Παλιά υπήρχε ένα ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο εκπρόσωποι απ’ όλες τις αστυνομίες του κόσμου, μαζεύτηκαν έξω από ένα δάσος. Εκεί, λοιπόν, ο διοργανωτής της συνάντησης είπε πως καλύτερη αστυνομία θα αναδειχθεί αυτή που οι εκπρόσωποί της θα μπουν μέσα στο δάσος και θα συλλάβουν μια καλά εκπαιδευμένη αρκούδα. Πρώτα μπήκαν οι της Scotland Yard που πάλευαν επί ημέρες άδικα. Έπειτα ήταν η σειρά του FBI. Μια από τα ίδια.
Με τα πολλά, μπαίνουν και οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Αστυνομίας οι οποίοι περίπου μισή ώρα αργότερα βγαίνουν κρατώντας σιδηροδέσμια μια αλεπού την οποία πετάνε μπροστά στα πόδια του διοργανωτή, ο οποίος έκπληκτος τους ρωτάει τι ακριβώς είναι αυτό. Οι Έλληνες αστυνομικοί, απευθυνόμενοι στην αλεπού, της λένε «μίλα ρε» και εκείνη άρχισε να φωνάζει… ομολογώντας «εγώ είμαι η αρκούδα! Εγώ είμαι η αρκούδα»!
Από την εποχή, βέβαια, που κυκλοφορούσαν τέτοια ανέκδοτα μέχρι και σήμερα έχουν περάσει πολλά χρόνια και έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της αστυνομικής έρευνας. Όχι ότι δεν υπάρχουν πλέον τέτοιου είδους πρακτικές. Απλά, στο σήμερα, η Ελληνική Αστυνομία έχει δυο συμμάχους στη μάχη κατά του εγκλήματος.
Ο πρώτος σύμμαχος είναι η τεχνογνωσία που αρχής γενομένης από την περίοδο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μεταλαμπαδεύτηκε σε αξιωματικούς από ανάλογες, διακεκριμένες υπηρεσίες του εξωτερικού (όπως η προαναφερθείσα Scotland Yard). Ο δεύτερος σύμμαχος είναι η τεχνολογία. Και δεν μιλάμε για τα μέσα που έχει στη διάθεσή της η ΕΛ.ΑΣ. αλλά στο ότι πλέον ο άνθρωπος, και άρα και οι εγκληματίες, έχουν εθιστεί τόσο πολύ σε αυτή που, δεν υπολογίζουν πως η τεχνολογία είναι τελικά που μπορεί να τους οδηγήσει στη φυλακή.
Τελευταίο, τρανό, παράδειγμα για όλα τα παραπάνω η γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά που συγκλόνισε το πανελλήνιο.
Η τεχνολογία άλλαξε τον τρόπο έρευνας της αστυνομίας
Παλιά τα πράγματα ήταν πιο απλά αλλά και πιο δύσκολα για έναν αστυνομικό που βρισκόταν μπροστά στη σκηνή ενός εγκλήματος. Έπρεπε να συλλέξει προσεκτικά κάθε στοιχείο, να μιλήσει με πιθανούς μάρτυρες ή ανθρώπους που μπορεί να ήξεραν το υπόβαθρο μιας αιματηρής ιστορίας.
Η έρευνα που θα έκανε, αν ο δράστης είχε καλύψει καλά τα ίχνη του, θα ήταν επίπονη και δεν αποκλείεται να αργούσε να δώσει κάποια απτά αποτελέσματα. Εξίσου πιθανό ήταν να μην δώσει ποτέ αποτελέσματα. Πολλά είναι τα εγκλήματα τα οποία έμειναν ανεξιχνίαστα.
Στο σήμερα, πλέον, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα αλλά και πιο… «εύκολα» για έναν ερευνητή ο οποίος έχει στα χέρια του πολλά εργαλεία τα οποία του προσφέρει η τεχνολογία.
