Ο Ζαν Μονέ, ένας από τους ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προέβλεψε ότι η ένωση της ηπείρου θα αναπτυσσόταν μέσα από κρίσεις. «Πάντα πίστευα ότι η Ευρώπη θα φτιαχνόταν μέσα από κρίσεις, και ποιο θα ήταν το άθροισμα των λύσεων που θα φέρναμε σε αυτές τις κρίσεις», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Τώρα η απότομη στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης των ΗΠΑ από την Ουκρανία προς τη Ρωσία, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που έχουν δημιουργήσει οι νέοι δασμοί του Τραμπ φαίνεται να έχει δημιουργήσει την κρίση για την οποία μιλούσε ο Μονέ και έχει ωθήσει την Ευρώπη σε μια φρενίτιδα «επανεξοπλισμού» και σε μία προσπάθεια εύρεσης «νέων» εμπορικών εταίρων.
Οι σφαίρες
Στις αρχές Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή -το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ- ανακοίνωσε ένα σχέδιο 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση των αμυντικών της δυνατοτήτων. Το φιλόδοξο σχέδιο βασίζεται σε δύο κύριες αρχές: Την αναστολή ορισμένων από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες του μπλοκ, ώστε τα κράτη να μπορούν να πραγματοποιήσουν περισσότερες επενδύσεις στην άμυνα σε εθνικό επίπεδο, καθώς και τη δυνατότητα δανεισμού 150 δισεκατομμυρίων ευρώ από την εκτελεστική εξουσία της ΕΕ με χαμηλά επιτόκια και με μεγάλες προθεσμίες αποπληρωμής.

Σύμφωνα με το σχέδιο που ανακοινώθηκε στις αρχές Μαρτίου, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων -650 δισεκατομμύρια ευρώ (708,6 δισεκατομμύρια δολάρια)- θα προέλθει από το πρόσθετο χρέος των χωρών της ΕΕ και θα δαπανηθεί σε εθνικό επίπεδο.
Ο Ιταλός δημοσιογράφος, Giovanni Legorano, γράφει στο άρθρο του: «Europe’s Make-or-Break Military Decision», πως οι οικονομικά εύρωστες χώρες, όπως η Ολλανδία, μπορεί να μην χρειαστεί να επικαλεστούν τη ρήτρα διαφυγής για τις πρόσθετες στρατιωτικές τους δαπάνες, ενώ άλλες μπορεί να αποφασίσουν να μην αναλάβουν το πρόσθετο χρέος που απαιτείται και απλώς να μην εφαρμόσουν τις υψηλότερες δαπάνες για την άμυνα.
Επομένως, στην επιφάνεια η ΕΕ φαίνεται να έχει δημιουργήσει ένα ορθολογικό σχέδιο που λαμβάνει υπόψη τα δυνατά και αδύναμα σημεία των κρατών μελών της, ωστόσο σύμφωνα με μια σημαντική έκθεση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο από τον Μάριο Ντράγκι η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία υποφέρει από έλλειψη τυποποίησης και διαλειτουργικότητας του εξοπλισμού.
Συνεπώς, η πρόκληση δεν είναι τόσο η εξεύρεση των χρημάτων για τη χρηματοδότηση των πρόσθετων δαπανών όσο η οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου και πραγματικά ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος που μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο αποτρεπτικό μέσο έναντι της Ρωσίας.
Μια οικονομική «σανίδα σωτηρίας»
Με την ΕΕ να αντιμετωπίζει το αυξανόμενο οικονομικό βάρος από τους δασμούς και τις αμυντικές δαπάνες, πολλοί θεωρούν πως η σύσφιξη των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα θα μπορούσε ουσιαστικά να λειτουργήσει σαν μια «οικονομική σανίδα σωτηρίας».
Η ρεπόρτερ του Foreign Policy, Lilly Pike, αναφέρει πως ορισμένα ευρωπαϊκά έθνη έχουν ήδη σηματοδοτήσει μεγαλύτερο άνοιγμα προς την Κίνα. Η Γερμανία, η οποία έχει σημαντική εμπορική και κατασκευαστική σχέση με τη χώρα, πέρυσι, ψήφισε κατά των δασμών της ΕΕ στις κινεζικές εισαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Ωστόσο, η δυναμική ΗΠΑ-Κίνας-ΕΕ εξακολουθεί να είναι πολύ ρευστή. «Πιστεύουμε ότι, υπό τις πιέσεις της δεύτερης θητείας του Τραμπ, θεωρητικά, υπάρχει η ευκαιρία για το Πεκίνο και τις Βρυξέλλες να επιστρέψουν σε μια ρεαλιστική συνεργασία», δήλωσε ο Σι Γιαν, συνεργάτης στο Κέντρο Διεθνούς Ασφάλειας και Στρατηγικής του Πανεπιστημίου Τσινγκχουά. «Αλλά και πάλι, οι ΗΠΑ αποτελούν παράγοντα. Δεν είμαστε σίγουροι τώρα τι είδους πιέσεις θα ασκηθούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη προς την Κίνα».
