Η δολοφονία της Καρολάιν από τον σύζυγό της ήταν η αφορμή να ανοίξει «ο ασκός του Αιόλου» για τον όρο «γυναικοκτονία». Αρκετοί είναι όσοι έσπευσαν να πουν ότι θεωρούν τη χρήση του «υπερβολή». Να τονίσουν ότι δεν υπάρχει λόγος να διαχωρίζουμε τη γυναικοκτονία από την ανθρωποκτονία καθώς πρόκειται για κάτι… σεξιστικό. Άλλοι πάλι διαμήνυσαν πως ο διαχωρισμός είναι αναγκαίος ώστε να δοθεί ένα τέλος στα εγκλήματα με θύματα γυναίκες και να είναι παραδειγματική η τιμωρία όσων έβαψαν τα χέρια τους με αίμα.
Τι όμως τελικά ενοχλεί περισσότερο; Ο όρος ή η χρήση του; Πότε καταγράφηκε για πρώτη φορά; Ή άρνηση του να χρησιμοποιείται αποτελεί μισογυνισμό ή ίσως ένα δείγμα του ότι δεν επιθυμούμε να δούμε την αλήθεια με «γυμνά» μάτια;
Ο όρος «γυναικοκτονία» για πρώτη φορά καταγράφηκε σε νομικό λεξικό το 1801 ως «femicide» από τον Joh Corry. Στη σύγχρονη εποχή όμως αποδίδεται στη συγγραφέα, ακτιβίστρια και φεμινίστρια Dianna Russell. Ήταν 1976 όταν τη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στο Διεθνές Δικαστήριο για τα Εγκλήματα κατά των γυναικών αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «χρειάζεται να φθάσουμε σε μία συναίνεση προκειμένου να περιγράψουμε αυτό το σύνθετο, πολυεδρικό και πολιτισμικά εξαρτώμενο έγκλημα».
Ο όρος αξίζει να σημειωθεί πως έχει καθιερωθεί επιστημονικά και ο ορισμός του έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων.
Σύμφωνα λοιπόν με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων η λέξη «γυναικοκτονία» χρησιμοποιείται για τις δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους. «Φωτογραφίζει» τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από τον ερωτικό της σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία ως αποτέλεσμα μισογυνισμού. Αναφέρεται στη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής» και λοιπές μορφές δολοφονίας, όπως τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, και περιπτώσεις που συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.
Ο όρος «femicidio» που προέρχεται από το αγγλικό «femicide» εκτενώς χρησιμοποιείται στη Λατινική Αμερική και αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση της ανησυχητικής κλιμάκωσης των πολύ βίαιων δολοφονιών με θύματα γυναίκες και κορίτσια.
Γιατί η «γυναικοκτονία» αξίζει ξεχωριστή λέξη;
Η δικηγόρος Μίνα Καούνη μιλάει στο Newsbeast εξηγώντας πως η «γυναικοκτονία» αξίζει ξεχωριστή λέξη, διότι συνδέεται με τη συστημική βία.
«Είναι η δολοφονία εκείνη που δεν έχει απλά θύμα μια γυναίκα (για άσχετους κατά τα άλλα λόγους), αλλά μία γυναίκα αποκλειστικά για έμφυλους λόγους» τονίζει εξηγώντας: «Οι λέξεις έχουν υπόσταση και δύναμη, κουβαλούν και αντανακλούν την τοποθέτηση της κοινωνίας, η οποία είναι βαθιά σεξιστική και αλλάζει πολύ αργά και βασανιστικά. Για την καταγωγή και το περιεχόμενο της λέξης ”γυναικοκτονία” έχουν γραφτεί άπειρα άρθρα, υπάρχουν αναλύσεις και μελέτες σε πολυάριθμες σελίδες στο ίντερνετ τόσο λεξιλογικά όσο και κοινωνικά, έχει υπάρξει αντικείμενο διδακτορικών διατριβών».
