Γραφεία ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ (Ελληνική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά) στην Πανεπιστημίου, 29/10/2021, 12.30: «Το πρωί του Σαββάτου σηκώθηκα κανονικά, άναψα ένα τσιγάρο και τότε βλέπω ένα αστυνομικό τζιπάκι να ανεβαίνει πάνω τον καταυλισμό» αρχίζει να περιγράφει τις στιγμές πριν μάθει την είδηση για τον θάνατο του παιδιού του, ο Γιάννης Σαμπάνης, πατέρας του 18χρονου Ρομά, ο οποίος σκοτώθηκε από αστυνομικούς στην πασίγνωστη πια καταδίωξη των 13 χιλιομέτρων από το Αιγάλεω στο Πέραμα. Ο ίδιος συνεχίζει την αναδρομή στο νωπό ακόμα στη μνήμη του πρωινό του Σαββάτου της 23ης Οκτωβρίου.
«Οι αστυνομικοί ρώτησαν πρώτα έναν ξάδερφο μου που μένω. Είχε έρθει ο διοικητής του τμήματος. Μου λέει: ‘’πρέπει να μας ακολουθήσεις λίγο στο τμήμα’’. Πάμε στο τμήμα στον Ασπρόπυργο. Στην αρχή μου είπαν ότι έχουν κρατήσει τον γιο μου στην ΓΑΔΑ. Πάω στην ΓΑΔΑ, δίνω την κατάθεσή μου και αφού έβαλα την υπογραφή μου, μού είπαν: ”αν σου δείξουμε κάτι μπορείς να τον γνωρίσεις;” Γυρίζει την οθόνη προς τα εμένα και μου λέει: ”τον γνωρίζεις αυτόν;’‘ Λέω ”ναι, είναι ο γιος μου ο Νίκος”. Μετά μου έδειξαν μια πιο μικρή φωτογραφία της ταυτότητας. Είπα και πάλι ότι αυτός είναι ο γιος μου. Και εκεί μου λέει: ”Τα συλλυπητήρια μου, ο γιος σου έχει πεθάνει”. Αρχίζω και φωνάζω: ‘‘δολοφόνοι”. Έχω χάσει 19 χρονών παλικάρι, με δύο παιδιά και ένα στην κοιλιά, τρία. Η γυναίκα του, η Τασούλα είναι 4 μηνών έγκυος. Εγώ γεννήθηκα το 1974. Είμαι παλιατζής. Μου ζητάνε συχνά χαρτιά οι αστυνομικοί, λένε ”δεν είσαι νόμιμος” και απαντώ ότι είμαι παλιατζής και συνεχίζω τη δουλειά μου. Tι άλλο να κάνουμε;».
Ο κος Σαμπάνης κάθεται δίπλα από την νύφη του,Τασούλα, την μητέρα του Άννα και την γυναίκα του, Μαρία. Δίπλα του ο άλλος του γιος, ο Μιχάλης, οι δύο γιοι του αδερφού του, ο Μπάμπης και ο Σταύρος αλλά και τα δύο ορφανά από πατέρα εγγόνια του.
Είναι όλοι μαυροφορεμένοι εκτός από τα μικρά – το ένα μόλις έξι μηνών. Κάθονται απόλυτα αξιοπρεπείς μέσα στη βαθιά θλίψη τους, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους σε μια αίθουσα πιο επίσημη, προετοιμαζόμενοι να μιλήσουν σε μια συνέντευξη τύπου για ένα θέμα που έχει αρχίσει να τους ξεπερνά, μιας και έχει πια μετατραπεί, όπως τονίζουν οι συνήγοροι της οικογένειας, σε θέμα ευρύτερα κοινωνικό, σε θέμα συστημικό μιας και αφορά την αστυνομική αυθαιρεσία και το μόνο που τονίζουν όλη την ώρα είναι το εξής: «θέλουμε μια δικαιοσύνη».
Ρωτάμε τον κο Σαμπάνη τι έγινε εκείνη την ημέρα που ο γιος του έφυγε από τον συνοικισμό και κατέληξε νέκρος σε αυτή την αιματηρή καταδίωξη. «Ο Νίκος είχε φύγει από την Παρασκευή το απόγευμα στις 17.00. Μου είπε ”δώσε μου 2 ευρώ να πάω να πάρω ένα σουβλάκι” στο σουβλατζίδικο μέσα στο συνοικισμό».