Αρχικά υπάρχουν οι κάμερες. Πλέον υπάρχουν παντού και καταγράφουν κάθε κίνηση. Ένας αστυνομικός που ερευνά ένα έγκλημα μπορεί να εντοπίσει, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της αντίστροφής έρευνας, πώς πήγε στη σκηνή του εγκλήματος ο δράστης, πώς έφυγε και βέβαια το δρομολόγιο που ακολούθησε.
Μετά υπάρχουν τα κινητά τηλέφωνα. Αυτά είναι ένας πραγματικός θησαυρός για τους αστυνομικούς. Ακόμα κι αν δεν είχε μαζί του ο δράστης μπορούν με την ανάλυση να μάθουν τα πάντα για τις τελευταίες κινήσεις του θύματος και έτσι (ίσως και σε συνδυασμό με τις κάμερες) να έχουν μια πλήρη εικόνα του τι προηγήθηκε.
Μέσα στα κινητά υπάρχουν τα apps, οι εφαρμογές. Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά είναι μια απόδειξη του πόσα στοιχεία μπορούν να δώσουν. Από τις κινήσεις θύτη και θύματος μέχρι το στίγμα για το πριν και το μετά μιας εγκληματικής ενέργειας.
Κομβικά στοιχεία για την έρευνα είναι οι επαφές θύτη και θύματος. Με ποιους μίλησαν, πότε μίλησαν, τι είπαν κλπ κλπ είναι μερικά από αυτά που μπορούν να ανακαλύψουν οι αστυνομικοί. Είναι δεδομένο πως αν ένα κινητό τηλέφωνο φτάσει στα εγκληματολογικά εργαστήρια, πλέον μπορεί να δώσει περισσότερες απαντήσεις από τις… ερωτήσεις που μπορεί να έχουν οι αστυνομικοί. Από τα εργαστήρια μπορεί να προκύψει ένα πλήρες προφίλ της κοινωνικής και όχι μόνο ζωής του δράστη ή του θύματος.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν το internet αλλά και τα social media. Το internet ειδικά είναι για τον κάθε έναν από εμάς ένα διαρκές και ορθάνοιχτο βιβλίο που μπορεί να διαβάσει ο κάθε αστυνομικός. Τι αναζητήσεις κάνουμε. Σε τι σελίδες μπαίνουμε. Τι μας αρέσει να κοιτάμε. Τι άρθρα μας ενδιαφέρουν. Ένα πλήρες και αναλυτικό ιστορικό. Και αν κάποιος νομίζει πως μπορεί να τα σβήσει όλα αυτά είναι γελασμένος.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι εκατοντάδες τα εγκλήματα που έχουν εξιχνιαστεί επειδή οι δράστες κάποια στιγμή είχαν βάλει στο google την φράση «πως καθαρίζεται το αίμα»! Όλα μπορούν να ανακτηθούν στα εγκληματολογικά εργαστήρια. Ακόμα και αυτά που για ευνόητους λόγους οι αστυνομικοί λένε πως δεν μπορούν να ανακτήσουν. Οι τρόποι για μυστική περιήγηση στο διαδίκτυο είναι εξαιρετικά συγκεκριμένοι και η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν γνωρίζει όχι το πώς να το κάνει αλλά ούτε καν την ύπαρξή τους…
Τέλος, σε ότι αφορά τα social media, πιθανότατα μιλάμε για τον πλέον μεγάλο σύμμαχο των διωκτικών αρχών. Επαφές, συνομιλίες, καθημερινές συνήθειες, που πάμε (τα περιβόητα check in) ακόμα και το τι τρώμε ή τι πίνουμε, το προσφέρουμε μόνοι μας και απλόχερα. Και πριν σκεφτεί κάποιος πως ένας δολοφόνος δεν συμπεριφέρεται σαν… απλός άνθρωπος, θα πρέπει να το ξανασκεφτεί γιατί ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρωποκτονιών γίνεται από απλούς ανθρώπους που μέχρι και τη στιγμή που έφτασαν στο έγκλημα είχαν μια απόλυτα φυσιολογική ζωή.
