Όταν ο Τζέιμς Τζόυς, ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, έγραφε τη δημοφιλή σειρά ιστοριών των «Δουβλινέζων», τη δεκαετία μεταξύ 1904-1914, σίγουρα δεν φανταζόταν ότι κάπου έναν αιώνα μετά θα απευθυνόταν –εν μέρει- σε μερίδα κοινού εφάμιλλης των ίδιων του των τότε ηρώων… όχι μόνο στην Ιρλανδία αλλά ίσως και στην Ελλάδα…

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Στη φημισμένη συλλογή των “Δουβλινέζων” συγκαταλέγονται δεκαπέντε σύντομες ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους όχι από τους ήρωες αλλά από το θέμα και το ιστορικό φόντο.

Ο Τζίμι σκορπά τα λεφτά του μπαμπά σε μουσικούς, χαρτιά και αυτοκίνητα, πρόθυμος να τα χάσει όλα προκειμένου να μπει στον κύκλο των πλούσιων ξένων νεαρών μποέμ. Η Εβελιν έχει μπροστά της το εισιτήριο που θα την απαλλάξει από μια μίζερη και υποταγμένη ζωή, αλλά δεν τολμά -από φόβο- το ταξίδι της ελευθερίας.

«-Έβελιν!

Κι ο Φρανκ όρμησε πέρα από τα κάγκελα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Του αντιφώναξε να φύγει με το καράβι, μα εκείνος συνέχισε να την φωνάζει. Γύρισε προς το μέρος του το χλομό της πρόσωπο, δίχως έκφραση σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδωσαν κανένα σημάδι αγάπης ή αποχαιρετισμού ή πως τον αναγνώρισαν» …

Ο Κόρλεϊ πουλά αδιάντροπα έρωτες σε υπηρετριούλες, αποσπώντας τους λεφτά για να διασκεδάσει με τους φίλους του. Ο Λένεχαν, στα τριάντα του, έχει απαυδήσει να τη βολεύει με τεχνάσματα και να ονειρεύεται μάταια μια καλή δουλειά και ένα δικό του σπίτι. Η Μαντάμ Μόνεϊ φροντίζει η κόρη της να ατιμαστεί, ώστε να εξασφαλίσει έναν καλό γάμο. Ο μικρός Τσάντλερ ζηλεύει τον επιτυχημένο στην Αγγλία φίλο του και νιώθει πόσο μάταιο είναι να αγωνίζεται ενάντια στη μοίρα σε μια χώρα όπου για να πετύχεις πρέπει να την εγκαταλείψεις. Ο Φάρινγκτον καταφεύγει σε τοκογλύφους για να μπορέσει να μετάσχει στα παραδοσιακά κεράσματα στις παμπ κι έπειτα ξεσπά στα παιδιά του για τη φτώχειά του.

Κάπως έτσι είναι οι ζωές και η μοίρα των ηρώων των «Δουβλινέζων». Οι ήρωες ουσιαστικά είναι εκείνοι οι αντιήρωες του ξεπεσμού, του περιθωρίου, του κενού, και δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά μόνο από το θέμα και το ιστορικό φόντο της εποχής που εκτυλίσσονται.

Πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν οι νεανικές εμπειρίες του συγγραφέα, βάσει των οποίων σκιαγραφεί με άκρατο ρεαλισμό και με μια δόση σάτιρας το τέλμα της Ιρλανδίας στις αρχές του 20ού αιώνα.

Χαρακτηριστική εικόνα που κυριαρχεί, αυτή του μεσοαστού, που ως αντιπροσωπευτικό δείγμα του Ιρλανδικού τέλματος, ζει μέσα στη μιζέρια, την εθνικιστική έξαρση, την αποσύνθεση και την ηθική παράλυση, με ιστορικούς συντελεστές της οπισθοδρόμησης, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τη γειτονική Αγγλία.

Ο τόπος που εκτυλίσσονται οι ιστορίες επιλέχθηκε ως το κέντρο μιας ηθικής παράλυσης ή μιας ημιπληγίας, όπως διευκρινίζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Χρησιμοποιώντας ακριβώς αυτές τις ελληνικές αυτές λέξεις, δεν εννοεί όμως απαραίτητα την χαλάρωση των ηθών αλλά την απώλεια της ικανότητας για βουλητικές προβολές στον κόσμο, την απουσία νευροψυχικού τόνου, την εγκατάλειψη, ή σαφέστερα, τον εν ζωή θάνατο.

