«Tαξίδεψε.
Γνώρισε τη μελαγχολία των καραβιών, τα κρύα ξυπνήματα κάτω απ’ την τέντα, τον ίλιγγο των τοπίων και των ερειπίων, την πίκρα των εφήμερων δεσμών.
Ξαναγύρισε.
Έκανε κοσμική ζωή, είχε και άλλους έρωτες ακόμη. Μα η αδιάκοπη θύμηση του πρώτου τούς επισκίαζε όλους. Κι έπειτα, η ορμή του πόθου, το άνθισμα των αισθήσεων είχε χαθεί. Οι πνευματικές του φιλοδοξίες επίσης τον είχαν εγκαταλείψει. Πέρασαν χρόνια κι αυτός έσερνε παθητικά τη στειρότητα της σκέψης του και την αδράνεια της καρδιάς του».
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Σ’ αυτές τις γραμμές συμπυκνώνεται η θεματική της «Αισθηματικής Αγωγής», του κορυφαίου μυθιστορήματος του γάλλου λογοτέχνη, Γκουστάβ Φλωμπέρ.
Αισθηματικό ρομάντζο, αυτοβιογραφικό τεκμήριο, ιστορικό μυθιστόρημα ή χρονικό της επανάστασης του 1848, η «Αισθηματική Αγωγή» εδώ και ένα αιώνα δεν παύει να αντιμετωπίζεται ως ένα έργο που αποτυπώνει τα μοτίβα μιας εποχής, εκφράζοντας ταυτόχρονα μια ορισμένη σύγχυση ιδεών.
Πρόκειται για μια ιστορία συναισθημάτων, μια ηθική ιστορία των ανθρώπων της γενιάς του συγγραφέα, μιας γενιάς που έμελλε να χαρακτηριστεί μαλθακή. Ένα βιβλίο για την αγάπη και το πάθος, όπως αυτά υπήρξαν και εκφράστηκαν στην εποχή του συγγραφέα, με βασικό τους χαρακτηριστικό την αδράνεια.
Ο Φρεντερίκ Μορώ, ένας νεαρός επαρχιώτης, πρόκειται να ξεκινήσει σπουδές στο Παρίσι. Το 1840, ταξιδεύει έχοντας ως προορισμό την πρωτεύουσα, με την πεποίθηση πως είναι προορισμένος για μεγαλύτερα πάθη, λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες. Τότε είναι που στο κατάστρωμα ενός πλοίου συναντά και γοητεύεται από την μεγαλύτερή του κυρία Αρνού, σύζυγο ενός εμπόρου.
Μετά από αυτή τη συνάντηση ο Φρεντερίκ στριφογυρίζει μάταια γύρω από τον επίμονο έρωτά του για την μεγαλύτερή του γυναίκα. Μέχρι το 1867, ο ήρωας ενηλικιώνεται σ’ ένα Παρίσι που σπαράσσεται από τις συγκρούσεις των οπαδών της Μοναρχίας, της Δημοκρατίας και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Έρχεται σε επαφή με τραπεζίτες, υπουργούς, εκδότες και εταίρες. Συναναστρέφεται τον κόσμο του χρήματος, της πολιτικής και της τέχνης. Περνάει από τα κοσμικά σαλόνια στους εξεγερμένους δρόμους, στους δρόμους των βίαιων καταστολών. Στην πρωτεύουσα προσπαθεί, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να αναρριχηθεί στα υψηλότερα στρώματα της παρισινής κοινωνίας. Διάγοντας όμως μια ζωή οκνηρή, απλά επιβιώνει χωρίς να πετύχει σχεδόν κανένα στόχο…
Τα χρόνια κυλούν και ο Φρεντερίκ παραμένει άτολμος και αδρανής. Ο βηματισμός του χάνεται από τον ανοίκειο έρωτα για την γυναίκα που τον έχει σημαδέψει και μαζί μ’ αυτόν χάνεται και η πολύτιμη νιότη. Αυτή η αναλλοίωτη στο χρόνο αδράνεια κάνει τα όνειρα να ξεφτίζουν στη ζωή της μεγάλης πόλης.
Έφταιξε η υπερβολική λογική, η έλλειψη ευθείας γραμμής, ή μια κάποια συγκυρία, αναρωτιέται λίγο πριν το τέλος ο ήρωας χωρίς να δίνει κάποια απάντηση.
