Το Ισραήλ ανακοίνωσε πως περνάει στη δεύτερη φάση του πολέμου ενάντια στη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας. Ο ισραηλινός στρατός έχει ξεκινήσει τις επιχειρήσεις στον παλαιστινιακό θύλακα, ενώ οι βόμβες και τα τελεσίγραφα εκκένωσης διαδέχονται τις διεθνείς εκκλήσεις για εκεχειρία, και το αντίστροφο, σε ένα γαϊτανάκι θανάτου και φρίκης.
Η Λωρίδα της Γάζας έχει μετατραπεί σε μια κόλαση, με τους νεκρούς να ξεπερνούν ήδη τους 8.000, μεταξύ των οποίων και πολλά παιδιά, ενώ από την άλλη πλευρά του τείχους, στο Ισραήλ, τα θύματα της επίθεσης της Χαμάς ανέρχονται σε περίπου 1.400.
Στη διπλωματική σκακιέρα οι κινήσεις είναι πυρετώδεις, εστιάζοντας στο να αποφευχθεί μια γενικευμένη σύρραξη, με πιθανή εμπλοκή του Ιράν, γεγονός που θα μπορούσε να έχει ανεξέλεγκτες διεθνείς επιπτώσεις.
Οι ΗΠΑ, ζωτικός σύμμαχος του Ισραήλ, ύστερα από την κατάρρευση της στρατηγικής απεγκλωβισμού από τη Μέση Ανατολή, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην περιοχή ως δεσπόζουσα δύναμη. Ο Τζο Μπάιντεν τονίζει την αμέριστη υποστήριξη στο εβραϊκό κράτος, όμως ταυτόχρονα η Ουάσιγκτον φαίνεται να έχει σοβαρές αμφιβολίες τόσο για το επιχειρησιακό σχέδιο του Ισραήλ, όσο και για την επόμενη ημέρα στην περιοχή.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δημόσια έχει υποστηρίξει τις τελευταίες ημέρες πως η πορεία για μια μακροπρόθεσμη ειρήνη στην περιοχή περνάει μέσα από τη λύση των δύο κρατών. Και δεν είναι ο μοναδικός που παρουσιάζει αυτό το σενάριο ως μια δυνητική επιλογή. Όμως πόσο εφικτό είναι ένα τέτοιο σχέδιο;
Από τη «γέννηση» στην «καταστροφή» και στο σήμερα
Στον πυρήνα της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης βρίσκεται η διαμάχη για τα εδάφη. Κοινώς ποιος έχει το δικαίωμα – και υπό ποιες συνθήκες – να ζει στην περιοχή μεταξύ του Ιορδάνη ποταμού και της Μεσόγειου Θάλασσας, στην περιβόητη και αιματοβαμμένη «Γη της Επαγγελίας», τους αποκαλούμενους και Αγίους Τόπους. Το που αρχίζει και που τελειώνει το Ισραήλ και η Παλαιστίνη είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη ερώτηση με μια εξίσου εξαιρετικά περίπλοκη – και σχετική ανάλογα με την εκδοχή – απάντηση.
Το σιωνιστικό κίνημα του 19ου αιώνα διεκδικούσε εδάφη στην περιοχή επικαλουμενο ιστορικούς και βιβλικούς δεσμούς. Στις αρχές του 20ου αιώνα και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, με εντολή της Βρετανίας, που είχε υπό τον έλεγχό της την Παλαιστίνη (προηγουμένως τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας), η εβραϊκή μετανάστευση εντάθηκε στην περιοχή. Το μεταναστευτικό ρεύμα ενισχύθηκε και από τον αντισημιτισμό που έκανε την εμφάνισή του στην Ευρώπη. Η μαζική μετακίνηση εβραϊκού πληθυσμού πυροδότησε τις πρώτες συγκρούσεις με τον γηγενή αραβικό πληθυσμό.
Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με φόντο το εβραϊκό ολοκαύτωμα, ο ΟΗΕ, ικανοποιώντας το αίτημα του σιωνιστικού κινήματος για ένα ανεξάρτητο κράτος, υιοθετεί ένα σχέδιο διχοτόμησης της περιοχής (50-50) για τη δημιουργία δύο κρατών, ενός εβραϊκού και ενός αραβικού, ενώ για τις δύο ιστορικές πόλεις τη Βηθλεέμ και την Ιερουσαλήμ, αποφασίζεται ένα ειδικό διεθνές Καθεστώς.
