Μια αραβική παροιμία λέει πως «πριν μπεις κάπου πρέπει να σκέφτεσαι πώς θα βγεις». Το λαϊκό απόφθεγμα αποδεικνύεται και στον πόλεμο του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς, όπως υπογραμμίζει η Washington Post, η ισραηλινή κυβέρνηση εξακολουθεί να μην έχει μια συνεκτική στρατηγική εξόδου.
Ακόμη και το σχέδιο που παρουσιάστηκε πρόσφατα από τον υπουργό Άμυνας για την «επόμενη ημέρα» είχε πολλά και κρίσιμα κενά σχετικά με τη διοίκηση στον παλαιστινιακό θύλακα και τον «έλεγχο ασφαλείας» από το Ισραήλ.
Οι ακροδεξιοί της ισραηλινής κυβέρνησης υποστηρίζουν τον οριστικό εκτοπισμό των Παλαιστινίων σε συνδυασμό με εγκατάσταση ισραηλινών εποίκων στη Λωρίδα της Γάζας. Όσοι αναφέρονται δημόσια σε αυτό το σχέδιο κάνουν λόγο για μια «εθελοντική μετεγκατάσταση». Ο ίδιος ο Μπενιαμίν Νετανιάχου φέρεται να υποστήριξε παρασκηνιακά αυτό το σενάριο και να προσπάθησε μάλιστα τον περασμένο Οκτώβριο, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου, να πείσει και τις ΗΠΑ για την υλοποίησή του.
Όμως η Ουάσιγκτον, αλλά και όλες οι γειτονικές αραβικές χώρες και πρωτίστως η Αίγυπτος που εμφανιζόταν ως ο πιθανότερος τόπος «μετεγκατάστασης» Παλαιστινίων, απορρίπτουν κατηγορηματικά τους εν λόγω σχεδιασμούς.
Ο Νετανιάχου επισήμως έχει αποσύρει την «πρόταση» από το τραπέζι, κυρίως λόγω των αντιδράσεων των ΗΠΑ, του ζωτικού συμμάχου του Ισραήλ, που υποστηρίζει τη «λύση των δύο κρατών» ή τουλάχιστον την παράδοση της διοίκησης της Λωρίδας της Γάζας στην Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία ελέγχει σήμερα τη Δυτική Όχθη. Η ρήξη του Λευκού Οίκου με τον ισραηλινό πρωθυπουργό αποτυπώθηκε και στο πρωτοφανές γεγονός πως ο Άντονι Μπλίνκεν και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν παρέθεσαν κοινή συνέντευξη Τύπου μετά την τελευταία τους συνάντηση.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, μετά το «ναυάγιο» των συζητήσεων, εστίασε στο γεγονός πως ο αριθμός των νεκρών αμάχων από τις επιθέσεις του ισραηλινού στρατού στη Γάζα είναι «υπερβολικά υψηλός». Περισσότεροι από 23.000 Παλαιστίνιοι, στην πλειονότητά τους άμαχοι, γυναίκες και παιδιά, έχουν σκοτωθεί, εκατοντάδες χιλιάδες έχουν εκτοπιστεί και ολόκληρες περιοχές έχουν ισοπεδωθεί.
Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, όπως αναφέρουν αμερικανικά ΜΜΕ όλο και πιο έντονα το τελευταίο διάστημα, αναγνωρίζεται ως πρόβλημα για τον Λευκό Οίκο, που αναζητά έναν τρόπο για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Το Politico μάλιστα σημειώνει πως πολλοί αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον αρχίζουν να αναρωτιούνται εάν ο ισραηλινός πρωθυπουργός είναι ο κατάλληλος για μια λύση, αλλά και εάν είναι πραγματικά ο υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων ή εάν άγεται και φέρεται από τους ακροδεξιούς πολιτικούς εταίρους του.
