Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ‘90, στην πολιτική δεσπόζει ο Πόλεμος στον Κόλπο, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κυριαρχεί ο κιτρινισμός, το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποσαθρώνεται, η δημόσια υγεία απειλείται από τη σύγχρονη αγροχημική βιομηχανία.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Κάπως έτσι είναι η εικόνα της κοινωνίας στο τέταρτο μυθιστόρημα, «Τι ωραίο Πλιάτσικο», του «as British as it gets» συγγραφέα, Τζόναθαν Κόου, στο οποίο ο συγγραφέας, με τρόπο αριστοτεχνικό, εξαπολύει έναν σατιρικό λίβελο απέναντι στην αστική τάξη που αναδείχθηκε από τη θατσερική πολιτική της δεκαετίας του ’80.
Η ιστορία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ανελέητη παρωδία, γύρω από έξι εναπομείναντες απογόνους της οικογένειας Γουίνσο, οι οποίοι πάμπλουτοι και άτεγκτοι, ανίκανοι να αισθανθούν, έχουν χτίσει μία πανίσχυρη αυτοκρατορία.
Η Χίλαρι, ακριβοπληρωμένη βεντέτα των media, γράφει κείμενα γνώμης για οποιοδήποτε θέμα, βάσει συμφερόντων που της υπαγορεύονται και προωθεί μία τηλεόραση που η ίδια απαξιεί να παρακολουθήσει. Ο Τόμας, ένα από τα ισχυρότερα μέλη του τραπεζικού κατεστημένου, προωθεί δάνεια τόσο στο Ιράκ όσο και στο Κουβέιτ κάνοντας παράλληλα κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Ο αδερφός του Χένρι, ένας από τους πιο φιλόδοξους Εργατικούς βουλευτές της γενιάς του, ανακαλύπτει γρήγορα ότι το μέλλον του βρίσκεται κοντά στη Θάτσερ και τους Τόρηδες. Ο Ρόντι ασχολείται με το εμπόριο έργων τέχνης χωρίς στην ουσία να έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για αυτή. Τέλος η Ντόροθι, διαθέτει μία τεράστια βιομηχανία εκτροφής ζώων, ενώ προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει το κόστος με μεθόδους βασανιστικές για τα ζώα και συγχρόνως επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία.
Ο ήρωας του βιβλίου, Όουεν, ένας νεαρός συγγραφέας, αναλαμβάνει να γίνει ο χρονικογράφος αυτής της παλιάς οικογένειας της αγγλικής αριστοκρατίας, έργο που του ανατέθηκε από την θεία των έξι απογόνων, την μισότρελη γριά Ταβιθά. Μέσα από το ιστορικό αυτής της οικογένειας, αυτής της δυναστείας βγαλμένης από την κόλαση, αναδύεται όλη η μεταπολεμική ιστορία της Βρετανίας, όπου τα πλούτη και το κύρος της αποτελεί προϊόν κάθε λογής απάτης, πλαστογραφίας, λωποδυσίας, ληστείας, κλοπής, ζαβολιάς, κατεργαριάς, λεηλασίας, διαρπαγής, παράνομης ιδιοποίησης, παραποίησης εγγράφου και διασπάθισης δημόσιου χρήματος.
