Για δύο εβδομάδες στη Δανία, το θέμα ενός ντοκιμαντέρ ήταν «μεγαλύτερο από τον Τραμπ», όπως δήλωσε ο παραγωγός Μίκαελ Μπέβορτ. Η προβολή του «Grønlands hvide guld» (Το λευκό χρυσάφι της Γροιλανδίας), μιας ταινίας διάρκειας 55 λεπτών που εστιάζει στην εκμετάλλευση ενός ορυχείου κρυολίθου στη νότια Γροιλανδία από τη Δανία και τα τεράστια κέρδη που προέκυψαν επί δεκαετίες, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων τον Φεβρουάριο τόσο στη Γροιλανδία όσο και στη Δανία, την πρώην αποικιακή της δύναμη.
Στη Γροιλανδία, που παραμένει μέρος του βασιλείου της Δανίας, με τη χώρα να διατηρεί τον έλεγχο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, επικράτησαν συναισθήματα οργής και βαθιάς λύπης. Η χώρα βρισκόταν εν μέσω εκλογών με παγκόσμιο ενδιαφέρον, λόγω των απειλών του Ντόναλντ Τραμπ να αποκτήσει έλεγχο του αρκτικού νησιού. Σύμφωνα με δημοσκόπηση για την εφημερίδα Sermitsiaq, περισσότερο από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων δήλωσε ότι το ντοκιμαντέρ θα επηρέαζε την ψήφο τους.
Παράλληλα, υπήρξε και αίσθημα πολυαναμενόμενης αναγνώρισης ότι οι ιστορίες που είχαν ακουστεί από συγγενείς και φίλους για όσα συνέβησαν στην πλέον ερειπωμένη πόλη Ιβιτούτ επιβεβαιώθηκαν τελικά από έναν δημόσιο οργανισμό τόσο σημαντικό όσο η DR, η δημόσια τηλεόραση της Δανίας.
Πολιτικά, το ντοκιμαντέρ θεωρήθηκε σεισμικό γεγονός στην πρωτεύουσα της Γροιλανδίας, Νουούκ. Ορισμένοι πίστευαν ότι είχε τη δυναμική να αλλάξει τις ισορροπίες εξουσίας μεταξύ της περιοχής και της σκανδιναβικής χώρας, η οποία για χρόνια προβάλλει τη Γροιλανδία ως οικονομικά εξαρτημένη από αυτήν. «Ένα νέο ντοκιμαντέρ δείχνει ότι η Δανία έχει κερδίσει τουλάχιστον 400 δισεκατομμύρια κορώνες [περίπου 53 δισεκατομμύρια ευρώ] μόνο από ένα ορυχείο», είχε δηλώσει τότε ο τότε πρωθυπουργός της Γροιλανδίας, Μούτε Μπ. Έγκεδε.
Όπως αναφέρει ο Guardian αρχικά υπήρξαν κάποιες θετικές κριτικές στη Δανία, ωστόσο τα μέσα ενημέρωσης γρήγορα στράφηκαν εναντίον του ντοκιμαντέρ, όταν ένας από τους οικονομολόγους που συμμετείχαν στην παραγωγή αμφισβήτησε την ερμηνεία των αριθμών. «Ήταν φρικτό», δήλωσε ο Μπέβορτ στον Observer. «Ήταν η χειρότερη θύελλα που έχω δει ποτέ», τόνισε.
Η κριτική επικεντρώθηκε στον αριθμό των 400 δισεκατομμυρίων κορωνών, που σύμφωνα με την ομάδα παραγωγής ήταν το ακαθάριστο εισόδημα της Δανίας από το ορυχείο σε διάστημα 133 ετών, προσαρμοσμένο στις σημερινές αξίες.
Ωστόσο, ο Τόρμπεν Μ. Άντερσεν, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Άαρχους και πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου της Γροιλανδίας, ο οποίος εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ, εξέφρασε επιφυλάξεις, τονίζοντας ότι ο υπολογισμός αναφέρεται στον συνολικό τζίρο από το 1854 έως το 1987 και όχι στο καθαρό κέρδος. Το ντοκιμαντέρ τονίζεται ότι το ποσό αφορά τον συνολικό κύκλο εργασιών, με βάση αρχεία του εθνικού αρχείου της Δανίας, καθώς το κόστος παραγωγής καταβαλλόταν στη Δανία, χρησιμοποιώντας Δανούς εργάτες και εξοπλισμό.
Για 10 ημέρες, η DR υπερασπιζόταν το ντοκιμαντέρ. Παρά τις επικρίσεις πολιτικών, όπως του υπουργού Πολιτισμού των Μετριοπαθών, Γιάκομπ Ένγκελ-Σμιτ, που έκανε λόγο για «κακή δημοσιογραφική δουλειά», και οικονομολόγων, ο διευθυντής ειδήσεων της DR, Σάντι Φρεντς, δήλωνε: «Δεν υπήρξε παραβίαση δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ούτε γεγονότα ή επιφυλάξεις που να μην παρουσιάστηκαν».