«Η άρνηση του όρου γυναικοκτονία συνιστά συγκεκαλυμμένο μισογυνισμό»
«Η άρνηση του όρου γυναικοκτονία και μάλιστα τόσο έντονα, δεν είναι αθώα, αλλά συνιστά συγκεκαλυμμένο μισογυνισμό και μία απολίτικη και ανιστόρητη πρόσληψη της πραγματικότητας. Είναι, επίσης, ένα δείγμα τού να μη θέλεις να δεις όσα συμβαίνουν, να αδυνατείς να συλλάβεις την ουσία των τεκταινομένων, την ιεράρχηση των διακυβευμάτων και τις βαθιές εξουσιαστικές σχέσεις που τα διέπουν. Δεν είναι, λοιπόν, αθώα αυτή η ενόχληση και άνευ συνεπειών, όταν πλέον γνωρίζουμε, με βάση στοιχεία του ΟΗΕ, ότι 50.000 γυναίκες τον χρόνο δολοφονούνται από άντρες της οικογένειάς τους, τη στιγμή που το αντίστροφο στατιστικό νούμερο -άντρες που δολοφονούνται από γυναίκες της οικογένειάς τους- είναι αμελητέα. Όταν, πλέον, είναι κοινή γνώση ότι η έμφυλη βία και συγκεκριμένα η ενδοοικογενειακή βία έχει καταστεί για τις Ευρωπαίες μεταξύ 15 και 44 χρόνων η πρώτη αιτία αναπηρίας και θανάτου, αφήνοντας πίσω ακόμη και τα αυτοκινητικά δυστυχήματα ή τον καρκίνο.
Στη χώρα που ζούμε, όσον αφορά στις γυναικοκτονίες, το 2019 είχαμε 13, 8 το 2020 και 4 μέσα στο 2021, με τη δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν, να είναι η τέταρτη μέσα στο α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους» επισημαίνει η Μίνα Καούνη.
Γιατί πρέπει να εισαχθεί στο Δίκαιο ως νομικός ορισμός;
Σύμφωνα με τη δικηγόρο που μίλησε στο Newsbeast πρέπει να εισαγάγουμε στο Δίκαιό μας τη γυναικοκτονία, ως νομικό ορισμό, «ώστε το συγκεκριμένο αδίκημα να αναγνωρισθεί νομικά ως η εκ δόλου αφαίρεση της ζωής γυναικών, επειδή είναι γυναίκες, ως έγκλημα το οποίο σχετίζεται με πολιτισμικά συμφραζόμενα που θέλουν τη γυναίκα, χωρίς το αυτονόητο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός τους, το δικαίωμά τους να ορίζουν την προσωπική τους ζωή».
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Όπως εξηγεί η Μίνα Καούνη «είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους: αφενός τα εγκλήματα της έμφυλης βίας να υπαχθούν σε ένα πιο αυστηρό πλαίσιο ποινής, αφετέρου η πραγματική έκτιση της ποινής να είναι μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα για τους λοιπούς καταδικασθέντες. Η εισαγωγή στον Ποινικό Κώδικα αυστηρότερων ποινών σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών θα μπορούσε να γίνει με διαφόρους τρόπους. Η ένταξη αυτή θα μπορούσε να γίνει είτε προσθέτοντας ΜΙΑ ΣΑΦΗ ΚΑΙ ΑΜΕΣΗ βάση διακρίσεως στο άρθρο 82Α του Ποινικό Κώδικα, είτε εισάγοντας επιβαρυντική περίσταση απευθείας στο άρθρο 299 Π.Κ. Υπάρχει στο ισχύον δίκαιο το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα, που έχει τίτλο “έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά”. Αυτό το άρθρο ορίζει ότι, εάν ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω μιας ιδιότητάς του, τότε το πλαίσιο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται. Ειδικά για τα κακουργήματα, “το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη”. Στο υπάρχον άρθρο 82Α υπάρχει η φράση ”έγκλημα κατά παθόντος λόγω ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου”, αλλά, αφενός είναι αόριστη αφετέρου αμφισβητείται έντονα αν αντικατοπτρίζει την έμφυλη βία ή τα ίντερσεξ άτομα και γι’ αυτό δεν έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα στη νομολογία».
