Μπορεί ο αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, να ανέλαβε ξανά την προεδρία των ΗΠΑ με τα πιο ισχυρά ποσοστά αποδοχής της πολιτικής του πορείας μέχρι σήμερα. Ωστόσο, καθώς πλησιάζει η συμπλήρωση 100 ημερών στη νέα του θητεία, οι απόψεις των Αμερικανών έχουν γίνει ιδιαίτερα αρνητικές, σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση του CNN από τη SSRS.

Με ποσοστό έγκρισης 41%, καταγράφει τη χαμηλότερη αποδοχή για νεοεκλεγέντα πρόεδρο στην 100ή ημέρα, από την εποχή του Αϊζενχάουερ. Η στήριξη στη διακυβέρνησή του έχει μειωθεί κατά 4 μονάδες από τον Μάρτιο και κατά 7 από τα τέλη Φεβρουαρίου, ενώ μόνο το 22% δηλώνει πως τον εγκρίνει έντονα – το χαμηλότερο ποσοστό ως τώρα. Αντίθετα, το 45% δηλώνει έντονη αποδοκιμασία.

Απότομες μειώσεις στην αποδοχή του καταγράφονται μεταξύ γυναικών και ισπανόφωνων, με πτώση 7 μονάδων σε κάθε ομάδα. Η πολιτική πόλωση παραμένει έντονη, με 86% των Ρεπουμπλικανών να τον στηρίζουν και 93% των Δημοκρατικών να τον απορρίπτουν. Μεταξύ των ανεξάρτητων, η αποδοχή έχει μειωθεί στο 31%, επιστρέφοντας στα χαμηλά επίπεδα της πρώτης του θητείας.

Η αποδοχή του Τραμπ σε οικονομικά ζητήματα έχει μειωθεί σημαντικά από τις αρχές Μαρτίου, καθώς η εφαρμογή του σχεδίου του για δασμούς προκάλεσε αναταραχή στο χρηματιστήριο και ανησυχίες για αύξηση των τιμών. Στο θέμα του πληθωρισμού, η αποδοχή του έχει πέσει κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 35%, ενώ στο θέμα των ίδιων των δασμών έχει μειωθεί κατά 4 μονάδες, επίσης στο 35%. Η αξιολόγησή του για τον χειρισμό της οικονομίας έχει υποχωρήσει κατά 5 μονάδες, φτάνοντας σε χαμηλό ρεκόρ 39% – ένα ποσοστό που είχε σημειώσει άλλη μία φορά στην πρώτη του θητεία και ξανά φέτος τον Μάρτιο. Μόνο περίπου οι μισοί (52%) δηλώνουν ότι έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να διαχειριστεί την οικονομία, μια πτώση 13 μονάδων σε σύγκριση με δημοσκόπηση του CNN τον Δεκέμβριο.

Η δημοσκόπηση του CNN διεξήχθη σε εθνικό επίπεδο από την εταιρεία SSRS, μεταξύ 17 και 24 Απριλίου, με δείγμα 1.678 ενήλικες και μέσω συνδυασμού διαδικτυακών και τηλεφωνικών συνεντεύξεων. Τα δείγματα της έρευνας προήλθαν αρχικά από δύο πηγές – ένα διαδικτυακό πάνελ βασισμένο σε πιθανότητες και ένα δείγμα βασισμένο σε εγγραφές – και στη συνέχεια συνδυάστηκαν. Οι συμμετέχοντες ήρθαν αρχικά σε επαφή μέσω ταχυδρομείου, τηλεφώνου ή email. Τα αποτελέσματα για το συνολικό δείγμα έχουν περιθώριο στατιστικού σφάλματος ±2,9 ποσοστιαίες μονάδες.