Οι ήρωες των διηγημάτων αυτών, οι Δουβλινέζο,ι συνειδητοποιούν στο κρίσιμο σημείο της κάθε ιστορίας πως είναι θύματα αυτής της παράλυσης και η συνειδητοποίηση αυτή συνιστά μια αποκάλυψη της επιφάνειας, «epiphany», σύμφωνα με μια άλλη προσφιλή λέξη του Τζόυς, ελληνικής προελεύσεως. Επιφάνεια όπως το επιφαίνεσθαι, όπως η αιφνίδια εμφάνιση, ή όπως η ξαφνική φανέρωση μιας πραγματικότητας.

Αυτά τα δύο επίπεδα (παράλυση-επιφάνεια) που διαπνέουν όλο το βιβλίο, κορυφώνονται στο τελευταίο των διηγημάτων του, στους Νεκρούς.

«Ο Γκάμπριελ ένιωσε ντροπή και ταπείνωση, για την αποτυχία της ειρωνείας του… για την επίκληση αυτής της μορφής από τον Άδη […]ντροπή μεγάλη τον κυρίεψε για τον εαυτό του. Αισθάνθηκε πως ήταν ένας γελοίος, ο καλός και υποχρεωτικός ανιψιός των θειάδων του, ένας ευαίσθητος καλοπροαίρετος αισθηματίας, που βγάζει λόγους σε αγροίκους και εξιδανικεύει τις χυδαιότατες ορμές του, ένας συμπαθής βλαξ, αυτός που άρπαξε το μάτι του στον καθρέφτη. Ασυναίσθητα, γύρισε πιο πολύ την πλάτη του στο φως για να κρύψει την ντροπή που φλόγιζε το μέτωπό του» …


Στους Νεκρούς αλλά και σε όλα τα διηγήματα των Δουβλινέζων, συμπεριφορές, αντιλήψεις, υπερβολικές αντιδράσεις ή και καταστάσεις, λειτουργούν σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης καταδεικνύοντας τον ψυχισμό και την αποσύνθεση μέσα από την απροθυμία συμμετοχής και την παντελή έλλειψη βούλησης. Κάπως έτσι φωτίζεται η παράλυση που, με αργούς αλλά σαφείς ρυθμούς, πλησιάζει καθημερινά και τρομάζει ολοένα και περισσότερο…

Οι ήρωες σε μια προσπάθεια να βρουν νόημα στη ζωή, να επιβιώσουν όπως αυτοί το ονειρεύονται, πέφτουν σε συνεχή ατοπήματα φτάνοντας μέχρι και στα άκρα… Η δε αναζήτηση περιλαμβάνει χρήμα, ευτυχία, πρόσκαιρη ευχαρίστηση, μάχες επικράτησης, απόπειρες δικαίωσης. Κάπου εκεί, μορφές βίας παρελαύνουν με περισσή ευκολία την ώρα που το «θέλω» παλεύει με το «πρέπει» μέχρι τελικής πτώσεως. Του «πρέπει», σχεδόν πάντα…

«Άφθονα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του Γκάμπριελ. Ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι ο ίδιος για μια γυναίκα, ήξερε όμως πως αυτό το αίσθημα είναι ο έρωτας […] φαντάστηκε πως είδε την εικόνα ενός νέου που στεκόταν στη βροχή κάτω από ένα δέντρο. Κι άλλες μορφές ήταν εκεί. Η ψυχή του είχε προσεγγίσει τον τόπο όπου κατοικούν οι αμέτρητες στρατιές των νεκρών[…]Η ψυχή του λιγοθυμούσε καθώς άκουγε να πέφτει το χιόνι σιγά-σιγά, να σκεπάζει το σύμπαν μαλακά, να σκεπάζει την Ιρλανδία… σαν να ‘ταν αυτή η τελευταία ώρα, το χιόνι έπεφτε μαλακά, απάνω σε ζωντανούς και πεθαμένους»…

Ο Τζόυς άρχισε να γράφει τους Δουβλινέζους το 1904, σε ηλικία 22 ετών, αλλά τα διηγήματα δεν εκδόθηκαν παρά το 1914. Πριν κάποιος εκδότης αποφάσισει να τα αναλάβει, είχε λάβει τουλάχιστον 18 αρνητικές απαντήσεις. Ακόμη και αυτός που δέχτηκε το έκανε με μικρό ρίσκο αφού τα πρώτα αντίτυπα ήταν μόνο 1250. Μα κι από αυτά, την πρώτη χρονιά, αγοράστηκαν μόνο 379, τα 120 εκ των οποίων ήταν αγορασμένα από τον ίδιο τον Τζόυς.

Αν και η επιτυχία φάνηκε πως άργησε να έρθει, εν τέλει ο συγγραφέας έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα και οι Δουβλινέζοι ένα από τα πιο δημοφιλή του έργα, μαζί με το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία» και τον «Οδυσσέα».

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»