Ας είμαστε ειλικρινείς. Για κανέναν δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί, ακόμη και ενδόμυχα – άβολες και σκληρές αλήθειες για τον εαυτό του. Ειδικά, αν πρόκειται για ένα δημόσιο πρόσωπο, οι αλήθειες αυτές είναι ακόμα πιο δύσκολο να ομολογηθούν δημοσίως. Είναι και αυτή η άτιμη η εικόνα, βλέπετε, που δεν πρέπει να κηλιδωθεί.

Κι έρχεται ο Διονύσης Σαββόπουλος και τολμάει αυτό που άλλοι δεν θα μπορούσαν να κάνουν: ομολογεί ο ίδιος τις πιο δύσκολες αλήθειες της ζωής του, τις πιο προσωπικές στιγμές του, σε μια αυτοβιογραφία που είναι περισσότερο ένα ειλικρινές ξεγύμνωνα ψυχής, παρά μια αυτό-αγιογραφία, όπου ο καλλιτέχνης ευλογάει τα γένια του από την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα του βιβλίου.

Και αν το έκανε, σάμπως θα τον κατηγορούσε κανείς; Διονύσης Σαββόπουλος είναι αυτός. Η ψυχή του ελληνικού τραγουδιού, εκείνος που άνοιξε σε δύσκολες εποχές τον δρόμο στο ελληνικό ροκ, ο «Νιόνιος» όλων μας. Ή μάλλον όλων, εκτός από εκείνων που ποτέ δεν του συγχώρησαν όταν «μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του», έκανε τη στροφή στη Δεξιά. «Ήταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς, η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φτηνιάρικο προοδευτισμό», γράφει στην αυτοβιογραφία του, «Στα χρόνια που κυλούσαν χύμα».

Οι επιθέσεις που δέχτηκε για την ολική πολιτική του στροφή, πολλές. Του έγραφαν συνθήματα στους τοίχους του σπιτιού, δεχόταν την απαξίωση και πιο πρόσφατα που μπήκαν στη ζωή μας τα social media και ο ίδιος (όπως κάνει και στο βιβλίο) συνέχιζε να έχει άποψη, κατακεραυνώνοντας τους σύγχρονους αριστερούς -που το 2015 όπως γράφει, διακυβέρνησαν με τους «ανέμελους Έλληνες» (ΑΝ.ΕΛ.) – προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πετύχουν την αποκαθήλωσή του. Αλλά ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν τους έχει ανάγκη, μπορεί να το κάνει και μόνος του και μάλιστα, καλύτερα.

«Στα χρόνια που κυλούσαν χύμα», ο μεγάλος τραγουδοποιός δεν μιλάει για την τεράστια καριέρα του, για τα σπουδαία που προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει, για όσα μαγικά έζησε. Σαν ένας παρατηρητής και με τρόπο που θυμίζει παραμυθά, ο 80χρονος Σαββόπουλος αφηγείται το δικό του παραμύθι, που δεν είναι άλλο από την ίδια του τη ζωή.

Αναγνωρίζει τα σφάλματά του, ζητάει συγγνώμη από τη σύζυγό του Άσπα, από τα παιδιά του, από συναδέλφους του, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Θάνος Μικρούτσικος, με τον οποίο είχαν μια παρεξήγηση και μπορεί να τα βρήκαν, όμως οι σχέσεις τους ουσιαστικά δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Ζητάει συγγνώμη στη Βέμπο και στον Μίμη Τραϊφόρο που τους σνόμπαρε όταν πήγαν να τον ακούσουν στο «Ροντέο», αλλά και από τον Γιώργο Νταλάρα και τους μουσικούς του για την απότομη συμπεριφορά του, καμιά φορά. Αναφέρεται και στον Μανώλη Ρασούλη, αναγνωρίζοντας το λάθος του να του κρατάει μούτρα, και τις τύψεις που νιώθει μέχρι σήμερα.

Τεχνικά το βιβλίο δεν έχει τη συνηθισμένη ροή, περισσότερο άτακτες σκέψεις είναι, με πολλά μπρος-πίσω χρονικά γεγονότα, αλλά ο Σαββόπουλος ποτέ δεν ακολουθούσε την πεπατημένη, σιγά μην το έκανε σε αυτή την αυτοβιογραφία που είναι μια κατάθεση-ψυχής. Πηδάει από το παρελθόν, στο παρόν και τούμπαλιν, σε μία γενναία εξομολόγηση που ξεκινάει από τη γέννησή του, παραμονή του Εμφυλίου, στις 2 Δεκέμβρη του 1944 και συνεχίζει αποκαλύπτοντας άγνωστες ιστορίες της παιδικής και ενήλικης ζωής του.

Εξομολογείται ότι έφυγε από το πατρικό του στη Θεσσαλονίκη επειδή ο πατέρας του ζήτησε να μάθει γιατί άργησε να επιστρέψει το βράδυ κι έκανε τέσσερα χρόνια να τους δει. Περιγράφει την περίοδο που δεν είχε μία και κοιμόταν στα παγκάκια, για την άνευ προηγουμένου πείνα που τον είχε γονατίσει, για τη φιλία του με τον Μάνο Λοΐζο με τον οποίο πήγαν σε κηδεία για να χορτάσουν με κόλλυβα και παξιμαδάκια, για το φευγιό του με πλαστό διαβατήριο στο Παρίσι και στο Μιλάνο. Για τα βασανιστήρια από τη χούντα, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, όπου τον ρωτούσαν επίμονα πού είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, μετά την αμήχανη ομολογία του Γρηγόρη Μπιθικώτση ότι βρισκόταν κάπου με τους νεότερους ομότεχνους και υπέθεσαν ότι ο Σαββόπουλος ήταν ένας από αυτούς.

Και για πόσα άλλα μιλάει σε αυτή την ξεχωριστή αυτοβιογραφία. Ακόμη και για τον στρατό, όπου τότε έγραψε και τον Άγγελο Εξάγγελο. «Με κουρέψανε γουλί κι εγώ τους έκανα τον χαζό, πράγμα που δεν μου είναι δύσκολο, μου βγαίνει πολύ φυσικά… Τρεις μήνες στον θάλαμο δεν έκλεισα μάτι. Για να κρατήσω το μυαλό μου απασχολημένο, πήγαινα πάνω κάτω και μετέφραζα το Wicked Messengers του Ντύλαν. Το “Άγγελος Εξάγγελος εκεί το έγραψα”. Yποτίθεται ότι τα πόδια είναι το πιο δυνατό στοιχείο σε έναν μαντατοφόρο εξάγγελο, αλλά αυτός είναι αδύναμος, για αυτό του έδωσα δεκανίκι, για να γίνει πιο δυνατή η εικόνα».

Είκοσι κεφάλαια αποτελούν το βιβλίο «Στα χρόνια που κυλούσαν χύμα», και πιστέψτε με, η ανάγνωσή του κυλάει σαν γάργαρο νερό, που θέλεις να το ρουφήξεις όλο. Και όχι για λόγους κλειδαρότρυπας, αφού ο Σαββόπουλος μιλάει και για πολύ προσωπικά ζητήματα, όπως για τον γάμο του με την Άσπα και τα παιδιά του, τα οποία όπως παραδέχεται χτυπούσε όταν ήταν μικρά. «Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες…”. Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου. Τα λάτρευα», γράφει.

Ναι, η περιγραφή ίσως είναι άβολη, όμως, πόσο θάρρος χρειάζεται να αναγνωρίσεις το λάθος σου ως πατέρας – ειδικά έχοντας μεγαλώσει με το δόγμα «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» και σε έδερναν, γονείς και δάσκαλοι προς συμμόρφωση – και να το ομολογήσεις δημοσίως; Γιατί όπως λέει και ο ίδιος: «Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω».

Μιλάει και για τις δυσκολίες στον γάμο του που μετράει σήμερα 60 χρόνια και για τις απιστίες. «Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Όλα αυτά 40 χρόνια πριν. Τώρα η θάλασσα ηρέμησε», ενώ αποκαλύπτει και το διακριτικό φλερτ του «γέρο» – Καραμανλή στην Άσπα. «Ισύ ομόρφυνες» της είχε πει.

Για το τέλος, κρατάω τη συγκλονιστική σκηνή που περιγράφει στο νοσοκομείο, όταν εν μέσω πανδημίας βρέθηκε να δίνει μάχη με τον καρκίνο στον πνεύμονα και νόσησε με κορονοϊό, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί. «Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τι έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους: – «Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε». Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πιτζάμες. Με ελέγξανε: – «Βγάλτε και τα εσώρουχά σας». Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα. Κι όπως ήμουν έτσι να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σαν να ‘φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μου βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν. – «Χρόνια πολλά», μου είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».

Τελειώνοντας το βιβλίο, θα συμφωνήσεις πως τήρησε την υπόσχεση που δίνει στο οπισθόφυλλο: «Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός. Τώρα, όμως, τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει. Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι… Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται».

Πληροφορίες

«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»
Συγγραφέας: Σαββόπουλος Διονύσης
Επιμελητής: Κεχαγιόγλου Ελένη
Εκδοτικός οίκος: Εκδόσεις Πατάκη