Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μετά την απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αυξήσει στο ιλιγγιώδες ποσοστό του 125% τους δασμούς όλων των κινεζικών προϊόντων που εισέρχονται στη χώρα του. Οι δύο οικονομικές υπερδυνάμεις συγκρούονται από τις αρχές του μήνα με τη διαμάχη να επηρεάζει καθημερινά τιμές προϊόντων, ισοτιμίες νομισμάτων, και χρηματιστήρια. Από την Ουάσιγκτον ως το Πεκίνο, και από τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Νέας Υόρκης έως τις γραμμές παραγωγής της Σεντζέν, κάθε οικονομική απόφαση μεταφράζεται σε μία ακόμη κίνηση στο γεωοικονομικό «σκάκι» των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Η κάθε πλευρά κρατά ισχυρά «χαρτιά», αλλά έχει και ευάλωτα σημεία, σε μια κόντρα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού εν τέλει θα οδηγήσει.
Ωστόσο, δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών φαίνεται πως υπάρχει – αλίμονο εάν δεν υπήρχε. Ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει τώρα ότι ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ του τηλεφώνησε και ότι η κυβέρνησή του συνομιλεί με το Πεκίνο με στόχο συμφωνία για τους δασμούς. «Δεν νομίζω ότι αυτό αποτελεί ένδειξη αδυναμίας εκ μέρους του», ανέφερε πάντως ο κ. Τραμπ. Το δε Πεκίνο πάντως Πεκίνο αμφισβητεί αυτό που η Ουάσινγκτον χαρακτηρίζει «συνομιλίες». Ο Τραμπ ανέφερε ακόμα στο TIME ότι εξακολουθεί να είναι πεπεισμένος ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι και ότι θα θεωρούσε «απόλυτη νίκη» αν οι ΗΠΑ εξακολουθούσαν να έχουν δασμούς ύψους 50% στις ξένες εισαγωγές σε ένα χρόνο από τώρα. Ας δούμε τι προκύπτει από τη σύγκρουση των δύο «γιγάντων».
Οικονομικά μεγέθη με αντίθετες τροχιές

Η αμερικανική οικονομία παραμένει η ισχυρότερη παγκοσμίως με ΑΕΠ ύψους 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024. Οι ΗΠΑ διατηρούν επίσης ρυθμό ανάπτυξης 2,8%, ωστόσο η επιβράδυνση είναι ορατή. Οι νέες εκτιμήσεις για το 2025 είναι ακόμα πιο συντηρητικές, με τον οίκο αξιολόγησης S&P να τοποθετεί την ανάπτυξη στο 1,9%. Η Κίνα, από την άλλη, συνεχίζει να «τρέχει» πιο γρήγορα: το ΑΕΠ της έφτασε τα 18,5 τρισεκατομμύρια δολάρια και παρουσίασε ρυθμό ανάπτυξης 5,1% το 2024, ενώ οι φετινές προβλέψεις από τη Goldman Sachs την φέρνουν στο 4,5%. Αν και πιο ευέλικτη, η κινεζική οικονομία αρχίζει να δείχνει και εκείνη πάντως σημάδια κόπωσης, λόγω εξωτερικών πιέσεων και εσωτερικών μετασχηματισμών.
Η κατανάλωση ως ατμομηχανή και τα κρατικά μέτρα στήριξης

Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βασίζονται στον καταναλωτισμό. Οι δαπάνες των Αμερικανών νοικοκυριών αποτελούν το 66% του ΑΕΠ, και το τελευταίο τρίμηνο του 2024 έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ, με 16,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η δύναμη της εσωτερικής ζήτησης παραμένει το πιο ισχυρό στοιχείο της αμερικανικής οικονομίας.
Στην Κίνα, η κρατική παρέμβαση είναι πιο εμφανής. Το Πεκίνο ακολουθεί διαφορετική στρατηγική, προσπαθώντας να μετασχηματίσει το οικονομικό της μοντέλο, ώστε να μειώσει την εξάρτησή του από τις εξαγωγές. Η ενίσχυση της κατανάλωσης, που έφτασε το 44,5% του ΑΕΠ, υποστηρίζεται από τεράστια πακέτα στήριξης άνω των 10 τρισεκατομμυρίων γουάν (περίπου 1,5 τρισ. δολάρια), ενώ νέα μέτρα είναι ήδη σε προγραμματισμό.
Κρατικές ενισχύσεις και βιομηχανική κυριαρχία

Η Κίνα διατηρεί την ανταγωνιστικότητά της όχι μόνο μέσω παραγωγικής ισχύος, αλλά και μέσω επιθετικής βιομηχανικής πολιτικής. Επιδοτεί σε μεγάλη κλίμακα στρατηγικούς τομείς, όπως οι μπαταρίες, τα ηλεκτρικά οχήματα και η τεχνολογία. Το 2020, οι άμεσες και έμμεσες κρατικές ενισχύσεις ανήλθαν σε 248 δισ. δολάρια (περίπου το 1,7% του ΑΕΠ της δηλαδή). Ταυτόχρονα, περισσότερα από 1.800 κρατικά ελεγχόμενα επενδυτικά ταμεία έχουν κινητοποιήσει πάνω από 900 δισ. δολάρια, με στόχο να ενισχύσουν την εγχώρια καινοτομία και να εξασφαλίσουν την κυριαρχία της Κίνας σε αναδυόμενες τεχνολογίες. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα. Η Κίνα διατηρεί θετικό ισοζύγιο σχεδόν με κάθε χώρα με την οποία εμπορεύεται. Το 2024, το συνολικό εμπορικό της πλεόνασμα ξεπέρασε το 1 τρισ. δολάρια. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι με τις ΗΠΑ, το πλεόνασμα έφτασε τα 361 δισ., και με την Ευρωπαϊκή Ένωση στα 247 δισ. δολάρια.
ΗΠΑ: Δασμοί, υποτίμηση και φυγή επενδυτών

