Η αρχαία Σπάρτη, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευρώτα στη Λακωνία στο νότιο ανατολικό μέρος της Πελοποννήσου, έχει μείνει γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη στρατιωτική δύναμή της, την πειθαρχία της και το μεγάλο αριθμό των δούλων της. Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης οφειλόταν στο σύστημά της Αγωγής που είχε επιβάλει η νομοθεσία του Λυκούργου, κάτι που ήταν μοναδικό στην Αρχαία Ελλάδα.
Επίσης ο σπαρτιατικός στρατός ήταν, σύμφωνα με ιστορικούς, η πιο τρομερή πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου. Μια πραγματική πολεμική μηχανή με απίστευτη πειθαρχία και εκπαίδευση που κατάφερνε πολύ καλά επί αιώνες να καλύπτει το μεγαλύτερο και βασικότερο ελάττωμά της, που βεβαίως δεν ήταν άλλο από την αριθμητική της σύσταση καθώς ήταν ανέκαθεν λιγοστοί. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες φορούσαν πάντα κόκκινο μανδύα, γιατί κάλυπτε το αίμα εάν πληγώνονταν και επίσης, κατά το Λυκούργο, τρόμαζε κατά κάποιον τρόπο τον αντίπαλο. Στις μάχες οι Σπαρτιάτες οπλίτες δεν φορούσαν σανδάλια, αλλά πήγαιναν ξυπόλητοι, ώστε να διατηρείται πιο σταθερή η φάλαγγα. Στη Σπάρτη υπήρχε η αντίληψη ότι οι στρατιώτες έπρεπε να γυρίσουν από τη μάχη νικητές ή πεθαμένοι, αν και δεν υπήρχε νόμος που καταδίκαζε αυτούς που εγκατέλειπαν τη μάχη, αλλά αυτοί τότε περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία.
Τώρα όμως έρχεται ένας ιστορικός και συγγραφέας να καταρρίψει την περιρρέουσα αυτή άποψη περί της στρατιωτικής ανωτερότητας των Σπαρτιατών. Όπως αναφέρει ο Μίκι Κολ στο βιβλίο του «The Bronze Lie: Shattering the Myth of Spartan Warrior Supremacy» («Το χάλκινο ψέμα: Καταρρίπτοντας τον μύθο της υπεροχής του σπαρτιάτη πολεμιστή»), ο μύθος της πολεμικής υπεροχής της Σπάρτης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο θρυλικό κατόρθωμα του Λεωνίδα, βασιλιά της Σπάρτης και ήρωα της περίφημης Μάχης των Θερμοπυλών το 480 π.Χ., σύμφωνα με άρθρο του περιοδικού του Smithsonian Institution.
Όπως είναι γνωστό, σε εκείνη την μάχη ο περσικός στρατός με τους μυριάδες στρατιώτες συνέτριψε τους περίπου 7.000 Έλληνες – εκ των οποίων οι 300 ήταν Σπαρτιάτες, δηλαδή ο Λεωνίδας και οι άντρες του, οι οποίοι πολέμησαν μέχρι θανάτου, καθώς αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να υποχωρήσουν. «Αυτό το μοναδικό επεισόδιο αυτοθυσίας και γενναιότητας έχει σκιάσει εδώ και αιώνες την αντίληψη που έχουμε για την πραγματική Σπάρτη», γράφει ο Κολ, προσθέτοντας εμφατικά: «Στην πραγματικότητα, οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαν να είναι δειλοί και διεφθαρμένοι, όπως και άλλοι αρχαίοι Έλληνες και θα μπορούσαν να παραδοθούν ή να φύγουν. Ο μύθος, εξάλλου, του υπερπολεμιστή ενισχύθηκε πρόσφατα χάρη στα ειδικά εφέ της επικής ταινίας «300» (2006), στην οποία τον Λεωνίδα, 60 ετών τη στιγμή της μάχης, υποδύεται ο 36άρης Τζέραρντ Μπάτλερ, δημιουργώντας μια ψευδή εικόνα για τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Στην πραγματικότητα ήταν κι εκείνοι άντρες με σάρκα και οστά, που έκαναν λάθη».
Αδικούνται έτεροι σπαρτιάτες βασιλείς
Ο Κολ στη συνέχεια αναφέρεται σε πολλούς σπουδαίους πολιτικούς και στρατιωτικούς της Σπάρτης που επίσης θα έπρεπε να μνημονεύονται μέχρι σήμερα εξίσου όπως ο Λεωνίδας: Λόγου χάρη, ο Αγησίλαος Β’, ο οποίος κάνοντας διάφορους περίτεχνους στρατιωτικούς ελιγμούς εναντίον των δυνάμεων του Άργους, της Αθήνας και της Μαντινείας, κατάφερε να νικήσει στη Μάχη της Μαντινείας το 418 π.Χ.
Ή ο Καλλικρατίδας, ναύαρχος κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.), ο οποίος χάρη στον στρατιωτικό ρεαλισμό του κατάφερε να εξασφαλίσει από τη Μίλητο την απαραίτητη χρηματοδότηση για τον σπαρτιατικό στόλο, αν και αυτός υπέπεσε σε ένα τραγικό λάθος στην πορεία, καθώς στη Ναυμαχία των Αργινουσών (406 π.Χ.) διέταξε το πλοίο του να εμβολίσει τους Αθηναίους, «μια ανόητη κίνηση που οδήγησε στη νίκη των αθηναϊκών δυνάμεων και στον δικό του θάνατο».
