Ένα από τα διασημότερα προϊόντα της Αμερικής, ήταν ίσως η χίμαιρα του Αμερικανικού Ονείρου. Μια χίμαιρα πολυσύνθετη και συγκεκριμένη που όμως εκφυλίστηκε… Σε αυτήν ακριβώς την χίμαιρα διεισδύει και ο Φίλιπ Ροθ με το Μυθιστόρημά του «Αμερικάνικο Ειδύλλιο». Ο Σίμουρ Λιβόρ ενηλικιώνεται στη μεταπολεμική Αμερική του θριάμβου και της ευημερίας. Αλλά ό, τι αγαπάει χάνεται στην παράκρουση των ταραγμένων χρόνων της δεκαετίας του ’60, τότε που ακόμα και ο πιο καλοπροαίρετος πολίτης στέκει ανίκανος να αποφύγει το σαρωτικό κύμα της ιστορίας. Μια ιστορίας που έρχεται αντιμέτωπη με την πτώση που ακολουθεί την άνοδο ενός «καλότυχου λαού», μιας ιστορίας που έρχεται αντιμέτωπη με την συντριβή ενός άντρα παρά την ιδεατή και ισορροπημένη ζωή του …
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
«Ο Σουηδός. Στα χρόνια του πολέμου όταν ήμουν ακόμα μαθητής του δημοτικού, το όνομα αυτό ήταν μαγικό στη γειτονιά μας στο Νιούαρκ, ακόμα και για τους μεγάλους που τους χώριζε μόνο μια γενιά από το παλιό γκέτο της Πρινς Στριτ και δεν είχαν ακόμα εξαμερικανιστεί τόσο ώστε να μένουν άναυδοι με τα κατορθώματα ενός αθλητή του λυκείου. […] Ο Σουηδός έλαμπε με την παρουσία του ως εντ στο ποδόσφαιρο, σέντερ στο μπάσκετ και πρώτος στο μπείζμπολ…»
Ο Νέιθαν Ζούκερμαν, αναπολεί τα παιδικά του χρόνια σ τη γενέθλια πόλη του, το Νιούαρκ στο Νιου Τζέρσι. Αφορμή για τη βύθισή του αυτή στο μακρινό παρελθόν αποτελεί η γραπτή πρόσκληση σε γεύμα από το νεανικό του είδωλο, τον Σίμουρ Λίβοβ, ή αλλιώς τον Σουηδό, το πρότυπο της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
«Αγαπητέ Σκιπ Ζούκερμαν
Ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση που ενδεχομένως θα σου προκαλέσει το γράμμα μου . Μπορεί να θυμάσαι τη συνάντησή μας στο στάδιο Σέι. Ήμουν με τον μεγάλο μου γιο […] Σου γράφω για να σε ρωτήσω αν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάποια στιγμή να μιλήσουμε[…]»
Το παρατσούκλι «Σουηδός», παρέπεμπε στα σκανδιναβικά χαρακτηριστικά του Σίμουρ, που δύσκολα φανέρωναν την εβραϊκή καταγωγή του. Ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια και επιδερμίδα λευκή. Ο Σουηδός , προικισμένος με ένα ρωμαλέο σώμα υπεύθυνο για τις αξιοθαύμαστες επιδόσεις του στα παραδοσιακά αμερικάνικα αθλήματα, ξορκίζει την εμπλοκή της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την οποιαδήποτε υπόνοια πως κάποια περήφανα νιάτα θα επιστρέψουν τσακισμένα και ανεπαρκή, αταίριαστα με τη γενική ευδαιμονία. Διώχνει μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις του οικονομικού «κραχ» και της κατάρρευσης. Φιλτράρει την αντίληψη της αμερικανό-εβραϊκής κοινότητας περί ταυτότητας, μια αντίληψη βασισμένη στην αντιφατικότητα του να θέλει να δείχνει κανείς αμερικάνος προσπαθώντας επίμονα να αποτάξει την εικόνα του αμερικάνου.
Ο Σουηδός είναι σε κάθε πτυχή της ζωής του όλα όσα θέλουν οι υπόλοιποι να είναι. Είναι στυλοβάτης και στιβαρός, χωρίς να είναι αλαζόνας και ποζερός. Ενσαρκώνει όλες τις επιθυμίες και αρετές που επιβάλλει η απλοϊκότητα. Είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας, έχει αθλητικά τρόπαια , ρεκόρ που δαφνοστεφανώνουν τα νεανικά του χρόνια, είναι οικογενειάρχης, τρία αγόρια μια όμορφη 40χρονη δεύτερη σύζυγο.
