Η υπογεννητικότητα αποτελεί ένα από τα πιο ανησυχητικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν πολλές σύγχρονες κοινωνίες, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου είναι πολυδιάστατες και συνδέονται άρρηκτα με κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες.

Ο Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) και καθηγητής Δημογραφίας μιλάει στο Newsbeast, εξηγώντας διεξοδικά τους παράγοντες που οδηγούν στη μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα νέα ζευγάρια στην απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια. Η συζήτηση επικεντρώνεται στην οικονομική αβεβαιότητα, το υψηλό κόστος ανατροφής των παιδιών στη χώρα μας, τις έμφυλες διακρίσεις και την έλλειψη ενός αποτελεσματικού συστήματος πρόνοιας, το οποίο καθιστά τις συνθήκες για την οικογένεια δύσκολες και αποθαρρυντικές.

Μωρό

-Ποιες είναι οι κύριες αιτίες της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα;

Τα νέα ζευγάρια κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά σε σχέση με όσα έκαναν οι γονείς τους και, κυρίως, πολύ λιγότερα από όσα θα ήθελαν να αποκτήσουν. Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι η επιθυμία για απόκτηση παιδιών είναι μεγάλη, αλλά μικρότερη σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Αξίζει να σημειωθεί πως, για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός μιας χώρας, κάθε οικογένεια θα πρέπει να αποκτά κατά μέσο όρο πάνω από δύο παιδιά. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, τα νεότερα ζευγάρια δηλώνουν ότι επιθυμούν να κάνουν περισσότερα από δύο παιδιά. Ωστόσο, σε χώρες όπως η Ελλάδα, καταλήγουν να αποκτούν αριθμό παιδιών σημαντικά χαμηλότερο από αυτόν που επιθυμούν. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί.

Πώς επηρεάζει η οικονομία τις αποφάσεις των νέων για τη δημιουργία μιας οικογένειας;

Είναι πολλαπλοί οι παράγοντες που συμβάλλουν στο να μη θέλει ένα ζευγάρι στις μέρες μας να δημιουργήσει οικογένεια. Αρχικά, το κόστος ενός παιδιού σε σχέση με τα εισοδήματα -όχι απόλυτα, αλλά αναλογικά- είναι πολύ υψηλό. Το κόστος της γέννησης και του μεγαλώματος ενός παιδιού είναι εξαιρετικά μεγάλο σε σύγκριση με τα εισοδήματα, συγκριτικά με άλλες χώρες όπου αυτό το κόστος είναι σαφώς μειωμένο και διαχειρίσιμο.

Επιπλέον, στη χώρα μας, αν δούμε τους δείκτες και τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών, παρατηρούμε ότι υπάρχουν ακόμη ισχυρές έμφυλες διακρίσεις, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο. Στις χώρες όπου τα ζευγάρια καταφέρνουν να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, τέτοιες διακρίσεις δεν είναι τόσο έντονες. Το βασικό βάρος για το μεγάλωμα των παιδιών το φέρει -δυστυχώς- ακόμη η γυναίκα. Επομένως, οι ρόλοι των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια δεν είναι και τόσο ίσοι τελικά, όποια μορφή και αν έχει αυτή η οικογένεια (εντός γάμου, εκτός γάμου, με σύμφωνο συμβίωση, κτλ.). Ακόμα και σήμερα -παρόλο που δεν είμαστε στο 1930 και έχουν αλλάξει κάποια πράγματα- συνεχίζει να φέρει τη βασική ευθύνη, το βασικό βάρος η γυναίκα, η οποία ταυτόχρονα, λόγω και της έλλειψης κράτους-πρόνοιας για τους ηλικιωμένους, φέρει και το κύριο βάρος για τη φροντίδα των γονιών της.

Τα τελευταία 4-5 χρόνια, αυτό το ήδη δυσμενές περιβάλλον έγινε ακόμα πιο δύσκολο εξαιτίας της στεγαστικής κρίσης. Αν δεν υπάρχει ένα διαθέσιμο σπίτι από τους γονείς, οι επιλογές του νέου ανθρώπου είναι περιορισμένες. Η μία περίπτωση είναι ότι συνεχίζει να ζει με τους γονείς του μέχρι τα 35-40. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά συγκατοίκησης νέων 35-40 ετών με τους γονείς τους. Η άλλη περίπτωση είναι ότι θα ψάξει να βρει σπίτι, του οποίου το κόστος φυσικά είναι δυσανάλογο με το εισόδημά του. Άρα όσο πιο χαμηλό είναι το εισόδημα, τόσο πιο δύσκολο είναι κάποιος να κάνει παιδί, μεταφέροντας για αργότερα τη δημιουργία οικογένειας. Όσο αργότερα μεταφέρει τη δημιουργία οικογένειας τόσο πιο δύσκολο είναι να κάνει τον αριθμό των παιδιών που επιθυμεί, γιατί υπάρχουν και οι βιολογικοί παράγοντες.

