά και το φαντασιακό των δεκτών, δηλαδή εμάς των τηλεθεατών. Και γιατί εν τέλει θα πρέπει να υπάρχει κάποια απάντηση σε όλα. Στο τέλος της μέρας μιλάμε για διασκέδαση και κινηματογράφο (σε μορφή σειράς).
Σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι το κείμενο περιέχει spoiler.
Βρισκόμαστε περίπου δύο χρόνια μετά την «Τέλεια Ληστεία». Και αν υπάρξει κάποιος που είδε το τέλος με τους εναπομείναντες της συμμορίας να τα έχουν βάλει με το σύστημα και να έχουν φύγει με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό και να μην σκέφτηκε από μέσα του «ναι τώρα μάλιστα», μάλλον κοροϊδεύει τον εαυτό του.
Ο πλέον δυνατός χαρακτήρας της σειράς ο Προφεσόρ (Άλβαρο Μόρτε) έχει χωρίσει την ομάδα σε δυάδες και τους έχεις διασκορπίσει σε κάθε γωνιά του πλανήτη ώστε να φάνε τα λεφτά που έκλεψαν με όποιο τρόπο θέλουν. Τους έχει δώσει όμως και ένα εγχειρίδιο διαβίωσης με πρωτόκολλα ασφαλείας σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.
Και φυσικά πηγαίνει από το ζευγάρι που όλοι περιμέναμε. Τον Ρίο (Μιγκέλ Εράν) και την Τόκιο (Ούρσουλα Κορμπέρο). Ο χαρακτήρας της Τόκιο για τρεις σεζόν χτίζει πάνω στο δεδομένο ότι αποτελεί μία κινούμενη βόμβα για όλους. Ειδικά για όσους ήρθαν πολύ κοντά της.
Εδώ παρατηρείται το πρώτο μικρό στραπάτσο. Ένα ερασιτεχνικό λάθος από μεριάς του Ρίο οδηγεί στην σύλληψή του από την αστυνομία. Μία αστυνομία που μετά το διεθνές ρεζιλίκι που υπέστη στην ληστεία στο Εθνικό Νομισματοκοπείο της Ισπανίας θέλει τα μέλη της συμμορίας νεκρά ή ζωντανά.
Και η Τόκιο έχει τη μεγαλύτερη εμπλοκή γιατί νιώθει υπεύθυνη για αυτό που συμβαίνει. Και όταν συμβαίνει αυτό, συνήθως οι αποφάσεις που παίρνουμε είναι λάθος και βεβιασμένες. Εδώ μπαίνει ο Προφεσόρ όμως ο οποίος συνεχίζει να είναι ο «Πάτερ Φαμίλιας» της συμμορίας και ο οποίος για τον ίδιο ανεξήγητο λόγο που διάλεξε την Τόκιο στο πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν, επίσης ανεξήγητα θεωρεί ότι η σωτηρία του Ρίο (και της Τόκιο) πρέπει να φέρει ξανά την ομάδα μαζί. Με ό,τι κινδύνους και αν αυτό ελλοχεύει.
Αυτό που έκανε το La Casa De Papel να ξεχωρίσει ανάμεσα στις δεκάδες τέτοιου είδους σειρές που κυκλοφορούν ήταν η ιλιγγιώδης σεναριακή της πλοκή (με τα απίθανα λογικά άλματά της) και η εξέλιξη των χαρακτήρων της. Βασικά το πόσο ξεκάθαροι ήταν οι χαρακτήρες της.
Αδιαμφισβήτητος Mastermind o «Καθηγητής» με άξιο συνοδοιπόρο τον αδερφό του «Μπερλίν» (Πέδρο Αλόνσο). Μία larger than life περσόνα η οποία πατούσε πάντα πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Γνωρίζοντας ότι του μένουν ελάχιστα χρόνια ζωής. Ένας αμετανόητος μπον βιβέρ ο οποίος ήταν ο αρχηγός στο πεδίο της δράσης βγάζοντας έναν σχεδόν διεστραμμένο εαυτό.
Η ληστεία στο Νομισματοκοπείο ήταν σχεδιασμένη εξ’ ολοκλήρου από τον Καθηγητή. Μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και για αυτό προτιμήθηκε. Στην 3η σεζόν ωστόσο τίθεται σε λειτουργία το σχέδιο για τη «Ληστεία που θα επισκίαζε κάθε Ληστεία» που ήταν προϊόν του Μπερλίν. Το να μπουν στην Τράπεζα της Ισπανίας και να φύγουν με το απόθεμα μία χώρας σε χρυσό φαντάζει αδύνατο. Στην πραγματικότητα είναι και για αυτό ο Καθηγητής ήταν τόσο αντίθετος στο να γίνει.
Τα γεγονότα της σύλληψης του Ρίο όμως τον ανάγκασαν να παραβεί κάποιους κανόνες του. Και να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που περισσότερο είχε ως απώτερο σκοπό μία ξεκάθαρη εναντίωση με υλικούς όρους στο κράτος και τους θεσμούς του παρά με τον χρυσό αυτόν καθαυτό. Και δεν ήταν ο μόνος κανόνας που έσπασε ο Καθηγητής. Καθώς ενέπλεξε στα σχέδιά του και την ερωμένη του (πλέον) την πρώην επιθεωρήτρια της αστυνομίας Ρακέλ Μουρίγιο η οποία στη συμμορία ακούει στο όνομα «Λισαβόνα».
Αν δεχτούμε ότι για τα δεδομένα του Καθηγητή το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή «στο πόδι» τότε και η ίδια η εξέλιξη της σειράς μας αφήνει με κάποια κενά.
