Ακόμη μία επιφανής Ελληνίδα επιστήμονας της διασποράς διακρίνεται στο εξωτερικό – και δη στις ΗΠΑ, καταλαμβάνοντας μάλιστα μια από τις μεγαλύτερες (ίσως την μεγαλύτερη) που μπορεί να λάβει ένας γιατρός στη χώρα.
Η Εθνική Ακαδημία Ιατρικής των ΗΠΑ εξέλεξε λοιπόν πριν λίγο καιρό ως νέο μέλος της την Ελίζα Κονοφάγου, καθηγήτρια Βιοϊατρικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Η εκλογή της 50χρονης έγινε, σύμφωνα με το σκεπτικό της Ακαδημίας, για τις καινοτομίες της Ελληνίδας ερευνήτριας στο πεδίο των θεραπευτικών υπερήχων και γενικότερα των τεχνολογιών ιατρικής απεικόνισης και των σχετικών κλινικών εφαρμογών τους στις καρδιαγγειακές και νευροεκφυλιστικές παθήσεις, τον καρκίνο κ.ά.
Η δρ. Κονοφάγου είναι ανάμεσα στα 90 νέα τακτικά μέλη που εξέλεξε φέτος η Ακαδημία. Η εκλογή στην Ακαδημία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες διακρίσεις στο πεδίο της Ιατρικής. Τα νέα μέλη εκλέγονται από τα παλαιότερα με βασικό κριτήριο τη συνεισφορά τους στην πρόοδο των βιοϊατρικών επιστημών. Τα μέλη της Ακαδημίας ξεπερνούν πλέον τα 2.200 στις ΗΠΑ.
Ποια είναι η ελληνίδα ερευνήτρια
Αφού αποφοίτησε το 1989 από τη Βαρβάκειο Σχολή, η δρ. Κονοφάγου σπούδασε Χημεία και Φυσική στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού 6 [Universite de Paris VI], έλαβε το δίπλωμά της το 1992 και κατόπιν έκανε μεταπτυχιακό στο Κολλέγιο Imperial του Λονδίνου ενώ πήρε το διδακτορικό της στη Βιοϊατρική Μηχανική το 1999 από το Πανεπιστήμιο του Χιούστον στο Τέξας.
Ακολούθησαν μεταδιδακτορικές σπουδές στην Ιατρική Σχολή του Harvard, όπου και έγινε λέκτορας, ενώ το 2003 εκλέχθηκε επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Βιοϊατρικής Τεχνολογίας στη Σχολή Μηχανικών και Εφαρμοσμένων Επιστημών, όπως και επίσης στο τμήμα Ακτινολογίας του πανεπιστημίου Columbia κατέχοντας τιμητικές θέσεις και στις δύο σχολές.
Στο ενεργητικό της έχει περισσότερες από 210 δημοσιεύσεις και 450 παρουσιάσεις σε διεθνή συνέδρια, καθώς και πλήθος βραβεύσεων, όπως από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ιατρικών Υπερήχων και την Ακτινολογική Εταιρεία Βόρειας Αμερικής.
Σήμερα διευθύνει το Εργαστήριο Υπερήχων και Ελαστικής Απεικόνισης του πανεπιστημίου Κολούμπια και είναι μέλος του νέου Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ) της Ελλάδας.
Όπως παραδέχεται η ίδια, «η επιστήμη μπήκε στη ζωή μου από μικρή ηλικία. Σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι και οι δύο γονείς μου είναι διδάκτορες, ο πατέρας μου χημικός μηχανικός και η μητέρα μου οικονομολόγος και από μικρά παιδιά εγώ και ο αδελφός μου αναλύαμε μαζί τους πλήθος επιστημονικών θεμάτων. Καταλυτικής σημασίας ήταν για μένα ένα ταξίδι που έκανα με τη μητέρα μου στις ΗΠΑ όταν ήμουν 12 ετών για δικούς της ερευνητικούς λόγους. Επισκεφθήκαμε το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και το ΜΙΤ όπου εκεί για πρώτη φορά έμαθα την ύπαρξη του πεδίου της Βιοϊατρικής Μηχανικής. Με μάγεψε αμέσως αφού συνταίριαζε τη Μηχανική με την προσφορά στον πληθυσμό μέσω ιατρικών εφαρμογών. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή. Στα 12 μου ήξερα τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα».
Υπεύθυνη για μια ιατρική «επανάσταση»
Η ελληνίδα καθηγήτρια βραβεύτηκε με την ύψιστη αυτή τιμή καθώς τον περασμένο Μάρτιο ήταν επικεφαλής της πρώτης αναίμακτης επέμβασης με χρήση υπερήχων σε ασθενή με Αλτσχάιμερ.
Η επέμβαση που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία σε μια ηλικιωμένη γυναίκα με Αλτσχάιμερ στη Νέα Υόρκη, ανοίγει το δρόμο σε αυτή τη νέα μέθοδο που θα αρχίσει να εφαρμόζεται και σε ασθενείς με ανίατες νευρολογικές παθήσεις όπως το Πάρκινσον, καρδιακές αρρυθμίες, αλλά και στη θεραπεία του καρκίνου του μαστού.
Φυσικά, ο δρόμος προς αυτήν την επιτυχία δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, καθώς η ομάδα της δρος. Κονοφάγου κατάφερε να αποδείξει έμπρακτα την ασφάλεια της μεθόδου μετά από 15 χρόνια εντατικών ερευνών και εφαρμογής σε πειραματόζωα.
Ωστόσο, το κέρδος πλέον είναι τεράστιο, καθώς η νέα αυτή μέθοδος έχει πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα επειδή δεν εμπλέκει καμία χειρουργική επέμβαση ή οποιαδήποτε άλλη επεμβατική τεχνική.
Η νέα αυτή μέθοδος, η οποία έχει ήδη λάβει την έγκριση του Αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και έχει δημοσιευτεί και στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», απέδειξε ότι μπορεί να βοηθήσει και στην αντιμετώπιση της καρδιακής αρρυθμίας έχοντας συμπληρωματικό ρόλο. Σήμερα, η κύρια διαγνωστική τεχνική είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα το οποίο όμως δεν είναι πάντα ακριβές.
Τέλος, και όσον αφορά στην εφαρμογή της καινούργιας μεθόδου και στην χώρα μας, η ελληνίδα ερευνήτρια τόνισε εμφατικά πως «η Ελλάδα, μια χώρα που έχει τις σωστές προδιαγραφές για κλινικές μελέτες εφαρμογών καινοτομικών τεχνικών, θα ήταν μία από τις ιδανικές χώρες για να υιοθετηθεί μια τέτοια ευέλικτη και αποτελεσματική μέθοδο», καταλήγοντας παράλληλα με νόημα πως «μόλις ολοκληρώσουμε το πρώτο στάδιο διαπίστωσης και διευθέτησης του προφίλ ασφαλείας της μεθόδου μας σε ασθενείς, ευελπιστούμε να αρχίσουμε μελέτες και στην χώρα μας».