Ταυτόχρονα παρά τα όποια οφέλη που μπορεί να έχει μία στενότερη εμπορική συνεργασία με την Κίνα, αυτή δεν παύει να είναι ένα αυταρχικό καθεστώς με τη δική της στρατηγική και στόχους.
H επιστροφή στα βασικά και τα EVs
Μπορεί πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες να βλέπουν με φθόνο τον τεχνολογικό τομέα των ΗΠΑ, ωστόσο, η μεταποίηση παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία της ΕΕ από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά μέσο όρο, η μεταποίηση αντιπροσωπεύει το 16,4 τοις εκατό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ σε σύγκριση με μόλις 11 τοις εκατό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο μεταποιητικός τομέας της ΕΕ απασχολεί 30 εκατομμύρια ανθρώπους έναντι μόλις 13 εκατομμυρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπρόσθετα, παρόλο που ο τεχνολογικός τομέας των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα κερδοφόρος, η βιομηχανία στο σύνολό της απασχολεί μόλις 6,5 εκατομμύρια ανθρώπους.
Επομένως, αν και η σημασία των νέων τεχνολογιών είναι αδιαμφισβήτητη, σύμφωνα με τον Sander Tordoir, επικεφαλής οικονομολόγος στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης, υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους η διατήρηση του κατασκευαστικού πλεονεκτήματος της Ευρώπης είναι κρίσιμη όχι μόνο για την ανάπτυξή της, αλλά και για την ασφάλειά της.
Πρώτον, η μεταποίηση βρίσκεται «πίσω» από τη μικρή αύξηση της παραγωγικότητας στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν ωθήσει την ανάπτυξη της παραγωγικότητας, στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης, η λεγόμενη βιομηχανία μεσαίας τεχνολογίας -όπως τα αυτοκίνητα με πρωταγωνιστές τα EV ή ηλεκτρικά οχήματα και η κατασκευή μηχανών- είναι αυτή που κυριαρχεί στους 10 κορυφαίους τομείς, με μερικούς από τους ταχύτερους ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας από το 2012.

Δεύτερον, η βιομηχανική παραγωγή αποτελεί προϋπόθεση για να επανεξοπλιστεί γρήγορα η Ευρώπη. Όχι, μόνο η Ευρώπη παράγει περισσότερα οχήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και 50 τοις εκατό περισσότερο χάλυβα, αλλά η Airbus παρήγαγε επίσης διπλάσια αεροπλάνα από την πληγείσα από την κρίση Boeing το 2024. Επιπρόσθετα, η Ευρώπη διατηρεί κρίσιμες βιομηχανίες για την αμυντική παραγωγή, όπως χάλυβας και χημικά, αν και ταλαιπωρούνται από το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Τρίτον, παρόλο που ο βασικός στόχος της Ευρώπης είναι να φτάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στις προηγμένες τεχνολογίες, το συγκριτικό της πλεονέκτημα εξακολουθεί να βρίσκεται στη μεταποίηση, με την ΕΕ να έχει εδώ και καιρό πλεόνασμα στο εμπόριο αγαθών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου κυριαρχούν οι μηχανές, τα αυτοκίνητα και τα χημικά.
Συνεπώς, το μεγάλο στοίχημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση που βρίσκεται σε έναν νέο κόσμο αβεβαιότητας είναι να διατηρήσει την ισχυρή θέση της σε τομείς στους οποίους έχει βασικό πλεονέκτημα, το οποίο ωστόσο «απειλείται» ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια από ταχύτατα αναπτυσσόμενες κινεζικές εταιρείες.
Επιπρόσθετα τουλάχιστον επί του παρόντος η επένδυση στον τομέα της μεταποίησης μπορεί να διασφαλίσει ότι η ΕΕ συνεχίζει να είναι ένας απαραίτητος εταίρος για μια αμερικανική κυβέρνηση που παρελθοντικά έχει αποδείξει αρκετές φορές πως λειτουργεί περισσότερο συναλλακτικά παρά με βάση την ιδεολογία.