«Οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και κερδίζονται εύκολα», αυτό είχε αναρτήσει στο twitter το 2018 ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ. Έναν νέο οικονομικό πόλεμο πυροδότησε αυτή την εβδομάδα η κυβέρνηση Τραμπ, όταν επέβαλε δασμούς άνω του 100% στις εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα.

Ο Άνταμ Πόσεν, πρόεδρος του Peterson Institute for International Economics εξηγεί πως η κυβέρνηση Τραμπ πιστεύει ότι έχει αυτό που οι θεωρητικοί των παιγνίων αποκαλούν «κυριαρχία κλιμάκωσης» έναντι της Κίνας και κάθε άλλης οικονομίας με την οποία έχει διμερές εμπορικό έλλειμμα. Η κυριαρχία κλιμάκωσης, σύμφωνα με το RAND Corporation, σημαίνει ότι «ένας μαχητής έχει τη δυνατότητα να κλιμακώσει μια σύγκρουση με τρόπους που θα είναι μειονεκτικοί ή δαπανηροί για τον αντίπαλο, ενώ ο αντίπαλος δεν μπορεί να κάνει το ίδιο σε αντάλλαγμα».

Εάν η λογική της κυβέρνησης είναι σωστή, τότε η Κίνα, ο Καναδάς και οποιαδήποτε άλλη χώρα που θα προβεί σε αντίποινα κατά των αμερικανικών δασμών παίζει πράγματι ένα χαμένο χαρτί.

Όμως αυτή η λογική είναι λανθασμένη: η Κίνα είναι αυτή που έχει το πραγματικό πλεονέκτημα σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προμηθεύονται ζωτικής σημασίας αγαθά από την Κίνα, τα οποία δεν μπορούν να αντικατασταθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα ή να κατασκευαστούν εγχώρια με κόστος που να μην είναι απαγορευτικό.

Είναι λογικό η κυβέρνηση Τραμπ να θέλει να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα, σε φυσικούς πόρους ζωτικής σημασίας όπως οι σπάνιες γαίες. Ωστόσο, ο Πόσεν εξηγεί πως το να «πολεμήσει» κανείς τον τρέχοντα εμπορικό πόλεμο πριν το κάνει αυτό αναμφίβολα θα οδηγήσει σε τεράστιο κόστος και είναι μια «συνταγή» για σχεδόν βέβαιη ήττα.

Το Foreign Affairs γράφει πως οι ισχυρισμοί του επιτελείου Τραμπ είναι αβάσιμοι σε δύο σημεία. Πρώτον, σε έναν εμπορικό πόλεμο πλήττονται και οι δύο πλευρές, διότι και οι δύο χάνουν την πρόσβαση σε πράγματα που οι οικονομίες τους θέλουν και χρειάζονται και για τα οποία οι πολίτες και οι επιχειρήσεις τους είναι πρόθυμες να πληρώσουν.

Οι χώρες με συνολικό εμπορικό έλλειμμα, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ξοδεύουν περισσότερα από όσα εξοικονομούν και στην περίπτωση εμπορικών πολέμων αναγκάζονται να προβούν στη μείωση της προσφοράς πραγμάτων που χρειάζονται.

Κατά συνέπεια, ο αντίκτυπος γίνεται αισθητός σε συγκεκριμένες βιομηχανίες, τοποθεσίες ή νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις, μερικές φορές σε απαραίτητα είδη, ορισμένα από τα οποία είναι αναντικατάστατα βραχυπρόθεσμα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν ελλείψεις σε κρίσιμες εισροές που κυμαίνονται από βασικά συστατικά των περισσότερων φαρμακευτικών προϊόντων μέχρι φθηνούς ημιαγωγούς που χρησιμοποιούνται σε αυτοκίνητα και οικιακές συσκευές και κρίσιμα ορυκτά για βιομηχανικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής όπλων.

Συνολικά, τα αντίποινα της Κίνας, του Καναδά και της ΕΕ πλήττουν σχεδόν 90 δισεκατομμύρια δολάρια αμερικανικών εξαγωγών.

Το Πεκίνο επικεντρώθηκε κυρίως στα αγροτικά προϊόντα των ΗΠΑ, επιβάλλοντας δασμούς 15% σε προϊόντα όπως κοτόπουλο, σιτάρι και καλαμπόκι, καθώς και 10% σε σόγια, κρέας, φρούτα και άλλα αγροτικά προϊόντα. Ο Καναδάς, από την πλευρά του, έχει εφαρμόσει δύο σειρές δασμών: 25% σε διάφορα αγροτοδιατροφικά προϊόντα και ακόμη 25% σε προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου.

Δεύτερον όπως και η έναρξη ενός πραγματικού πολέμου, ένας εμπορικός πόλεμος θέτει σε κίνδυνο και τις «δυνάμεις του εσωτερικού».

Ο ρεπόρτερ του Foreign Policy, Κελθ Τζόνσον, γράφει πως κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ η σχετικά μικρή αύξηση των θέσεων εργασίας στα χαλυβουργεία που έφερε ο προστατευτισμός αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την απώλεια περισσότερων από 75.000 θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης και στην υπόλοιπη οικονομία.

Η Alcoa, ένας μεγάλος παραγωγός αλουμινίου, προειδοποιεί ότι αυτή τη φορά οι δασμοί θα μπορούσαν να κοστίσουν στην αμερικανική οικονομία 100.000 θέσεις.

Εν ολίγοις, η αμερικανική οικονομία θα υποφέρει πάρα πολύ σε έναν μεγάλης κλίμακας εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.

Η κυβέρνηση Τραμπ, σύμφωνα με τον Πόσεν, ξεκινά ένα οικονομικό ισοδύναμο του πολέμου του Βιετνάμ – έναν πόλεμο επιλογής που σύντομα θα καταλήξει σε τέλμα, υπονομεύοντας την πίστη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τόσο στην αξιοπιστία όσο και στην ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών.