Το νέο Προεδρικό Διάταγμα 129/2025 εισάγει ουσιαστικές αλλαγές, προκαλώντας εύλογη ανησυχία σε χιλιάδες πολίτες. Συγκεκριμένα, καθιστά μη οικοδομήσιμα τα οικόπεδα κάτω των 2 στρεμμάτων σε οικισμούς με λιγότερους από 2.000 κατοίκους. Η ρύθμιση αυτή αφορά περίπου 10.000 μικρούς οικισμούς σε ολόκληρη τη χώρα, με ιδιαίτερα έντονο αποτύπωμα στην ηπειρωτική και νησιωτική περιφέρεια.

Οι συνέπειες είναι πολυεπίπεδες. Η απώλεια της δυνατότητας δόμησης συνεπάγεται την υποτίμηση της αξίας χιλιάδων μικρών ακινήτων, τη ραγδαία μείωση της δυνατότητας αξιοποίησης ή μεταβίβασής τους, καθώς και τη διατήρηση της φορολογικής επιβάρυνσης, παρότι τα ακίνητα αυτά καθίστανται πλέον μη λειτουργικά. Πολλοί ιδιοκτήτες βρίσκονται ξαφνικά να κατέχουν περιουσία που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ούτε ως επένδυση, ούτε ως κατοικία, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να φορολογούνται γι’ αυτή.

Πέρα όμως από το οικονομικό, το πλήγμα είναι και βαθιά κοινωνικό. Χιλιάδες ακίνητα, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από διαδοχή — ακίνητα «των παππούδων και των πατεράδων μας» — χάνουν τον λειτουργικό τους ρόλο. Για πολλούς κατοίκους των αστικών κέντρων, αυτά τα μικρά οικόπεδα στην επαρχία αντιπροσώπευαν την εναλλακτική: μια ελπίδα επιστροφής στις ρίζες, έναν χώρο για ένα εξοχικό, ή ακόμα και μια λύση ανάγκης σε περιόδους οικονομικής πίεσης ή αλλαγής προτεραιοτήτων. Η απώλεια αυτής της προοπτικής στερεί όχι μόνο ένα προσωπικό καταφύγιο αλλά και μια σημαντική σύνδεση με την καταγωγή και την τοπική ταυτότητα.

Η ερημοποίηση της υπαίθρου είναι μια τάση ήδη διαπιστωμένη εδώ και χρόνια, με κύρια χαρακτηριστικά τη σταδιακή εγκατάλειψη μικρών οικισμών, τη γήρανση του πληθυσμού, την ελάττωση των δημόσιων υπηρεσιών και την εξασθένιση της τοπικής οικονομίας. Το Π.Δ. 129/2025 κινδυνεύει να επιταχύνει αυτές τις εξελίξεις, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την επιστροφή νέων ανθρώπων στην περιφέρεια. Η έλλειψη δυνατότητας οικοδόμησης μειώνει την προσφορά προσιτής κατοικίας, ανεβάζει τις τιμές των εναπομεινάντων οικοπέδων και ενισχύει τις τάσεις συγκέντρωσης στα ήδη επιβαρυμένα αστικά κέντρα.

Για να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη και αναστροφή αυτών των φαινομένων, απαιτείται ένα πακέτο παρεμβάσεων με κεντρικό άξονα την κοινωνική συνοχή, την αποκέντρωση και την ενίσχυση της τοπικής ζωής.

Ενδεικτικά, προτείνονται:

  • Διατήρηση της δυνατότητας δόμησης για ιδιοκτήτες πρώτης ή δεύτερης γενιάς, υπό όρους ή περιορισμούς που διασφαλίζουν ήπια δόμηση
  • Φορολογικές απαλλαγές ή εκπτώσεις για ακίνητα που χάνουν τη δυνατότητα δόμησης
  • Επιδότηση ανέγερσης πρώτης κατοικίας στην ύπαιθρο για νέους και αγροτικές οικογένειες
  • Δημιουργία ζωνών ήπιας ανάπτυξης για οικισμούς με φθίνοντα πληθυσμό
  • Προγράμματα επαγγελματικής εγκατάστασης νέων αγροτών, τεχνιτών και ελεύθερων επαγγελματιών στην περιφέρεια, με κίνητρα στέγασης και εγκατάστασης
  • Δημιουργία τοπικών πολεοδομικών εργαλείων που θα επιτρέπουν εξαιρέσεις βάσει δημογραφικών και κοινωνικών δεδομένων
  • Δημιουργία “οικιστικών ζωνών κοινωνικής επιστροφής”: Οριοθετημένες εκτάσεις κοντά σε υφιστάμενους οικισμούς, όπου θα επιτρέπεται δόμηση πρώτης κατοικίας με κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια
  • Προγράμματα ανακαίνισης και επανάχρησης παλαιών κατοικιών σε εγκαταλελειμμένους οικισμούς, με επιδότηση ενεργειακής και δομικής αναβάθμισης

Η στήριξη της ελληνικής υπαίθρου απαιτεί μια πολιτική που συνδυάζει τον ορθό πολεοδομικό σχεδιασμό με περιβαλλοντικό σεβασμό και βαθιά κοινωνική ευαισθησία. Χρειάζονται εξαιρέσεις, μεταβατικές περίοδοι και υποστηρικτικά εργαλεία που θα προστατεύουν τη μικρή ιδιοκτησία, δίνοντας κίνητρα για ήπια και βιώσιμη ανάπτυξη.

Η ύπαιθρος δεν είναι μόνο φυσικός χώρος, αλλά και κοινωνικός ιστός. Δεν πρέπει να επιτραπεί να μετατραπεί σε μια «σιωπηλή ζώνη» χωρίς προοπτική και ανθρώπινη παρουσία.

Θέλεις να το μετατρέψουμε σε άρθρο γνώμης με υπογραφή ειδικού ή να παραμείνει ως ανάλυση-παρέμβαση χωρίς προσωπική τοποθέτηση;