Η δημοτικότητα του Νετανιάχου καταρρέει στο Ισραήλ, ενώ αντιμετωπίζει ακόμη και κατηγορίες για διαφθορά. Η πραγματικότητα είναι πως ο Νετανιάχου βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό στο δεξί άκρο του πολιτικού φάσματος και ποτέ δεν υποστήριξε το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ. Το ενδεχόμενο όμως να χάσει την πρωθυπουργία και ο κίνδυνος να οδηγηθεί ακόμη και στη φυλακή, τον καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο στις επιθυμίες των ακροδεξιών μελών του κυβερνητικού συνασπισμού, οι οποίοι απορρίπτουν τις αμερικανικές προτάσεις ως φιλοπαλαιστινιακές. Εάν οι σύμμαχοί του τον εγκαταλείψουν, τότε ο «Μπιμπι», όπως πολλοί τον αποκαλούν, θα μπορούσε να βρεθεί από τον πρωθυπουργικό θώκο στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
«Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος οδηγεί το τρένο» στο Ισραήλ, ανέφερε αμερικανός αξιωματούχος στο Politico, που έχει βαθιά γνώση των αμερικανοϊσραηλινών συζητήσεων. «Υπήρξαν στιγμές που ο Νετανιάχου μας είπε ακόμη και ρητά πως τα χέρια του είναι δεμένα. “Ξέρετε υπάρχει ένας συνασπισμός. Δεν είμαι μόνος μου. Και υπάρχουν πολιτικές επιταγές”, μας είπε». Αυτήν την κατάσταση, όπως αναφέρει το Politico, επιβεβαιώνουν και άλλοι αμερικανοί αξιωματούχοι.
Ο Νετανιάχου έχει κάνει τόσους πολλούς συμβιβασμούς με τις ακροδεξιές πτέρυγες της ισραηλινής πολιτικής, που είχε καταστεί δέσμιος ακόμη και πριν από την έναρξη του πολέμου. Και η προσπάθειά του να ικανοποιεί αυτούς τους συμμάχους τον αποδυναμώνουν περαιτέρω σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για το Ισραήλ.
Ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, αμερικανός αναλυτής που διετέλεσε για χρόνια διαπραγματευτής για τη Μέση Ανατολή, περιγράφει τον Νετανιάχου ως «όλο και πιο απελπισμένο». Επιπλέον το πολιτικό του κύρος του έχει πληγεί ανεπανόρθωτα μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, καθώς ο ίδιος αυτοπροβαλλόταν ως ο καταλληλότερος για να διασφαλίσει την ασφάλεια των ισραηλινών.
Αναλυτές και αξιωματούχοι των ΗΠΑ εκτιμούν πως ο πολιτικός χρόνος του Νετανιάχου είναι περιορισμένος και παραμένει στην εξουσία λόγω της συνέχισης του πολέμου. Παρά την οργή της πλειονότητας των Ισραηλινών για την πρωτοφανή αποτυχία της ασφάλειας, αλλά και για τις εν γένει πολιτικές του Νετανιάχου, τις αυθαιρεσίες και τη διαφθορά, οι περισσότεροι, εν καιρώ πολέμου, τάσσονται υπέρ της πολιτικής σταθερότητας.
Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που επίσημα οι ΗΠΑ – τουλάχιστον προς ώρας – δεν προτίθενται να τον εγκαταλείψουν, παρότι εμφανίζεται απρόθυμος να συμβαδίσει με πολλά αμερικανικά σχέδια για τον τερματισμό της σύγκρουσης, όπως για παράδειγμα για το ρόλο που θα πρέπει να έχει η Παλαιστινιακή Αρχή την επόμενη ημέρα. Παρασκηνιακά όμως οι ΗΠΑ φέρονται να πραγματοποιούν επαφές και με πολιτικούς της αντιπολίτευσης, οι οποίοι προς ώρας σιωπούν λόγω του εν εξελίξει πολέμου και θα μπορούσαν να διαδεχθούν τον Νετανιάχου στην ηγεσία της χώρας.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι περισσότεροι Ισραηλινοί επιθυμούν ο Νετανιάχου να αποχωρήσει από την πρωθυπουργία μόλις τελειώσει ο πόλεμος. Μόλις το 15% φαίνεται να τον υποστηρίζει. Ο ίδιος όμως πρόσφατα δήλωσε πως δεν προτίθεται να παραιτηθεί μετά το τέλος της σύγκρουσης. Ειδικοί εκτιμούν πως το βασικό του κίνητρο για να παραμείνει εξουσία είναι πως οι ακροδεξιοί σύμμαχοί του θα μπορούσαν να τον προστατεύσουν από τις κατηγορίες για απάτη και δωροδοκία που αντιμετωπίζει. Και όπως υπογραμμίζουν δεν είναι συνετό να «διαγράψει» κανείς τον Νετανιάχου. Στις δεκαετίες που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ισραηλινής πολιτικής, έχει αποδείξει πως γνωρίζει πως να επιβιώνει από τις δυσκολίες και να διαχειρίζεται εχθρούς και φίλους.