Το ελληνικό CSI
Για να αποκτήσουν αξία, όμως, όλα τα παραπάνω θα πρέπει να υπάρχουν τα περίφημα εγκληματολογικά εργαστήρια. Εκεί, δηλαδή, που αποκρυπτογραφούνται τα πάντα και λύνονται όλα τα μυστήρια.
Στην Ελλάδα το πρώτο «Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικής Σημάνσεως» συστήθηκε και λειτούργησε στην Αθήνα το 1919, το οποίο το 1925 μετονομάστηκε σε «Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων». Το 1929 το Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ονομάστηκε «Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών». Το έτος 1992 αναβαθμίστηκε σε «Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών» και έγινε αυτοτελής Κεντρική Υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. Υπάγεται απευθείας στον Αρχηγό του Σώματος, η δε τοπική της αρμοδιότητα εκτείνεται σε όλη την επικράτεια.
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, έχει ως αποστολή: τη διερεύνηση της σκηνής του εγκλήματος. Την περισυλλογή και την αξιοποίηση των ιχνών και πειστηρίων με τη χρησιμοποίηση σύγχρονου εξοπλισμού. Τη σύνταξη εκθέσεων εργαστηριακών πραγματογνωμοσυνών, εφαρμόζοντας σύγχρονες επιστημονικοτεχνικά τεκμηριωμένες, διεθνώς αναγνωρισμένες και δικαστικά παραδεκτές μεθόδους.
Την οργάνωση των εγκληματολογικών αναζητήσεων προς ανακάλυψη καταζητούμενων και την ανεύρεση εξαφανισθέντων ατόμων. Τη μέριμνα για την επαγγελματική επιμόρφωση στις επιστημονικές και τεχνικές μεθόδους της εγκληματολογίας, τόσο των στελεχών της, όσο και άλλων Φορέων προκειμένου να εντάξουν τις εγκληματολογικές μεθόδους στις διαδικασίες τους.
Παροχή επιστημονικοτεχνικής υποστήριξης σε διάφορα πεδία αρμοδιότητάς της, π.χ. κατάρτιση τεχνικών προδιαγραφών για έγγραφα ασφαλείας, όπως ταυτότητες και διαβατήρια. Ανθρωπιστική προσφορά των Εγκληματολογικών Επιστημών, όπως η αναγνώριση θυμάτων μαζικών καταστροφών/αναγνώριση σορών μεταναστών / επανένωση οικογενειών.
Το αρχηγείο της Δ.Ε.Ε. είναι ένα επιβλητικό πενταώροφο κτήριο 32.000 τ.μ. στη Λεωφόρο Αθηνών. Εκεί μέσα υπάρχει ο τμήμα πυροβόλων όπλων όπου ερευνώνται εξονυχιστικά όλα τα όπλα, κάλυκες ή θραύσματα που εντοπίζονται σε μια σκηνή εγκλήματος μετά από μια εγκληματική ή τρομοκρατική ενέργεια. Το τμήμα εξερευνήσεων της Δ.Ε.Ε. όπου σε μια βάση δεδομένων φυλάσσονται τα χιλιάδες αποτυπώματα που λαμβάνει η ελληνική αστυνομία από όσους συλλαμβάνει τις τελευταίες δεκαετίες.
Το προσωπικό της αποτελείται από γραφολόγους, δακτυλοσκόπους, εξερευνητές, εξεταστές ψηφιακών πειστηρίων, βιολόγους, χημικούς, ειδικούς πληροφορικής, φυσικούς.
Τέλος, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν μέσα σε όλα αυτά, δεν υπολογίζαμε και τη σπουδαία δουλειά που γίνεται στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και την πολύτιμη βοήθεια που δίνουν οι «χάκερς» της Ελληνικής Αστυνομίας στους συναδέλφους τους που ερευνούν κάποιο έγκλημα.