«Επίσης, στην επιμέτρηση της ποινής κατ’ άρθρο 79 Ποινικού Κώδικα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί το έγκλημα της γυναικοκτονίας και της έμφυλης βίας. Πέρα από τις πρακτικές συνέπειες ενός τέτοιου μέτρου, αναμφισβήτητα, η εισαγωγή επιβαρυντικής περίστασης υποδηλώνει την αναγνώριση του φαινομένου και αποκτά και συμβολικό χαρακτήρα. Από την άλλη, μεγάλο ζήτημα ανακύπτει και με την πραγματική έκτιση της ποινής. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 299 Ποινικό Κώδικα προβλέπει ”όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών”. Σύμφωνα με το άρθρο 105Β παρ. 6 ”προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαέξι έτη… Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε έτη”» σημειώνει η δικηγόρος.
«Ένα άλλο ζήτημα, που τίθεται πιεστικά στις ημέρες μας είναι το ζήτημα της απόλυσης υπό όρον γενικά και ειδικά στα εγκλήματα γυναικοκτονιών, βιασμών κλπ. Στο τωρινό σύστημα υπάρχει μόνο στο αρ.106 Ποινικό Κώδικα η προϋπόθεση της ”καλής διαγωγής” μέσα στη φυλακή δηλαδή να μην έχει δημιουργήσει οποιαδήποτε προβλήματα ο κρατούμενος. Ένα κριτήριο γραφειοκρατικό και απλουστευτικό» υπογραμμίζει η Μίνα Καούνη προσθέτοντας πως
«δεν θα έπρεπε, όμως, να συνδέεται ο ΟΡΟΣ αυτός με ουσιαστικά κριτήρια εκπαίδευσης, αναμόρφωσης και ουσιαστικής δυνατότητας επανένταξης στην κοινωνία; Αν δηλαδή έχει αλλάξει όλο το σύστημα πεποιθήσεων σχετικά με την κουλτούρα βιασμού ,την αυτοδιάθεση, την ύπαρξη γενικά των γυναικών; Και από ποιο δικαστικό συμβούλιο θα κρίνεται αυτός ο όρος για να αποφυλακιστεί ο βιαστής ή ο γυναικοκτόνος; Από δικαστές σύγχρονους και ενημερωμένους και, κυρίως, χωρίς σεξιστικές προκαταλήψεις ή απλώς από δικαστές που θα κοιτάνε, τυπολατρικά, την χρονική διάρκεια παραμονής στη φυλακή και τα πειθαρχικά παραπτώματα; Άλλωστε, και η νομολογία του ΕΔΔΑ και η ΕΣΔΑ αναφέρει, ότι κάθε χώρα πρέπει να προβλέπει προϋποθέσεις υφ’ όρον απόλυσης ενός καταδικασθέντος σε ισόβια, αλλά οι αρμόδιες δικαστικές αρχές θα κρίνουν κυριαρχικά αν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις.
Θεωρώ ότι οι προϋποθέσεις απόλυσης υπό όρον είναι πολύ πιο ουσιαστικές και σημαντικές από την αυστηροποίηση των ποινών, για την οποία, πολλές φορές, και η εγκληματολογία έχει επιχειρηματολογήσει ότι δεν προσφέρουν σχεδόν τίποτα στη μελλοντική επανένταξη του κρατούμενου. Με τη σημερινή κατάσταση δε των σωφρονιστικών συστημάτων, η επαύξηση απλώς και μόνον των ποινών θα είναι μέτρο εντυπωσιασμού και κοινωνικής αποφόρτισης. Επομένως, όλα αυτά τα αδικήματα πρέπει να περιβληθούν τον μανδύα των αδικημάτων έμφυλης βίας, ώστε να αυστηροποιηθεί το πλαίσιο ποινής και να εισαχθούν μέτρα αναμόρφωσης και συνειδητοποίησης του δράστη. Δεν απαιτούμε ένα κράτος αυστηρό και μια δικαιοσύνη παρωχημένη. Απαιτούμε ένα κράτος δικαίου με ίσα δικαιώματα, με κοινωνική αλληλεγγύη, ισότιμο και αντάξιο των τόσων αγώνων. Κι αυτό σημαίνει συνεχή και επίμονη επαγρύπνηση».