Τελικά, όμως, η στάση αυτή άλλαξε. Ανακοινώθηκε ότι το ντοκιμαντέρ θα αποσυρθεί και θα αποδημοσιευτεί, ενώ ο αρχισυντάκτης ειδήσεων της DR, Τόλμας Φάλμπε, υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Φρεντς δήλωσε πως η απόφαση ελήφθη μετά από την ανακάλυψη ότι είχε αφαιρεθεί από προηγούμενη έκδοση ένα γράφημα με τα συνολικά έσοδα από τις πωλήσεις του κρυολίθου, επειδή κρίθηκε ανακριβές.
«Μπορεί να φαίνεται ασήμαντο σε σύγκριση με τη μεγάλη δημόσια συζήτηση, αλλά για μένα είναι καθοριστικό, πρέπει να μπορείς να εμπιστεύεσαι την ακρίβεια της παρουσίασης», σημείωσε ο Φρεντς. Ο Μπέβορτ, ο οποίος αναζητά νέο δίκτυο για να φιλοξενήσει το ντοκιμαντέρ, σχολίασε ότι η απόφαση είχε πολιτικά κίνητρα. «Δεν έχει να κάνει με την ταινία. Στόχος είναι η DR», συμπλήρωσε.
Ο Ρούνε Λίκκεμπεργκ, αρχισυντάκτης της δανικής εφημερίδας Information, συμφωνεί. «Όχι πολιτική με την έννοια της λογοκρισίας για χάρη της κυβέρνησης, αλλά εταιρική πολιτική, να προστατεύσουμε το brand και να ελέγξουμε τη ζημιά».
Σημείωσε επίσης: «Η DR είναι όπως το BBC, ένας δημόσιος οργανισμός του οποίου ο τελικός υπεύθυνος είναι η κυβέρνηση, ο υπουργός Πολιτισμού διορίζει τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, ο οποίος διορίζει τον ανεξάρτητο CEO. Ο υπουργός εξέφρασε σκληρή κριτική στο ντοκιμαντέρ, κάτι που συνιστά πολιτική υπέρβαση».
Ο Λίκκεμπεργκ χαρακτήρισε την αποδημοσίευση «φρικτή απόφαση». «Το ντοκιμαντέρ αποτελούσε μέρος της δημόσιας συζήτησης, ήταν ένα δημόσιο γεγονός που οι πολίτες συζητούσαν και ήταν προς το κοινό συμφέρον να είναι προσβάσιμο. Δεν βοηθά κανέναν το γεγονός ότι δεν μπορείς να δεις την ταινία για την οποία γίνεται λόγος. Και το ντοκιμαντέρ δεν είναι επικίνδυνο».
Η Ναάγια Ναθανίλσεν, υπουργός στην προηγούμενη αλλά και στη νέα κυβέρνηση της Γροιλανδίας που ορκίστηκε τη Δευτέρα, χαρακτήρισε την κίνηση της DR «υπερβολική αντίδραση». «Έχει να κάνει περισσότερο με την αυτοαντίληψη των Δανών για τις πράξεις τους στη Γροιλανδία, παρά με το περιεχόμενο της ταινίας», είπε στον Observer.
Παρότι δεν έχει δει αναλυτικά τους αριθμούς και δεν μπορεί να σχολιάσει την ακρίβειά τους, θεωρεί ότι είναι δίκαιοι. «Πιστεύω ότι δεν πρόκειται για άδικη παρουσίαση της οικονομικής σχέσης μεταξύ Γροιλανδίας και Δανίας. Έχω αρκετή εμπιστοσύνη στους αριθμούς για να πω ότι αντικατοπτρίζουν σωστά την κατάσταση, ακόμη και όταν η Δανία άρχισε να επενδύει περισσότερο στη Γροιλανδία».
Ωστόσο, το να επικεντρώνεται κανείς αποκλειστικά στους αριθμούς, όπως είπε, «εκτρέπει» τη συζήτηση από το πραγματικό διακύβευμα. «Στη Γροιλανδία μπορούμε να έχουμε δύο αφηγήσεις… ναι, στο παρελθόν υπήρξαν λάθη από τη Δανία, καταπατήθηκαν δικαιώματα. Και ταυτόχρονα μπορούμε να αναγνωρίσουμε και όλα τα καλά που έκανε. Για εμάς οι δύο αφηγήσεις μπορούν να συνυπάρχουν».
Αντιθέτως, στη Δανία ή τουλάχιστον στα δανικά μέσα ενημέρωσης όπως επισημαίνει, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει. «Υπάρχει μόνο μία αφήγηση, ότι η Δανία ήταν καλή προς τη Γροιλανδία και εκεί τελειώνει η ιστορία», σημειώνει.
Η DR και ο δανός υπουργός Πολιτισμού δεν απάντησαν στο αίτημα του Observer για σχόλιο.