Το σκηνικό, στους Πύργους Γουίνσο, το πατρικό σπίτι της οικογένειας , οι οποίοι βρίσκονται απομονωμένοι στην κορυφή ενός ψηλού απειλητικού λόφου στη Μεσαγγλία, μοιάζει γοτθικό, απόκοσμο, σκοτεινό. Συμπληρώνεται μάλιστα από την παρουσία του Πάιλς, του γηραιού μπάτλερ της οικογένειας, οιωνού κακών μαντάτων…
Ο αφηγητής – ήρωας, είναι ο μόνος που μοιάζει να αντιπαρατίθεται στο συλλογικό αυτό «κακό». Εσωστρεφής, μελαγχολικός, μοναχικός, ζει με τις φαντασιώσεις του, περνάει τις μέρες και τις νύχτες του βλέποντας στο βίντεο την ίδια ταινία – βλέπει και ξαναβλέπει στο βίντεο τη σκηνή από το What a crave up! με τον Κένεθ Κόνορ και τη Σίρλει Ίτον που τόσο τον σημάδεψε στα ένατα γενέθλιά του – βυθίζεται με μανία στον κόσμο των κινηματογραφικών ηρώων και στον μοναδικό αληθινό ήρωα των παιδικών του χρόνων, τον κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν. Σε σχέση με τους Γουίνσο, φαίνεται σαν «ηθοποιός από άλλο έργο». Είναι όμως;
Ο Κόου μας παρουσιάζει εκτενώς τους έξι τελευταίους Γουίνσο, αδέλφια και ξαδέλφια, και σε κάθε γραμμή της περιγραφής του, αναδύεται η λονδρέζικη ατμόσφαιρα είτε αυτή της πολύβουης πρωτεύουσας, είτε των προαστίων και της εξοχής. Ταυτόχρονα παραθέτει μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα, για να παραμορφώσει και να εξωθήσει στο γελοίο. «Μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράσσονται αναίμακτα ή και αιματηρά, εκκεντρικές γριές, στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, σ’ ένα βασίλειο κάθε άλλο παρά ενωμένο, όπου “κατεστημένο” είναι η αδυσώπητη οικονομική εξουσία. Διαβάζοντας τον Κόου, θυμάται κανείς μια φράση από τη Μύριελ Σπαρκ: Τότε, πριν από πολύ καιρό, το 1945, όλοι οι καλοί άνθρωποι στη Βρετανία ήταν φτωχοί…. Αυτό υποστηρίζει κι ο Κόου: οι καλοί του άνθρωποι είναι φτωχοί, ευπαθείς και έκπληκτοι” γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου στο επίμετρο του βιβλίου.
Ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται και η δομή του βιβλίου, αφού σε κάθε ένα κεφάλαιο περιγράφεται ένας από τους έξι ήρωες και ενδιάμεσά τους παρεμβάλλεται η αφήγηση του Όουεν και η σχέση του με τους περιγραφόμενους Γουίνσο. Τριτοπρόσωπος και πρωτοπρόσωπος αφηγητής εναλλάσσονται επιτυχημένα και συνεχώς σε μια ιστορία που ξετυλίγεται σιγά- σιγά, σαν ένα κουβάρι, του οποίου όποια άκρη και να πιάσεις σε οδηγεί σε μια άλλη.
Το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε ουσιαστικά να χαρακτηριστεί ως σάτιρα, από έναν συγγραφέα χωρίς περιορισμούς, η οποία συχνά φτάνει τους ήρωές του στα άκρα. Σάτιρα του τρόπου ζωής των πλουσίων, των ηθών και εθίμων μιας αρτηριοσκληρωτικής Αγγλίας, σάτιρα των αστυνομικών μυθιστορημάτων τύπου «Αγκάθα Κρίστυ». Ο συγγραφέας καταφέρνει μέσα από το βιβλίο να σατιρίσει τη Βρετανία της Θάτσερ, περιλαμβάνοντας μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα -για να τα παραμορφώσει και να τα εξωθήσει στο γελοίο. Κι όλα αυτά ντυμένα με ένα πέπλο μυστηρίου και με αλλεπάλληλες ανατροπές που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη από το πρώτο πεντάλεπτο απελευθερώνοντάς τον στην τελευταία σελίδα.