«Το παιδί μας δεν κλέβει, δούλευε στο συνεργείο ενός Πακιστανού για 20 ευρώ. Έφτιαχνε αυτοκίνητα» λέει και η γιαγιά του 19χρονου, κα Άννα και συμπληρώνει: «Για να ταΐσει τα δύο παιδιά του και το τρίτο που έχει η γυναίκα του στην κοιλιά του». Όπως εξηγεί η μητέρα του Νίκου Σαμπάνη, η κα Μαρία, ο Νίκος είχε βγάλει την πρώτη γυμνασίου και μετά έκανε οικογένεια, τρία παιδιά. «Έχουμε συνηθίσει εμείς τα Ρομά και παντρευόμαστε μικροί» λέει ο Μπάμπης. Η νύφη τους κάθεται αμίλητη όλη αυτή την ώρα, χαμένη στις σκέψεις για την νέα πραγματικότητα που θα ζήσει ως χήρα στα 18 της μόλις χρόνια.
«Πολλά τα ψέματα» λέει κι ο Σταύρος, ο έτερος ξάδερφος και τονίζει αυτό το κομμάτι μέσα στα πυκνά γεγονότα που τους έχει κάνει ίσως τη μεγαλύτερη εντύπωση από όλα: «Περίμεναν τους αστυνομικούς έξω από τα δικαστήρια και λέγανε ”ήρωες”, ”ήρωες‘‘. Αγκαλιάζουν τα παιδιά τους έξω από το δικαστήριο. Εμείς που δεν μπορούμε να τον αγκαλιάσουμε τι μπορούμε να πούμε; Γιατί να μη μας πουν ένα συγγνώμη αυτοί οι αστυνομικοί; Θέλουμε να φτάσουμε το θέμα μέχρι το Ευρωπαϊκό δικαστήριο».
Ότι το λευκό Hyuandai ήταν κλεμμένο, η οικογένεια δεν το αρνείται. Αυτό που λένε όμως είναι το εξής: «Να τους βάζανε φυλακή. Τώρα τον βάλανε στο χώμα. Τα μητρώα τους είναι καθαρά».
Λίγο πριν ξεκινήσει η συνέντευξη τύπου με τους δικηγόρους της οικογένειας, Αλεξάνδρα Καραγιάννη και Θανάση Καμπαγιάννη, την Βούλα Δημητριάδου, δικηγόρο των δύο Ρομά που βγήκαν ζωντανοί από την καταδίωξη και τον Ηλία Γιαννόπουλο, νομικό σύμβουλο της ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ, ο Θανάσης Καμπαγιάννης, εμψυχώνει την οικογένεια σαν να προετοιμάζει αθλητές πριν βγουν στο ρινγκ. Προσπαθεί να τους εξοικειώσει με τον δημοσιογραφικό κόσμο που θα αντικρίσουν σε λίγο, να τους εξηγήσει πως υπάρχει ο δρόμος να διεκδικήσουν τη δικαιοσύνη που θέλουν και και ότι έχουν το δικαίωμα να το κάνουν.
Λίγο αργότερα, όταν η συνέντευξη ξεκινήσει, ο κος Καμπαγιάννης θα πει ανάμεσα σε άλλα: «Σκυλί να σου έχει επιτεθεί δεν ρίχνεις 36 σφαίρες. Οι 36σφαίρες δείχνουν μίσος. Αντί για τις ρόδες του αυτοκινήτου οι σφαίρες βρήκαν τον θώρακα του Νίκου Σαμπάνη και του προκάλεσαν τρία διαμπερή τραύματα. Ρωτάμε: η ζωή του γιου ενός παλιατζή δεν έχει αξία;».