Αν και ο δεσμός που αποκτά με την κυρία Αρνού είναι σύντομος, παραμένει στη σκέψη του ως ο εφηβικός έρωτας, ως μια γυναίκα ικανή να τον προφυλάξει από τη χυδαιότητα του κόσμου, παρόλο που φοβάται «μήπως τα φόντα εξαφανίσουν τα πρώτα πλάνα».
Κι όλα αυτά σε μια εποχή ρευστή για την παρισινή ιστορία, όπου οι παιδιάστικες φαντασιώσεις των εξεγερμένων επαναστατών βαυκαλίζονταν με την ιδέα του τέλους ενός γερασμένου κόσμου που θα ερχόταν με την πτώση ενός ανάλγητου βασιλιά.
Στο μυθιστόρημα αυτό, το ανεκπλήρωτο των μεγαλεπήβολων σχεδίων εξαιτίας μιας άκρατης οκνηρής στάσης απέναντι σε οτιδήποτε στη ζωή, από διακριτικό του πρωταγωνιστή μετατρέπεται σε στάση ζωής μιας ολόκληρης γενιάς.
«Η Αισθηματική Αγωγή», έργο χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, αφού από άλλους κατατάσσεται στη ρομαντική και από άλλους στη ρεαλιστική-νατουραλιστική σχολή, χαρακτηρίζεται ως μυθοπλασία, ως σάτιρα, ακόμη και ως ντοκουμέντο.
Μυθιστόρημα χαμηλών τόνων και υψηλής τέχνης, θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς, έργο ανώτερο και από τη «Μαντάμ Μποβαρί», έργο που απεικονίζει πιστά και αισθαντικά μια ολόκληρη εποχή, οι εκπρόσωποί της οποίας όμως δεν το κατανόησαν ποτέ … Όταν ο συγγραφέας επισκέπτεται το Παρίσι μετά την Κομμούνα, κοιτάζοντας τα ερείπια, λέει στον συνοδό του: «Aν είχαν καταλάβει την Αισθηματική Αγωγή, δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά».
Ο συγγραφέας σε μιαν εποχή βαθιάς κοινωνικής αλλαγής επισημαίνει την αδράνεια, υπογραμμίζει τη χρεοκοπία, αποδομεί πρόσωπα και ιδέες καταγράφοντας τη διάλυσή τους ενώ ταυτόχρονα απομυθοποιεί τόσο τις δικές του αυταπάτες όσο και ολόκληρης της γενιάς του.
Το έργο αποτελεί ένα μυθιστόρημα μάθησης, μόρφωσης κι εκπαίδευσης, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό ένα καινούργιο λογοτεχνικό είδος. Αν και ο ρεαλισμός είναι εμφανής, ο ίδιος ο συγγραφέας τον απαρνείται, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του τροβαδούρο, ρομαντικό μιας παλιάς εποχής.
Σίγουρα πρόκειται για ένα γόνιμο έργο, το οποίο προκαλεί αντιφατικές κρίσεις, όπως και η φύση του συγγραφέα. Ένα έργο που γοήτευσε τον Μαρσέλ Προυστ, τον Φραντς Κάφκα, τον Χένρυ Τζέιμς, τον Όσκαρ Ουάιλντ και εμπνέει ακόμη και σήμερα συγγραφείς σαν τον Μάριο Βάργκας Λιόσα -«Είμαι ένας πυγμαίος δίπλα σ’ αυτόν τον γίγαντα».
Ο Φλωμπέρ ως «ο πρώτος Αδάμ ενός νέου είδους», όπως έχει χαρακτηριστεί από τον Μπόρχες, έχει σκοπό ν’ αναδείξει την πορεία του ήρωα του, που βαδίζει στη ζωή χωρίς εμπειρία, γνωρίζει την αγάπη, το θάνατο, το μίσος και ξεπερνώντας διάφορα εμπόδια φτάνει σταδιακά στην ωρίμανση.
Βέβαια μέσα από τις ανησυχίες της πορείας αυτής προς την ωρίμανση, καταφέρνει να μας μεταφέρει όχι μόνο στη βιομηχανική εποχή αλλά και στον μετέπειτα αιώνα της νεωτερικότητας.
Και σίγουρα δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο εντυπωσιακά ρομαντικός τρόπος που παρουσιάζεται η φευγαλέα αίσθηση του ατελέσφορου στην «Αισθηματική Αγωγή» του Φλωμπέρ, εμπνέει στη συνέχεια πολλά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα…
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»