Ωστόσο, η πιο σαφής και κατηγορηματική διάψευση του μύθου του σπαρτιάτη (ημι)βάρβαρου πολεμιστή, υποστηρίζει ο Κολ, βρίσκεται στη Μάχη της Σφακτηρίας (425 π.Χ.) και στους 120 εκλεκτούς Σπαρτιάτες οι οποίοι, όταν οι Αθηναίοι τους περικύκλωσαν, αναγκάστηκαν να παραδοθούν αντί να νικήσουν ή να πεθάνουν. «Αυτοί οι Σπαρτιάτες, όχι ιδιαίτερα καλύτεροι ή χειρότεροι από άλλους αρχαίους πολεμιστές, είναι μερικοί μόνο από τα πολλά παραδείγματα που αποκαλύπτουν την πραγματική εικόνα του σπαρτιατικού στρατού. Και αυτή η ανθρώπινη πλευρά είναι που κάνει τον πραγματικό Σπαρτιάτη συγγενή με άλλους πολεμιστές, ακόμη και συμπαθή, με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ο Λεωνίδας».
Η περίπτωση του Βρασίδα
Ειδική μνεία κάνει ο Κολ, τέλος, και στον Βρασίδα, ο οποίος διακρίθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου για τις στρατηγικές του ικανότητες, ένας στρατιωτικός που, όπως υποστηρίζει, «ήταν πάντα προσεκτικός στο πεδίο της μάχης και κατόρθωνε να επιβιώνει μαθαίνοντας από τα λάθη του».
Το 425 π.Χ. κατά τη διάρκεια της επίθεσης του σπαρτιατικού στόλου στα αθηναϊκά οχυρά της Πύλου, ο τότε τριήραρχος Βρασίδας έριξε κατά λάθος το πλοίο του στα βράχια πέφτοντας μόνος του κατευθείαν στην αγκαλιά των Αθηναίων. Τραυματισμένος ων, λιποθύμησε ενώ η ασπίδα του έπεσε στη θάλασσα, κάτι που στον στρατιωτικό κώδικα της αρχαίας πόλης ισοδυναμούσε με ταπείνωση. Όταν επέστρεψε στην Σπάρτη, τον υποδέχτηκαν με τόση περιφρόνηση, αλλά εκείνος δε «μάσησε»: αντί να αυτοκτονήσει, ως όφειλε, σύμφωνα με τον στρατιωτικό κώδικα, αρνήθηκε να θέσει τέλος στην ζωή του. Ανασυντάχτηκε, διεκδίκησε ξανά μια στρατιωτική θέση και τον επόμενο χρόνο κατέλαβε μια σειρά από πόλεις, που είχαν συμμαχήσει με την Αθήνα επικεφαλής 700 ειλώτων της Σπάρτης, ένας σχηματισμός που έμεινε στην ιστορία ως οι «Βρασίδειοι» (Άντρες του Βρασίδα). Με αυτούς κατάφερε και κατέκτησε τα Μέγαρα και στη συνέχεια βάδισε βόρεια, καταλαμβάνοντας τα Στάγειρα και την Αμφίπολη, που έμεινε στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος στρατιωτικός θρίαμβός του καθώς έκανε κάτι αδιανόητο για τα ειωθότα της Σπάρτης: πρόσφερε στους κατοίκους της Αμφίπολης την δυνατότητα να φύγουν από την πόλη μαζί με τα υπάρχοντά τους και την υπόσχεση να μην λεηλατήσει τον πλούτο όσων θα έμεναν.
«Αυτή η απίστευτα ριψοκίνδυνη κίνηση θα μπορούσε να αμαυρώσει τη φήμη του Βρασίδα, κάνοντάς τον να φανεί αδύναμος. Και σίγουρα έρχεται σε αντίθεση με τον μύθο του σπαρτιάτη πολεμιστή, που χλεύαζε με στόμφο τις διπλωματικές κινήσεις και τιμούσε τη νίκη στη μάχη πάνω από όλα. Αλλά λειτούργησε και η Αμφίπολη πέρασε στην σφαίρα επιρροής της Σπάρτης», υπερτονίζει ο Κολ, καταλήγοντας με νόημα:
«Ο Βρασίδας ήταν αυτός που ανακάλυψε ότι η νίκη μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα χωρίς καν να δοθεί μια μάχη. Ο Βρασίδας είναι πολύτιμος για τους ιστορικούς γιατί απεικονίζει την ανθρώπινη πλευρά των πραγματικών πολεμιστών της Σπάρτης. Τα ανθρώπινα πλάσματα, αυτά που κάνουν λάθη και μαθαίνουν από αυτά, είναι και αυτά που μπορούν να επιτύχουν πραγματικά σπουδαία πράγματα. Και αυτό είναι το καλύτερο μάθημα που μπορεί να μας διδάξει η αληθινή ιστορία της Σπάρτης και να μας εμπνεύσει».