Να σημειωθεί εδώ ότι η πλευρά των αστυνομικών έχει τους δικούς της ισχυρισμούς στην υπόθεση. Οι αστυνομικοί υποστηρίζουν πως δεν είχαν ανθρωποκτόνο δόλο αλλά βρέθηκαν σε νόμιμη άμυνα. Στο καυτό θέμα των ντοκουμέντων που είδαν το φως της δημοσιότητας και σύμφωνα με τα οποία το κέντρο της ΕΛ.ΑΣ δίνει πολλές φορές την εντολή στους αστυνομικούς να σταματήσουν την καταδίωξη αλλά αυτοί δεν το πράττουν, ο δικηγόρος τους Αλέξης Κούγιας λέει ότι οι πελάτες του εν μέσω της οχλαγωγίας δεν άκουσαν κάτι. Την ώρα του συμβάντος όπως είπε, θα ήταν αδύνατον να ακούσουν κάτι. Για τον 14χρονο, που δήλωσε πως ήταν ο ίδιος ο οδηγός του οχήματος– όπως υποστηρίζουν και οι οικογένειες των Ρομά αλλά αρνούνται οι αστυνομικοί- ο κος Κούγιας λέει πως ο 14χρονος διαφέρει ως προς το ύψος και το σωματότυπο του ατόμου που είδαν οι αστυνομικοί να διαφεύγει. Τέλος, σχετικά με το πόρισμα για την καταδίωξη, αυτό παραδόθηκε την Παρασκευή (29/10) στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Παναγιώτη Θεοδωρικάκο, από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας Αντιστράτηγο Μιχαήλ Καραμαλάκη. Ένα από τα στοιχεία του είναι πως τρεις από τους επτά αστυνομικούς έριξαν τις 32 από τις 38 σφαίρες. Με βάση το πόρισμα, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, θα ανακοινώσει τη Δευτέρα 1 Νοεμβρίου σχέδιο μέτρων και κατευθύνσεων για την Ελληνική Αστυνομία.
Η (αόρατη) ζωή μέσα στον καταυλισμό
29/10, 16:00, στον καταυλισμό των Ρομά στο Σοφό Ασπρoπύργου:
Η είσοδος στον καταυλισμό στην άκρη της πόλης μοιάζει με ξαφνική μεταφορά στον άνυδρο πλανήτη Άρη. Σα να έχει περάσει μόλις ένας τυφώνας και να τα έχει σπάσει όλα σε μικρά κομμάτια και να τα έχει διασκορπίσει σε μια μεγάλη έκταση. Το μόνο που «φύεται» ολόγυρα είναι τα σκουπίδια. Οι εικόνες είναι σκληρές, οι δρόμοι ανύπαρκτοι, οι περισσότερες παράγκες από ευτελή αλουμίνια, δύο παλούκια και πλαστικούς μουσαμάδες, έτοιμες να πέσουν στο πρώτο φύσημα του αέρα.
Οι εικόνες αλλάζουν μόνο όταν πλησιάζουμε σε ένα κεντρικό σημείο του συνοικισμού, σε ένα χώρο σαν κοινόχρηστο καφενείο με εσωτερική αίθουσα. Γύρω στους 100 Ρομά όλων των ηλικιών έχουν συγκεντρωθεί για να τελέσουν το μνημόσυνο των 7 ημερών από τον θάνατο του Νίκου Σαμπάνη. Το συγκεκριμένο έθιμο έχει μεγάλη σημασία για τους Ρομά.
Τα τραπέζια στη σειρά έχουν τυλιχθεί με μαύρες κορδέλες, οι γυναίκες ετοιμάζουν τηγανίτες για να σερβίρουν στον κόσμο μαγειρεύοντας αυτοσχέδια στο πάτωμα με μια γκαζιέρα, σε ποτήρια κρασιού σερβίρονται αναψυκτικά. Τα παιδιά τρέχουν και γελούν. Το πένθος εδώ γιορτάζεται με έναν τρόπο. Στα πηγαδάκια των ενηλίκων μια είναι η ερώτηση: «θα τα καταφέρουμε να βρούμε το δίκιο μας;»
Ο κος Σαμπάνης περιγράφει τη ζωή στον μάλλον πιο παρατημένο συνοικισμό Ρομά σε όλο το λεκανοπέδιο. «Στην οικογένεια μου περνάμε και λίγη δυστυχία, μπορεί καμιά φορά να μην είχαμε να φάμε ένα κομμάτι ψωμί αλλά δεν είχαμε αυτό το πράγμα που έχουμε τώρα (σ.σ εννοεί με το θάνατο του παιδιού του). Ήμασταν καλά».