«Όλο περίμενα να αποκαλύψει κάτι περισσότερο απ’ όλα τούτα στα οποία δεν μπορούσε κανείς να αντιτάξει τίποτα, αλλά ό,τι βγήκε στην επιφάνεια ήταν σκέτη επιφάνεια. Η ύπαρξή του σκεφτόμουν είναι σκέτη πεζότητα- ο άνθρωπος ακτινοβολεί ολόκληρος από δαύτη»
Διαθέτει την κοινωνική ευγένεια που δεν δείχνει προσποιητή διότι όντως δεν είναι. Διαθέτει και μία σαρωτική αισιοδοξία για ένα μέλλον μονίμως ευοίωνο, μακριά από δυστυχίες κι ανατροπές. Είναι αγαπητός και υπεύθυνος, χωρίς να αναλύει σε βάθος αυτά που του συμβαίνουν. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Αφού όλα όσα του συμβαίνουν είναι ακριβώς αυτά που θα όφειλαν να του συμβούν.
Κατά τη διάρκεια όμως του γεύματός τους, λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του από καρκίνο, ο Λίβοβ μοιάζει απρόθυμος να εξηγήσει τον λόγο της συνάντησής τους. Η ανασύνθεση της ζωής του θα γίνει λίγο αργότερα, όταν κατά την συμμετοχή του Ζούκερμαν σε μια συνεύρεση παλιών συμμαθητών συναντά τον αδερφό του.
Ο «Σουηδός» Λίβοβ ως ευσυνείδητος νεαρός άφησε τη βολή του και εν μέσω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχτηκε στους Πεζοναύτες. Με τη λήξη του πολέμου δεν ακούει τις σειρήνες για μια λαμπρή καριέρα ως παίκτης του μπέιζμπολ κι επιστρέφει φιλότιμα στον τόπο του ώστε να αναλάβει τη διοίκηση του εργοστασίου κατασκευής γαντιών που με πολλούς κόπους είχε χτίσει ο πατέρας του. Αργότερα ερωτεύεται και παντρεύεται την όμορφη Ντον, τη Μις Νιου Τζέρσι της χρονιάς, και κάνει μαζί της μια χαριτωμένη κόρη, τη Μέρι. Η Μις Νιου Τζέρσι, αποτελεί άλλωστε το ιδανικό συμπλήρωμα του Σουηδού μαζί με με την Μέρι και την πέτρινη αγροικία που ζουν.
Η μικρή αποτελεί το καμάρι όλης της οικογενείας, παρά την ύπαρξη ενός μικρού προβλήματος: η Μέρι δεν μιλάει κανονικά, τραυλίζει. Με την πάροδο των ετών το τραύλισμα της μοναδικής τους κόρης γίνεται το επίκεντρο της οικογενειακής τους ζωής, μειονέκτημα που το ζευγάρι προσπαθεί να ξεπεράσει με όποιο μέσο τους παρέχει το φιλελεύθερο οπλοστάσιό τους. Έτσι όλοι περιμένουν την Μέρι να σταθεί στο ύψος των βιολογικών και κληρονομικών απαιτήσεων, ισότιμη της τελειότητας των προγόνων της.
«Ήταν μεγάλος και γεναιόδωρος κι έτσι τον ψήσανε στα κάρβουνα, όλοι οι ανυπόφοροι. Ανικανοποίητος πατέρας, ανικανοποίητες σύζυγοι, κι αυτή η μικρή φόνισσα η κόρη του, αυτό το τέρας η Μέρι. Αυτόν τον βράχο που ήταν κάποτε ο Σίμουρ […]Η ζωή του τινάχτηκε στον αέρα μ’ εκείνη την βόμβα. Το πραγματικό θύμα εκείνης της βόμβας ήταν αυτός».
Παρόλα αυτά εν μέσω του αντιπολεμικού κινήματος της δεκαετίας του ’60 η Μέρι αγνοεί τις νουθεσίες του πατέρα της και στρατεύεται στη δική της επανάσταση. Τι μπορεί να πήγε στραβά στη ζωή του ανθρώπου πάνω στον οποίο είχαμε προβάλει όλοι τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες μας, και κατ επέκταση τι μπορεί να συνέβη σε τούτη τη χώρα στην οποία επενδύσαμε όλοι τις καλύτερες προσδοκίες μας;
«Άγνωστο πως η κόρη του φυτεύει μια βόμβα πίσω από τη θυρίδα του ταχυδρομείου, η βόμβα σκάει και τινάζει στον αέρα όλο το μπακάλικο. Και σκοτώνει και τον τύπο το γιατρόπου μόλις είχε σταματήσει να ρίξει το γράμμα του στο κουτί. Αντί γραφική Αμερική. Καλημέρα πραγματικέ χρόνε»…
Ένας άνθρωπος πέφτει νεκρός από την έκρηξη, η Μέρι εξαφανίζεται , ο πατέρας της την αναζητά, η μητέρα της κλίνεται σε ψυχιατρείο για ένα διάστημα, την ώρα που ολόκληρη η χώρα καταρρακώνεται από βομβιστικές και φυλετικές συγκρούσεις.