Πώς επηρεάζει η εργασιακή αβεβαιότητα τη δημιουργία οικογένειας; Αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα;

Στη χώρα μας οι νέοι -και οι προηγούμενες γενιές- αλλά κυρίως οι νέοι βιώνουν μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον. Όταν κάποιος σκέφτεται να δημιουργήσει οικογένεια, δεν εξετάζει μόνο το παρόν, αλλά κοιτάζει και προς το μέλλον για τον ίδιο και τα παιδιά του. Δυστυχώς στη χώρα μας «ο ήλιος» δεν είναι και τόσο λαμπερός, είναι μάλλον γκρίζος. Οπότε τα νέα ζευγάρια στέκονται σε έναν γκρίζο ορίζοντα, παράγοντας που είναι σίγουρα αποτρεπτικός για τους ίδιους.

Επίσης, οι επισφαλείς θέσεις εργασίας και τα χαμηλά εισοδήματα δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση και επομένως την απόφαση να κάνει κάποιος οικογένεια και παιδιά. Η έλλειψη ενός κράτους-πρόνοιας είναι τόσο μεγάλη στην Ελλάδα που, αν τύχει σε κάποιον γονέα να χάσει τη δουλειά του, να αρρωστήσει, ή αν τύχει κάτι στα παιδιά του, δεν υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας. Φυσικά, σε καμία χώρα δεν υπάρχει πλήρες δίχτυ ασφαλείας, αλλά υπάρχουν κάποιες διαβαθμίσεις. Αντίθετα, στις χώρες όπου τα ζευγάρια βρίσκονται σε πιο ευνοϊκή θέση καταφέρνουν να αποκτήσουν αριθμό παιδιών πιο κοντά σε αυτόν που επιθυμούν. Σε αυτές τις χώρες, το περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί έχει διαμορφωθεί με ένα πλέγμα υποστηρικτικών μέτρων και συνδυασμών που διευκολύνουν αυτή την απόφαση.

Υπάρχουν σημαντικές ασυμβατότητες ανάμεσα στην εργασιακή και την οικογενειακή ζωή, πολύ περισσότερο συγκριτικά με άλλες χώρες. Ωστόσο, το μέλλον παραμένει αβέβαιο. Ακόμα και στις χώρες που παρέχουν ένα πολύ ευνοϊκό περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας, όπως οι βόρειες χώρες (π.χ. Σουηδία), αναδύονται νέες τάσεις. Πρόσφατα, όλο και περισσότεροι νέοι σε αυτές τις χώρες αποφασίζουν να μην κάνουν παιδιά, όχι λόγω του περιβάλλοντος που προσφέρει η χώρα τους για τη δημιουργία οικογένειας, αλλά εξαιτίας της κλιματικής κρίσης. Πιστεύουν ότι η γέννηση ενός παιδιού θα επιβαρύνει τον πλανήτη, ο οποίος καταστρέφεται, και ότι το παιδί τους θα αφήσει ένα τεράστιο οικολογικό αποτύπωμα. Στη χώρα μας, αυτή η τάση δεν έχει εκδηλωθεί ακόμη. Αν αυτές οι τάσεις εξελιχθούν πολύ σε αυτές τις χώρες, θα αποκτήσουν και εκείνοι πρόβλημα υπογεννητικότητας κάποια στιγμή.

Κλιματική κρίση

Πώς η αστικοποίηση και οι έντονοι ρυθμοί της καθημερινότητας συμβάλλουν στην υπογεννητικότητα; Σε ποιους νομούς παρατηρείται το μεγαλύτερο πρόβλημα;

Εμείς ως δημογράφοι, έχουμε κάποιους δείκτες με τους οποίους μετράμε την ένταση της υπογεννητικότητας, δηλαδή μετράμε τον μέσο αριθμό παιδιών. Αν κοιτάξουμε λοιπόν στην Ελλάδα, θα παρατηρήσουμε ότι οι διαφορές μεταξύ του αστικού και του επαρχιακού περιβάλλοντος δεν είναι τόσο μεγάλες. Φυσικά, υπάρχουν νομοί οι οποίοι δεν είναι πολύ αστικοποιημένοι, αλλά έχουν πολύ χαμηλούς δείκτες. Η αστικοποίηση παίζει έναν ρόλο, αλλά όχι τον καθοριστικό. Ακόμα και σε κάποιες επαρχιακές περιοχές, όπου η ζωή θεωρητικά θα διευκόλυνε την τεκνοποίηση, οι γεννήσεις παραμένουν λίγες. Για παράδειγμα, οι νομοί με λιγότερη αστικοποίηση, όπως η Ευρυτανία, η Άρτα και η Πρέβεζα, έχουν πολύ χαμηλούς δείκτες.

Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και κάποια νησιά της Κρήτης έχουν καταφέρει να διατηρήσουν μια δημογραφική ισορροπία, που τις τοποθετεί σε καλύτερη θέση από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο τουρισμός, όπως είναι φυσικό, παίζει σημαντικό ρόλο. Στους τουριστικούς προορισμούς, το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι υψηλότερο, ενώ η εργασία στον τουριστικό τομέα προσφέρει συνήθως μεγαλύτερη ευελιξία. Έτσι, η ασυμβατότητα μεταξύ εργασιακής και οικογενειακής ζωής δεν είναι τόσο μεγάλη στις τουριστικές περιοχές, αφού, αν και υπάρχει αδιαμφησβήτητα ένταση στη δουλειά, αυτή δεν διαρκεί για 12 συνεχόμενους μήνες, όπως στα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα, σε αυτές τις περιοχές δεν υπάρχει ένα υπερ-αστικοποιημένο περιβάλλον. Υπάρχουν μικροί δήμοι στους οποίους είναι πιο ευχάριστο να μεγαλώσει κάποιος ένα παιδί. Επιπλέον, αν κάποιος κατάγεται από έναν τέτοιο τόπο και έχει τους γονείς του δίπλα, η δημιουργία οικογένειας είναι ακόμα πιο εύκολη, ενώ στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, με την εσωτερική μετανάστευση των τελευταίων 50 χρόνων δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει κάποιος εύκολα να μεγαλώσει μόνος ένα παιδί, σύμφωνα πάντα με τις υπάρχουσες συνθήκες. Μόνο ένας μικρός αριθμός ανθρώπων που κάνει παιδιά στα αστικά κέντρα, έχει τους γονείς τους από δίπλα, σε μία απόσταση συμβατή.

Υπάρχουν πολιτικές που δοκιμάστηκαν για την καταπολέμηση της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα και δεν απέδωσαν;

Οι πολιτικές που δεν ήταν αποτελεσματικές είναι οι επιδοματικές πολιτικές. Σε χώρες που εφαρμόστηκαν αντίστοιχα μέτρα με επιδοματικό χαρακτήρα, όπως και στην Ελλάδα, δεν απέδωσαν, αφού δεν συνδυάστηκαν με ισχυρές παρεμβάσεις σε άλλους τομείς για να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τα νέα ζευγάρια. Επομένως, τα επιδόματα από μόνα τους, χωρίς δράσεις όπως η μείωση του κόστους ανατροφής παιδιών, η εξάλειψη της ασυμβατότητας μεταξύ εργασιακής και οικογενειακής ζωής, η καταπολέμηση των έμφυλων διακρίσεων, η ενίσχυση της ασφάλειας για το μέλλον, η ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και η επίλυση του στεγαστικού προβλήματος, δεν έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα και επιβαρύνουν το δημόσιο ταμείο. Για παράδειγμα, το μέτρο του 2000 που αύξανε τις παροχές για κάθε επιπλέον παιδί είχε κόστος ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε έξι χρόνια, χωρίς να προσφέρει ουσιαστική λύση.

Αυτές οι πολιτικές δεν παράγουν αποτελέσματα, γιατί λείπουν οι ισχυρές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να αναστρέψουν τις αρνητικές συνθήκες για τις οικογένειες. Αν υπήρχαν όλα τα υπόλοιπα μέτρα, τα επιδόματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά από μόνα τους σίγουρα δεν αρκούν. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, αλλά είναι κοινό συμπέρασμα της διεθνούς εμπειρίας.

Ηλεκτρονικό πορτοφόλι

-Ποιες είναι οι χώρες-πρότυπα που διαθέτουν ευνοϊκό κλίμα για τη δημιουργία οικογένειας;

Στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόλις 10 χώρες διαθέτουν ευνοϊκό κλίμα για τη δημιουργία οικογένειας και παρέχουν ένα ισορροπημένο περιβάλλον για τα νέα ζευγάρια. Ανάμεσά τους, βρίσκονται η Ισλανδία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ολλανδία και οι σκανδιναβικές χώρες. Καθεμία από αυτές τις χώρες ακολουθεί διαφορετικό μείγμα μέτρων στους άξονες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, μερικές δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε έναν τομέα και λιγότερη σε άλλον. Ωστόσο, όλες καταφέρνουν να επιτύχουν μία ισορροπία, σε ικανοποιητικό ποσοστό. Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών είναι ότι τα άτομα που γεννήθηκαν το 1980, για παράδειγμα, καταφέρνουν να αποκτήσουν έναν αριθμό παιδιών που πλησιάζει το επιθυμητό για τους ίδιους, έστω και αν είναι λίγο μικρότερος. Από τη διεθνή εμπειρία, γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε ως χώρα για να μειώσουμε την
υπογεννητικότητα.