Ένας συνδυασμός κοινωνικού σχολίου, ιστορίας μυστηρίου, παρωδίας και θλιμμένου ρομαντισμού, με καθαρά βρετανικό αέρα και με συνεχείς αναφορές σε παλιά b-movies και σε φθηνά μυθιστορήματα, που κάνουν όλο το βιβλίο να μοιάζει με ταινία. Μια σύνθεση πολλών διαφορετικών ειδών και συγχρόνως ένα ενιαίο, δεμένο σύνολο που οφείλει πολλά στην τεχνική του βίντεο και την χρήση του τηλεχειριστηρίου, η ταινία γυρνάει λιγάκι προς τα μπρος, έπειτα προς τα πίσω, έπειτα ακινητοποιείται η εικόνα, έπειτα προχωράει και πάλι…
Ακραίος όσο ένας Κουέντιν Ταραντίνο, θυμίζοντας ταυτοχρόνως Κάρολο Ντίκενς, Ο Κόου, γνωρίζοντας καλά την βρετανική παράδοση και χρησιμοποιώντας την αποκλειστικά για να την κλονίσει, πετυχαίνει μια εκρηκτική αντίφαση. Άλλωστε ο ίδιος, «παίζει στο δικό του γήπεδο» όπως λέει και ο ήρωάς του προς το τέλος του μυθιστορήματος, αφού έχει μεγαλώσει στο Μπέρμινχαμ σε μια Βρετανία όπου στο φόντο κυριαρχούσαν το σάουντρακ των SexPistols, οι αιματηρές επιθέσεις του IRA και οι απεργίες των ανθρακωρύχων.
Ιδιαίτερο συστατικό που διαπνέει όλο το βιβλίο είναι και το βρετανικό μαύρο χιούμορ, ένα από τα πιο αξιαγάπητα χαρακτηριστικά του ιδιόρρυθμου λαού, που παρωδείται μάλιστα ανελέητα. Οι ήρωες αστειεύονται στις πιο μακάβριες στιγμές και χρησιμοποιούν το χιούμορ τους σαν φονικό όπλο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα όλο το οπλοστάσιο του συγγραφέα -την πολυγνωσία του, το μέτρο του και την κομψότητά του.
Ο συγγραφέας ανήκει ούτως ή άλλως σε ένα ρεύμα αμφισβήτησης της ένδοξης βρετανικής παράδοσης και απομυθοποίησης του αυτοκρατορικού μεγαλείου, ένα ρεύμα που εμφανίσθηκε στην Αγγλία τα μεταπολεμικά χρόνια και φούντωσε με την εμφάνιση συγγραφέων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών που διακωμωδούσαν από τη βασίλισσα Βικτωρία ως τον Σαίξπηρ.
Φυσικά, αυτή η διακωμώδηση δεν άρεσε σε όλους, γι αυτό και το βιβλίο εξόργισε μέχρι και τον κριτικό του «Spectator» («ε, καλά, άλλο ένα από αυτά τα φρικώδη μυθιστορήματα για την κατάσταση της χώρας που έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια…»). Ταυτόχρονα όμως προκάλεσε και χείμαρρο επαίνων εντός και εκτός της Βρετανίας, τιμήθηκε με το βραβείο John Llewellyn Rhys Prize στην Αγγλία και με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία, απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές στα περισσότερα έντυπα , ενώ ο «Economist» το χαρακτήρισε βιβλίο του μήνα.
Όσον αφορά την πληγείσα υπερηφάνεια της βρετανικής άρχουσας τάξης, η Σώτη Τριανταφύλλου στο επίμετρο του μυθιστορήματος του Κόου δίνει μια γλαφυρή περιγραφή των περιπετειών της μετά τη δεκαετία του 1960, όταν «ξαφνικά οι βαθυστόχαστοι Βρετανοί αποικιοκράτες παρουσιάζονταν ως κωμικοί γέροι με κάσκες και βερμούδες, και οι σοβαρές Αγγλίδες κυρίες, ως ανέραστες γεροντοκόρες με τσιριχτές φωνές και κραυγαλέα καπελίνα». Στο μυθιστόρημα του Κόου έχουμε τα βρετανικά στερεότυπα τα οποία εξωθούνται στην υπερβολή και στο γελοίο, αλλά χωρίς η άρχουσα τάξη να είναι περιθωριοποιημένη και άκακη. Οι σνομπ της Βρετανίας δεν είναι απλώς εκκεντρικοί ή γραφικοί, αλλά είναι στυγνοί εκμεταλλευτές, πλάσματα διεφθαρμένα πίσω από μια βιτρίνα ευγενείας… και το αποτέλεσμα φαντάζει κωμικό…
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»