Πριν πάρει σάρκα και οστά ο εμβληματικός Μανωλιός στη μικρή οθόνη, είχε προηγηθεί μια μακρά και επίμονη αναζήτηση. Ο σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης, αποφασισμένος να βρει τον ιδανικό πρωταγωνιστή για τη μεταφορά του «Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη, είδε περισσότερους από 80 ηθοποιούς. Αναζητούσε όχι απλώς έναν ικανό ερμηνευτή, αλλά ένα πρόσωπο που να κουβαλά τη σιωπή, τη γαλήνη και τη σωματική παρουσία ενός γήινου Χριστού.

Ο Αλέξης Γκόλφης εμφανίστηκε σχεδόν απρόσμενα. Ήρεμος, σεμνός, με βλέμμα βαθύ και φυσιογνωμία σχεδόν βιβλική, ενσάρκωνε αβίαστα την αθωότητα και τη θυσία του ήρωα. Ο ρόλος τού δόθηκε αμέσως – κι εκείνος, χωρίς να το γνωρίζει, φόρεσε έναν σταυρό που θα τον ακολουθούσε για μια ολόκληρη ζωή.

Η σειρά της ΕΡΤ, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, προβλήθηκε τη σεζόν 1975-76 και καθήλωσε τη χώρα. Ο Μανωλιός, ο ταπεινός βοσκός που επιλέγεται να υποδυθεί τον Χριστό στο χωριό, μεταμορφώνεται σταδιακά – όχι μόνο θεατρικά αλλά και πνευματικά. Ο Αλέξης Γκόλφης δεν έπαιζε· βίωνε. Και αυτό ήταν που τον σημάδεψε για πάντα.

Η επιτυχία τον απογείωσε, αλλά και τον παγίδευσε. Οι άνθρωποι άρχισαν να τον αντιμετωπίζουν σαν Θεάνθρωπο και όχι ως ηθοποιό. Σε συνέντευξή του στο «Έθνος» το 2002, είχε μιλήσει για την πορεία του μετά τον «Χριστό»: «Ήμουν ένας ροκ… Χριστός. Οι άνθρωποι στον δρόμο δεν με έβλεπαν σαν τον Αλέξη Γκόλφη, αλλά με αντιμετώπιζαν σαν Θεάνθρωπο. Αργότερα δεν ήθελα να προσβάλω την εικόνα που είχα δημιουργήσει με τον Χριστό με κάποια άλλη δουλειά. Στράφηκα στη μουσική. Οργάνωνα συναυλίες και έφτιαξα κλαμπ που έγιναν φυτώρια για μουσικούς, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Έτσι έμεινα μία δεκαετία στην αφάνεια. Αν ξαναζούσα τη ζωή μου, θα ήθελα έναν σύντροφο ή πολλά λεφτά, αν και ξέρω πως, ό,τι σου δίνει η ζωή, σου το παίρνει πάλι πίσω», είχε πει.

Ο Αλέξης Γκόλφης στράφηκε στο τραγούδι και άνοιξε νυχτερινά μαγαζιά – μεταξύ αυτών και το θρυλικό «Λούκι», που απαθανατίστηκε στο τραγούδι των Κατσιμιχαίων. Μα κάτι πάντα έλειπε. Η λάμψη εκείνης της πρώτης επιτυχίας τον είχε καθηλώσει σε έναν ρόλο που δεν του άφηνε περιθώριο να είναι κάτι άλλο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτα μοναξιά, φτώχεια και σιωπή. Ζούσε μόνος, σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στα Πατήσια χωρίς ρεύμα και νερό.

Στις 3 Αυγούστου 2007 κατέρρευσε στην πλατεία Κολιάτσου. Δύο μέρες μετά, έφυγε από τη ζωή από έμφραγμα. Κανείς δεν γνώριζε ποιος ήταν. Το όνομά του δεν γράφτηκε σε καμία εφημερίδα. Η σορός του έμεινε αταυτοποίητη στο νεκροτομείο για πάνω από δύο μήνες, μέχρι που τον αναγνώρισε ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης.

Η ΕΡΤ ανέλαβε τα έξοδα της κηδείας. Ο άνθρωπος που έγινε «Χριστός» για μια ολόκληρη γενιά κηδεύτηκε σιωπηλά, στις 11 Οκτωβρίου 2007, στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.

Ο Αλέξης Γκόλφης δεν ήταν ένας απλός ηθοποιός. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν κατάφερε ποτέ να αποχωριστεί τον πιο βαρύ ρόλο της ζωής του. Και ίσως, τελικά, να τον έπαιξε πιο πιστά απ’ όσο άντεχε.