Η επιβράδυνση στις νέες κατασκευές εμπορικών ακινήτων είναι το κεντρικό στοιχείο του τοπίου που διαμορφώνεται πέντε χρόνια μετά την πανδημία COVID-19. Οι αιτίες της επιβράδυνσης είναι σαφείς και συνδέονται με την αύξηση των επιτοκίων, τον πληθωρισμό και το υψηλό κόστος εργασίας. Αυτοί οι παράγοντες περιορίζουν τις νέες αναπτύξεις σε όλους τους τομείς. Συγκεκριμένα, ο όγκος των υπό ανάπτυξη κατασκευών σε βιομηχανικά και οικιστικά ακίνητα έχει μειωθεί κατά 17% και 8% αντίστοιχα σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2020.
Αξιοσημείωτη είναι και η δραματική πτώση στην ανάπτυξη γραφείων, η οποία είχε φτάσει σε ιστορικά επίπεδα το 2020, με την κατασκευή να μειώνεται από 12,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα σε λιγότερο από 2,7 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα, δημιουργώντας μελλοντικές πιθανές ελλείψεις.
Όσον αφορά τα ακίνητα λιανικής, οι κατασκευές παρέμειναν σταθερές και χαμηλές για επτά χρόνια, παρά το κλείσιμο αρκετών καταστημάτων το 2024. Παρά τις απώλειες στο λιανεμπόριο, τα ποσοστά κενών καταστημάτων παραμένουν περιορισμένα, κάτι που μπορεί να αποδοθεί στη σταθερότητα στην αγορά και στη συνεχιζόμενη ανάγκη για εμπορικούς χώρους παρά τις αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά. Αυτά τα δεδομένα καταδεικνύουν τη μεταβαλλόμενη φύση των εμπορικών ακινήτων, με την έμφαση να μετατοπίζεται προς τα μικτά ακίνητα και την ανάπτυξη χώρων που συνδυάζουν διαβίωση, εργασία και ψυχαγωγία.
Τα ευρήματα της έρευνας επισημαίνουν την ανάγκη για τις πόλεις και τις εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων να δημιουργήσουν πιο ισχυρά και ισορροπημένα χαρτοφυλάκια ακινήτων, τα οποία να ενσωματώνουν χώρους που ενδυναμώνουν την κοινωνική δέσμευση και την αλληλεπίδραση. Οι αναπτύξεις μικτών χρήσεων, οι οποίες θα δίνουν προτεραιότητα στην άνεση, την κοινωνική συνοχή και την ψυχαγωγία, αναμένεται να αποτελέσουν τον πυρήνα των επιτυχημένων αστικών περιοχών του μέλλοντος. Ο David Smith, επικεφαλής της Americas Insights της Cushman & Wakefield, τονίζει ότι ο τομέας των εμπορικών ακινήτων πρέπει να προσαρμοστεί στις σύγχρονες ανάγκες σχεδιάζοντας χώρους που προάγουν την κοινότητα και την εμπειρία. Οι επενδυτές και οι εταιρείες ακινήτων που θα ενστερνιστούν αυτές τις νέες τάσεις θα βρεθούν σε πλεονεκτική θέση για την επίτευξη μακροπρόθεσμης επιτυχίας.

Στην ελληνική αγορά, οι τάσεις αυτές φαίνονται με μια διαφοροποίηση, καθώς η ανάπτυξη των νέων ακινήτων επιταχύνεται αντί να επιβραδύνεται, ενδυναμώνοντας τις προοπτικές του τομέα. Τα αστικά κέντρα στην Ελλάδα αναβιώνουν, δημιουργώντας ένα νέο τοπίο και οδηγώντας την αγορά σε μια νέα εποχή αναδιάρθρωσης και καινοτομίας. Η αναδιάρθρωση αυτή προέρχεται από τις νέες ανάγκες των αστικών περιοχών και τη στροφή των επενδύσεων σε έργα που ενσωματώνουν διαφορετικές χρήσεις και ανταποκρίνονται στις σύγχρονες προκλήσεις της κοινωνίας.
Η επιστροφή των πόλεων στην ελκυστικότητά τους είναι εμφανής, ιδιαίτερα για τις νεότερες δημογραφικές ομάδες. Τα ποσοστά πληρότητας των οικιστικών ακινήτων στις αστικές περιοχές έχουν επιστρέψει και ξεπεράσει τα επίπεδα πριν από την πανδημία μέχρι το τέλος του 2021. Ειδικότερα, στο Μανχάταν, ο πληθυσμός ηλικίας 15-29 ετών αυξήθηκε κατά 9% από το 2022 μέχρι το 2023, δείχνοντας την προτίμηση των νέων για τη ζωή στα αστικά κέντρα. Επίσης, η δραστηριότητα στις μισθώσεις γραφείων στην κατηγορία Α στα κέντρα των πόλεων έχει επιστρέψει σε επίπεδα 41%, επιβεβαιώνοντας την αναγέννηση των αστικών περιοχών και την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των πόλεων.
Ωστόσο, η απομακρυσμένη και υβριδική εργασία συνεχίζει να επηρεάζει την κατανομή των εργαζομένων στα γραφεία, καθώς η εγγύτητα στον χώρο εργασίας παίζει καθοριστικό ρόλο στη συμμετοχή των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι που ζουν σε απόσταση ενός μιλίου από το γραφείο επιστρέφουν σε ποσοστό πάνω από 90%, ενώ αυτοί που βρίσκονται σε απόσταση άνω των τριών μιλίων επιστρέφουν μόλις σε ποσοστό 70%. Αυτή η τάση υπογραμμίζει την αυξανόμενη προτίμηση για ευελιξία στον χώρο εργασίας και τις προκλήσεις των μεγάλων μετακινήσεων, οι οποίες παραμένουν σημαντική πρόκληση για τη διαμόρφωση των μελλοντικών γραφειακών χώρων.