Πέντε χρόνια αργότερα πατέρας και κόρη συναντιούνται ξανά, αλλά τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Η Μέρι, ταγμένη σε μια ακραία ινδουιστική σέχτα, έχει μεταμορφωθεί σε ένα ημιζώντανο σκιάχτρο που κρύβεται σε ένα βρώμικο εγκαταλελειμμένο υπόγειο.Το ηθικό ρήγμα, αυτός ο εχθρός, έχει πλέον περάσει μέσα στον καθένα τους… και το ερώτημα παραμένει «μα τι το κακό είχε η ζωή τους»;
Αντιμετωπίζοντας με σεβασμό όσους πίστεψαν σε μια ζωή με όρια, σε μια αδιασάλευτη τελειότητα ενός οικείου κόσμου, όπου έφτανε μονάχα να αγωνιστείς, να δουλέψεις και να αγαπήσεις για να κατακτήσεις την ευτυχία, πολλοί χαρακτήρισαν το Αμερικάνικο Ειδύλλιο σαν μια καταγραφή της αποσάθρωσης του περιβόητου American dream. Στην πραγματικότητα όμως ίσως είναι η σκοτεινή πλευρά του κάθε ονείρου. Η πεποίθηση πως, αν ένα όνειρο δεν διακοπεί, στο τέλος πάντα καταλήγει σε εφιάλτη. Με μόνη ειδοποιό διαφορά πως η συνέχεια του εφιάλτη, αυτή που συνηθέστερα επιλέγουμε να χάνουμε ξυπνώντας, είναι εκεί παρούσα κι ολοζώντανη, το ίδιο και οι επιπτώσεις της…
Ο ειρωνικός τίτλος που επιλέγει ο Ροθ , όπως και το ίδιο το μυθιστόρημα, είναι δογματικά προσηλωμένο στις έννοιες του λάθους και της αστοχίας, συνιστώσες που βρίσκονται πάντα στο προσκήνιο χωρίς ποτέ να βρίσκουν τις διορθώσεις τους… Ένα συνεχές γαϊτανάκι διαψευσμένων προσδοκιών, λανθασμένων αποφάσεων και παραπλανημένων σκέψεων που διογκώνονται σε ένα περιβάλλον που η δυστυχία και η θλίψη δεν είναι παρά απροσδόκητα ατυχήματα. Σαν ο αφηγητής να ανοίγει την πόρτα που οδηγεί στο χάος του πρωταγωνιστή κλείνοντάς την με κρότο πίσω του μια για πάντα… σαν να θέλει να αποδείξει πως το να ζεις δεν είναι αρκετό για να αποφύγεις τον θάνατο.
Τα γεγονότα και οι ακραίες ενέργειες, είναι πάντα ικανά στο διαλύσουν μια ουτοπία που ποτέ δεν περιλαμβάνει δυσάρεστες σκέψεις… Άνθρωποι πεθαίνουν άδικα. Άνθρωποι έλκονται από ανθρώπους, τους οποίους φαινομενικά απεχθάνονται. Άνθρωποι πληγώνονται, παρανοούν, καταρρέουν, συνθλίβονται. Άνθρωποι αναρωτιούνται και ουρλιάζουν σιωπηλά «γιατί;», δίχως να παίρνουν από πουθενά απάντηση. Ο πόλεμος του Βιετνάμ, η ριζοσπαστικοποίηση των late 60’s, το Watergate, η σεξουαλική απελευθέρωση, η μετάλλαξη της αμερικάνικης οικονομίας, η αστική μεταμόρφωση με πρωταγωνιστές παρόντες – απόντες και μια βασανιστική απορία στο επίκεντρο όλων. Κορύφωση αποτελεί μια και μόνο μέρα, μια μέρα που αποδομεί τα πάντα, σε ένα τραπέζι που σερβίρεται η τρέλα, η τραγωδία και η ύβρις χωρίς να γνωρίζει κανείς ποια είναι και χωρίς καμία κάθαρση να περιμένει τον αναγνώστη ή τους ήρωες στο τέλος… με το ερώτημα του τι πήγε στραβά να παραμένει.
Το Αμερικανικό ειδύλλιο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1997 και χάρισε στον Philip Roth το βραβείο Πούλιτζερ για το 1998.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»