Το Ισραήλ διακηρύσσει την ανεξαρτησία του, ενώ οι Άραβες, που απέρριπταν εξαρχής το εν λόγω σχέδιο, εξεγείρονται. Το νεοσύστατο εβραϊκό κράτος συγκρούεται με τους Παλαιστίνιους και μια στρατιωτική συμμαχία αραβικών χωρών (Αίγυπτος, Ιράκ, Συρία και Υπεριορδανία). Αξιοποιώντας τη συγκυρία και τη διεθνή υποστήριξη, καταφέρνει όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις αντίπαλες δυνάμεις, διατηρώντας τα εδάφη που του παραδόθηκαν, αλλά και να καταλάβει μεγάλο μέρος αυτών που είχαν αναγνωριστεί για το αραβικό κράτος.
Χιλιάδες Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν σε αυτό που αποκάλεσαν «Νάκμπα», δηλαδή «καταστροφή». Κυνηγημένοι και ανέστιοι, κατέφυγαν σε δύο περιοχές που τέθηκαν τελικά υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου («Λωρίδα της Γάζας») και της Ιορδανίας («Δυτική Όχθη» του Ιορδάνη Ποταμού). Τα πρώτα σύνορα είχαν οριοθετηθεί με τον πρώτο αραβο-ισραηλινό πόλεμο (1948 – 1949), διαμορφώνοντας το νέο χάρτη της Μέσης Ανατολής και τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα.
Το δεύτερο σημείο καμπής ήταν ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967, γνωστός και ως ο πόλεμος των Έξι Ημερών. Η επικράτηση του Ισραηλινού στρατού ήταν καθολική. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία εκδιώχθηκαν από τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη και το εβραϊκό κράτος είχε τετραπλασιάσει το αρχικό του μέγεθος, προσαρτώντας την Ανατολική Ιερουσαλήμ – πόλη τεράστιας ιστορικής και θρησκευτικής σημασίας και για τις δύο πλευρές – και παίρνοντας υπό τον έλεγχό του, τα δύο παλαιστινιακά εδάφη.
Το Ισραήλ απέσυρε τον στρατό και τους εποίκους του από τη Λωρίδα της Γάζας το 2005, μετατρέποντάς την σε μια περίκλειστη, πλήρως εξαρτώμενη, φυλακή. Ταυτόχρονα έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο για την σταδιακή προσάρτηση εδαφών της Δυτικής Όχθης μέσω των εποικισμών.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, υπήρξε μια «αχτίδα» ελπίδας, καθώς με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν και ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ, υπέγραψαν τις αποκαλούμενες συμφωνίες του Όσλο. Αυτές προέβλεπαν την αναγνώριση της Παλαιστινιακής Αρχής ως το νόμιμο φορέα αυτόνομης αλλά και περιορισμένης εξουσίας των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας και πολλοί πίστεψαν πως ήταν ένα σημαντικό βήμα για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου και ενιαίου παλαιστινιακού κράτους. Η δολοφονία του ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν από ακροδεξιό ισραηλινό σηματοδότησε και το τέλος των προσδοκιών.
«Αν δεν είναι τελείως νεκρή, είναι κοντά στο θάνατο»
Επισήμως το Ισραήλ δεν έχει εγκαταλείψει τη λύση των δύο κρατών, θέτοντας ως όρο τον απόλυτο αφοπλισμό – αποστρατικοποίηση των Παλαιστινίων και διατηρώντας την ικανότητα να ενεργεί κατά το δοκούν στις παλαιστινιακές περιοχές όταν κρίνει πως απειλείται η ασφάλειά του. Στην πραγματικότητα όμως το Ισραήλ έχει «θάψει» το σχέδιο των δύο κρατών και η κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου εδώ και χρόνια προωθεί τη στρατηγική προσάρτησης των παλαιστινιακών εδαφών μέσω των εποικισμών.
Μέσα σε μια δεκαετία, ο πληθυσμός των ισραηλινών εποίκων έχει αυξηθεί κατά 50% και η διαδικασία συνεχίζεται με μεγάλη ένταση. Παρότι η πρακτική έχει καταγγελθεί ως παράνομη από τον ΟΗΕ και έχει επικριθεί ακόμη και από τις ΗΠΑ, δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική κίνηση για να αποτραπεί. Ο ίδιος ο ισραηλινός πρωθυπουργός, πριν από μερικούς μήνες, είχε τονίσει, όπως υπενθυμίζει το Sky News, πως οι ελπίδες των Παλαιστινίων για ένα κυρίαρχο κράτος «πρέπει να εξαλειφθούν».