Ο ίδιος εξηγεί πως σε αυτό τον καταυλισμό οι Ρομά μένουν εδώ και είκοσι χρόνια. Τα πρώτα δέκα, βρισκόταν πιο χαμηλά στο ύψος της Αττικής Οδού, αλλά στη συνέχεια όπως λένε οι ίδιοι, η δημοτική αρχή του Ασπρόπυργου τους «έσπρωξε» πιο πάνω, προς το βουνό, σε μια προσπάθεια, όπως λένε οι ίδιοι, να τους «κρύψει» κάτω από το χαλί.
«Είμαστε πολύ συνοικισμοί στην Αττική- Νέα Ζωή, Διυλιστήρια, Χαλάνδρι, Πέραμα» εξηγεί ο κος Σαμπάνης και συνεχίζει: «Εδώ μένουμε 300 άτομα περίπου. Δεν έχουμε ούτε ρεύμα, ούτε νερό. Έχουμε λίγο φως με καλώδια που συνδέουμε σε μπαταρίες. Μαγειρεύουμε στο γκάζι. Αφού δεν έχουμε ρεύμα, το φαγητό το φτιάχνουμε νωρίς. Τρώμε και τέλος η ημέρα μετά. Νερό κουβαλάμε με μπιτόνια από μια βρύση κάτω. Τα παιδιά στον συνοικισμό πάνε στα σχολεία του δήμου. Έρχονται και τα παίρνουν λεωφορεία. Για τα τεστ για τον κορονοϊό έχουν έρθει μερικές φορές λεωφορεία στον συνοικισμό και μας έχουν κάνει. Αλλά για τα εμβόλια δεν έχουν έρθει. Κανείς δεν μας έχει πει τι να κάνουμε με αυτό. Εμείς θέλουμε να εμβολιαστούμε».
Ένας φίλος του κου Σαμπάνη λέει με τη σειρά του: «Όταν έρχεται το κρύο είναι δύσκολα. Μες στο χιόνι βγαίνουμε έξω με τα πόδια να πάρουμε τρόφιμα για τα μωρά σε ένα μαγαζί ένα χιλιόμετρο πιο μακριά. Όταν γίνονται ζημιές από τον καιρό σε άλλα μέρη το κράτος πηγαίνει. Σε εμάς δεν πατάει κανείς το πόδι του, δεν είμαστε άνθρωποι εμείς;»
Στο θέμα της ταφής του Νίκου Σαμπάνη η αίσθηση του αόρατου για την πολιτεία ανθρώπου εντάθηκε ακόμα περισσότερο. «Πήγαμε να θάψουμε τον αδερφό μου στο νεκροταφείο του Ασπρόπυργου που είναι κοντά μας και δεν μας έδωσε την άδεια o δήμαρχος γιατί λέει ότι δεν είναι δημότης» περιγράφει ο Μιχάλης, αδερφός του νεκρού 18χρονου και συνεχίζει: « ”Ούτε και όταν είμαστε πεθαμένοι δεν μπορείτε να κάνετε αυτό;’‘ είπαμε του δημάρχου. Τελικά πήγαμε στο Σχιστό με τους μπαλαμούς».
Όσο για τις διαμαρτυρίες των Ρομά που ξέσπασαν αμέσως μετά την αιματηρή καταδίωξη και διαρκούν για μια εβδομάδα τώρα ο κος Σαμπάνης λέει: «Σε Πάτρα, Καλαμάτα, Θεσσαλονίκη, Αγρίνιο διαμαρτύρονται παντού οι Ρομά. Στο δικό μας συνοικισμό τους έχω πει εγώ προσωπικά να μην κάνουν φασαρίες. Δεν θέλουμε να κάνουμε ζημιές και φασαρίες, θέλουμε όμως να βρεθεί μια λύση στο θέμα της δικαιοσύνης».
Αποχαιρετώντας τους ανθρώπους στον καταυλισμό, ο Σωτήρης Σαμπάνης, αδερφός του κου Γιάννη μας ρωτάει ξανά για τον δικηγόρο της οικογένειας και του εξηγούμε πως είναι αυτός που υπερασπίστηκε την οικογένεια του Παύλου Φύσσα ενάντια στην Χρυσή Αυγή. Η πληροφορία τον ενθουσιάζει. « Ο Θεός να την έχει καλά την μητέρα του. Αυτή την γυναίκα την ευχαριστούμε όλοι όσοι είμαστε τσιγγάνοι. Είναι ηρωίδα».