Οι νέοι χαρακτήρες, Παλέρμο, Μπογκοτά, Μαρσέιγ, Σιέρα με εξαίρεση την τελευταία που αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο, δεν μπορούν να μπουν στα παπούτσια των προκατόχων τους. Και με εξαίρεση τον Παλέρμο και την ανεκπλήρωτη (;) ερωτική σχέση που είχε με τον Μπερλίν όλοι οι υπόλοιποι… απλά εμφανίζονται.
Η ταχύτητα που διαδραματίζονται τα γεγονότα στην 3η σεζόν του La Casa De Papel είναι τέτοια που εν προκειμένω δεν λογίζεται στα θετικά της. Το χαρακτηριστικό δηλαδή που την έκανε ακαταμάχητη στις πρώτες δύο σεζόν εδώ αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της.
Υπάρχουν πολλά λογικά άλματα τα οποία, μπορούμε να δεχθούμε γιατί είναι μία σειρά δράσης, οπότε και η εξέλιξη της πλοκής θα είναι καταιγιστική. Ωστόσο ο δημιουργός Άλεξ Πινά και ο σκηνοθέτης Χεζούς Κολμενάρ προσπάθησαν μέσα σε 8 επεισόδια να χωρέσουν τις προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων και να εξηγήσουν πώς φτάσαμε στο σημείο μηδέν μέσα στην Τράπεζα της Ισπανίας.
Δεν θα σταθούμε τόσο στα σημεία που δεν τα κατάφεραν καθώς ο καθένας πρέπει να δει αυτή τη σειρά και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Εμείς είμαστε ταγμένοι στο πλευρό του Προφεσόρ οπότε οι «κακοτοπιές» που έπεσε η 3η σεζόν δεν μας πτόησαν ιδιαίτερα.
Ας μιλήσουμε όμως για την «αντικαταστάτρια» της Ρακέλ, την επιθεωρήτρια Σιέρα (Ναζουά Νίμρι). Μία ημίτρελη περσόνα, σαδίστρια και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Έτοιμη από καιρό να εφαρμόσει ακραία βασανιστήρια σε κρατουμένους και να καταπέσει σε κάθε ποταπό όπλο που μπορεί να έχει το κράτος για να τσακίσει κάποιον. Ο χαρακτήρας της για πολλούς ήταν ο θηλυκός καθρέφτης του Καθηγητή. Ήξερε κάθε του κίνηση και εν τέλει κατάφερε να τον οδηγήσει στο μοιραίο λάθος. Και το νοκ άουτ που του κάνει στο τελευταίο και φανταστικό επεισόδιο της 3ης σεζόν είναι το τέλειο cliffhanger για τους μήνες που θα περάσουν μέχρι την 4η σεζόν της σειράς.
Η Τέλεια Ληστεία κατάφερε να κάνει κάτι αρκετά δύσκολο. Κατάφερε να δημιουργήσει trademark. H τελευταία φορά που μία μάσκα έγινε σύμβολο ήταν την περίοδο του «V for Vendetta». Οι μάσκες του Νταλί υπάρχουν πλέον από μπλουζάκια και κούπες μέχρι coreo σε γήπεδα. Η πολιτική σύνδεση του V for Vendetta με την 3η σεζόν του La Casa De Papel είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Η συμμορία έχει με το πλευρό της την πλειοψηφία του κόσμου. Και σε αυτό ακριβώς πατάει η Σιέρα για να κάνει ρουά (ματ θα δούμε) στον Προφεσόρ.
Σεναριακά το flashback ως επεξήγηση δεν λειτουργεί πάντα στο σινεμά. Στην 3η σεζόν του Casa De Papel όμως είναι ένα από τα όπλα του γιατί με αυτόν τον τρόπο παίζει στη σειρά και ο δεύτερος πιο δυνατός χαρακτήρας της, εκείνος του Μπερλίν. Παρόλο που το φινάλε της 2ης σεζόν μας άφησε μία γλυκόπικρη γεύση με την θυσία του, στην 3η οι άνθρωποι της σειράς τον έχουν συμπεριλάβει κανονικά στην πλοκή. Και ας είναι νεκρός.
Η πλέον ενδιαφέρουσα εξέλιξη χαρακτήρα ωστόσο ήταν εκείνη της Ναιρόμπι (Άλμπα Φλόρες) η οποία μπορούμε να πούμε ότι πήρε τα ηνία από τον χαρακτήρα του Καθηγητή ο οποίος ήταν ελαφρώς υποβαθμισμένος σε σχέση με την κομβικότητα του ρόλου του στις σεζόν 1 και 2. Μία γυναίκα που παλεύει με τα προσωπικά της πάθη και τους δαίμονες που της έχουν κοστίσει την επαφή με το ίδιο της το παιδί.
Και αυτή θα είναι και η αχίλλειος πτέρνα της που θα ξεκινήσει και ένα ντόμινο καταιγιστικών και άσχημων εξελίξεων για την ζωή της και τη ζωή της συμμορίας.
Η 3η σεζόν του La Casa De Papel ήρθε για να δημιουργήσει τον ίδιο ντόρο με τους προκατόχους της. Όσοι θεωρούσαν ότι η καλύτερη σειρά της δεκαετίας έπρεπε να κατεβάσει ρολά στο no 2 επιβεβαίωσαν τις γραφές τους. Όσοι πάλι πιστεύουν ότι ήταν μία ηθελημένη κοιλιά για να ακολουθήσει το grand finale στην 4η σεζόν πάλι επιβεβαιώθηκαν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι 8 και κάτι ώρες που περάσαμε μπροστά από τις οθόνες μας δεν πήγαν στον κάλαθο των αχρήστων.