Ο ισραηλινός εθνικισμός απορρίπτει κατηγορηματικά το σχέδιο δύο κρατών, ενώ η υποστήριξη για μια τέτοια λύση έχει συρρικνωθεί σημαντικά εν γένει στην κοινή γνώμη του Ισραήλ. Μια δημοσκόπηση, που δημοσιεύθηκε πριν από την επίθεση της Χαμάς, έδειξε πως μόνο το 35% των Ισραηλινών πιστεύει ότι «μπορεί να βρεθεί τρόπος για να συνυπάρξουν ειρηνικά το Ισραήλ και ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος». Πρόκειται για μια πτώση 15 μονάδων από το 2013.
Στην πλευρά των Παλαιστινίων, η λύση των δύο κρατών έχει την υποστήριξη της Παλαιστινιακής Αρχής, που ελέγχεται από τη Φατάχ και θεωρητικά έχει την εξουσία στη Δυτική Όχθη. Όμως η αξιοπιστία και η υποστήριξη της Παλαιστινιακής Αρχής από τους Παλαιστίνιους έχει καταρρεύσει. Την κατηγορούν ως αποτυχημένη και διεφθαρμένη. Για αυτό το λόγο έχασε και τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας, με τη Χαμάς να αναλαμβάνει τη διοίκηση του παλαιστινιακού θύλακα.
Η ισλαμιστική οργάνωση έχει ως διακηρυγμένο στόχο την εξόντωση του Ισραήλ, που δεν συνάδει με τα σενάρια περί συνύπαρξης δύο κρατών. Στο παρελθόν είχε αναφερθεί – περισσότερο προσχηματικά – στο ενδεχόμενο συζητήσης μόνο στη βάση των συνόρων προ του 1967, καθώς εκ των πραγμάτων αυτά τα σύνορα δεν υπάρχουν πλέον.
Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν, αν και επανέφερε στο προσκήνιο τη λύση των δύο κράτων, φαίνεται να γνωρίζει πως αυτή απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως ένα πιθανό σενάριο. Αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, μιλώντας υπό το καθεστώς ανωνυμίας στο Associated Press, το παραδέχτηκε: «Γνωρίζουμε ότι οι εκκλήσεις του Μπάιντεν για μια λύση δύο κρατών είναι φιλόδοξες και ίσως όχι εφικτές στο άμεσο μέλλον […] Ωστόσο, ο Πρόεδρος πιστεύει ότι είναι σημαντικό για τον ίδιο και την κυβέρνησή του να μεταδώσουν “ελπίδα” και να καταστήσουν σαφές ότι η κυβέρνησή τους υποστηρίζει ένα παλαιστινιακό κράτος».
Εξάλλου, ενόψει και των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2024, τα περιθώρια διαμεσολάβησης για ένα τέτοιο σχέδιο είναι περιορισμένα, ενώ απορρίπτεται και από τους Ρεπουμπλικάνους. Υπενθυμίζεται πως ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.
«Η λύση των δύο κρατών βασίστηκε στη δημιουργία του Ισραήλ, αλλά δεν λειτούργησε όπως είχε προγραμματιστεί. Αυτό που ξεκίνησε στο μυαλό του ΟΗΕ ως μια διάσπαση 50-50 της, μετά τον πόλεμο του 1948 ήταν περισσότερο από 50% για το Ισραήλ και μετά το 1967 ήταν 100%», σημειώνει στο NPR ο Jon Alterman, διευθυντής του προγράμματος Μέσης Ανατολής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.
Ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, ο οποίος υπηρέτησε ως σύμβουλος για θέματα Μέσης Ανατολής στις κυβερνήσεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών στις ΗΠΑ, υπογράμμισε πως η πρόσφατη έμφαση που έδωσε ο Τζο Μπάιντεν στη λύση δύο κρατών είναι «φιλόδοξη συζήτηση», αλλά «ουσιαστικά είναι μια αδύνατη αποστολή». Ο Άντονι Κορντσμαν, ομότιμος Πρόεδρος Στρατηγικής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS), υπογραμμίζει σε ανάλυσή του: «Η τρέχουσα σύγκρουση δείχνει πως η λύση δύο κρατών μπορεί να μην είναι τελείως νεκρή, αλλά είναι τόσο κοντά στον θάνατο που οι προσπάθειες για την αναβίωσή της είναι θυμίζουν περισσότερο μια διπλωματία ζόμπι».