Η γυναικοκτονία διαχωρίζεται από την ανθρωποκτονία σε 16 κράτη της Ε.Ε.
Στην Ε.Ε. ο όρος διαχωρίζεται από την ανθρωποκτονία σε 16 κράτη ενώ σε 12 (μεταξύ αυτών η Ελλάδα) δεν διαχωρίζεται, διευκρινίζει η Μίνα Καούνη προσθέτοντας: «Η Κυπριακή Δημοκρατία πέρασε, πρόσφατα, στο επόμενο επίπεδο όσον αφορά τη στοχευμένη αντιμετώπιση του ζητήματος, καθώς εισάγει τον όρο γυναικοκτονία ως νέο αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα. Στην Αγγλία και στην Ουαλία έγινε η αρχή για να αναγνωρίζονται τα εγκλήματα με μισογυνιστικό κίνητρο, ως εγκλήματα μίσους και επιπλέον λαμβάνονται στοχευμένα μέτρα, ώστε να αποφεύγεται η δευτερογενής θυματοποίηση των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας ή βιασμών στις αίθουσες δικαστηρίου».
«Η εισαγωγή του όρου γυναικοκτονία στο ποινικό μας σύστημα θα ήταν και ένας τρόπος να ενισχυθεί η συλλογή και η επεξεργασία τέτοιων στοιχείων, που δυστυχώς λείπουν από τη χώρα μας, ώστε να καταγράφονται επισήμως τέτοια περιστατικά ως γυναικοκτονίες, αλλά και να αντιμετωπίζονται αρμοδίως από τις δικαστικές Αρχές. Οι ταξινομήσεις και οι κατηγοριοποιήσεις έχουν ένα πολύ σημαντικό στόχο: την ανάπτυξη πολιτικών μέχρι και την κατανομή πιστώσεων. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι απαραίτητες δομές ψυχολογικής και νομικής στήριξης, ενημέρωσης, πρόληψης και φροντίδας» τονίζει η Μίνα Καούνη.
«Σε αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει να παραμένουμε αδρανείς σε μια ουδέτερη θέση. Δεν υπάρχει ουδέτερη θέση. Η ακινησία σε αυτό το περιβάλλον είναι χειρότερη από το να τρέχεις προς τα πίσω. Αυτή εδώ είναι η στιγμή. Αυτή είναι η δοκιμασία μας. Προτού σκοτωθεί ακόμα μια γυναίκα, προτού περισσότεροι νεαροί βιαστές μπορέσουν να ισχυρισθούν με δάκρυα στα μάτια ότι ”δεν ήξεραν”, η ευθύνη ανήκει στον καθένα -στους άνδρες και στα αγόρια και όλους αυτούς και αυτές που τους αγαπάνε- να ορθώσουμε το ανάστημά μας και να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας. Κι αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να γίνει μια καθοριστική στροφή στις γνώμες, στις απόψεις, στην εκφορά του λόγου που αρθρώνεται στα media. Γιατί ο σημερινός είναι ένας λόγος που πληγώνει, που θυματοποιεί δευτερογενώς, που παραπληροφορεί ,που στιγματίζει το θύμα και ξεπλένει τους κακοποιητές. Τώρα είναι η στιγμή να φωνάξουμε: ΦΤΑΝΕΙ, και να διεκδικήσουμε και τα ΜΜΕ που μάς αξίζουν» επισημαίνει κλείνοντας η δικηγόρος Μίνα Καούνη.