Απέναντι σε αυτή την ασύμμετρη κατάσταση, οι ΗΠΑ έχουν προχωρήσει σε επιβολή δασμών, περιορισμούς στις επενδύσεις, και σε μια γενικότερη προσπάθεια «αναχαίτισης» της κινεζικής επέκτασης. Ωστόσο, οι συνέπειες δεν είναι πάντα ευνοϊκές για την ίδια την αμερικανική οικονομία. Η ενίσχυση των δασμών έχει δημιουργήσει αυξημένες πιέσεις στο δολάριο. Το αμερικανικό νόμισμα, αν και παραμένει το βασικό αποθεματικό εργαλείο διεθνώς, έχει χάσει έδαφος. Από το 61% της παγκόσμιας αποθεματικής χρήσης το 2019, βρίσκεται πλέον στο 57%. Η απώλεια εμπιστοσύνης στο δολάριο έχει προκαλέσει εκροές κεφαλαίων. Σύμφωνα με τη Gabelli Funds, η πτώση του δολαρίου δείχνει ότι οι επενδυτές εγκαταλείπουν σταδιακά τα αμερικανικά assets.
Όπως τονίζουν οι οικονομολόγοι, αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς οι ΗΠΑ βασίζονται κάθε χρόνο σε εισροές σχεδόν 2 τρισ. δολαρίων από ξένες επενδύσεις, είτε μέσω μετοχών, είτε μέσω κρατικών ομολόγων. Οι κινεζικές φήμες για πωλήσεις αμερικανικού χρέους (761 δισ. δολ. σε κινεζική κατοχή) προκάλεσαν έντονες αναταράξεις, με αποτέλεσμα η Ουάσιγκτον να αναστέλλει προσωρινά την εφαρμογή νέων δασμών.
Η νέα στρατηγική της Κίνας με το γουάν

Το Πεκίνο από την πλευρά του διαχειρίζεται με χειρουργική ακρίβεια την πορεία του γουάν. Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας έχει επιτρέψει την ελεγχόμενη διολίσθηση του νομίσματος, ώστε να αντισταθμίσει τις πιέσεις από την επιβράδυνση της ανάπτυξης, χωρίς να προκαλέσει μαζική φυγή κεφαλαίων. Κινεζικές κρατικές τράπεζες έχουν προβεί σε πωλήσεις δολαρίων για να ελέγξουν τις ισοτιμίες, και η νομισματική πολιτική ακολουθεί ρυθμό σχεδιασμένο για σταθερότητα και όχι πανικό.
Παράλληλα, η Κίνα συνεχίζει να ενισχύει τον ρόλο του ψηφιακού γουάν στο διεθνές εμπόριο, σε μια στρατηγική αποδολαριοποίησης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς και ο τεχνολογικός αποκλεισμός

Ο εμπορικός πόλεμος πλέον επεκτείνεται στην τεχνολογία και στις πρώτες ύλες. Η Κίνα έχει θέσει περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών — κρίσιμων για την κατασκευή ημιαγωγών, smartphones, ακόμα και συστημάτων άμυνας. Παράλληλα, προσθέτει όλο και περισσότερες αμερικανικές εταιρείες στις λίστες απαγόρευσης ή ελέγχου εξαγωγών.
Αντίστοιχα, η κυβέρνηση του Αμερικανού τέως προέδρου Τζο Μπάιντεν, είχε ήδη προχωρήσει από το 2023 σε δραστικά μέτρα, απαγορεύοντας επενδύσεις σε κινεζικές εταιρείες που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη και την κβαντική πληροφορική. Μέσα σε μόλις έξι εβδομάδες, πάνω από 160 δισ. δολάρια αποσύρθηκαν από την Κίνα.
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις, εν μέσω αυτής της ανασφάλειας, επαναξιολογούν τη θέση τους στην Ασία. Έρευνα του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου δείχνει ότι πολλές εταιρείες με παρουσία στην Κίνα επισπεύδουν τη μετεγκατάστασή τους σε άλλες χώρες ή επιστροφή στη Δύση, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης.
Ένας «ψυχρός» πόλεμος χωρίς νικητή – προς το παρόν

Η σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας δεν είναι ένας πόλεμος με πυραύλους, αλλά με νομίσματα, εμπορικά πλεονάσματα, δασμούς και επενδυτικά κεφάλαια. Είναι ένας παγκόσμιος επανασχεδιασμός οικονομικών συμμαχιών και στρατηγικών εξαρτήσεων.
Και ενώ οι δύο γίγαντες προσπαθούν να επιβάλουν το δικό τους μοντέλο στον υπόλοιπο κόσμο, εκατοντάδες χώρες και αγορές παρακολουθούν με αγωνία, γνωρίζοντας πως οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα σε Ουάσιγκτον και Πεκίνο, θα καθορίσουν το οικονομικό τους μέλλον για δεκαετίες.