Τη δεκαετία του ’90 τα εγκλήματα ρατσιστικής φύσης ήταν μεν αρκετά ωστόσο πολύ μικρός αριθμός από αυτά έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Κάποια, λίγα σχετικά, έφταναν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ή στις οθόνες των τηλεοράσεών μας μέσω εκτενών ρεπορτάζ του Τύπου. Κάποια γίνονταν γνωστά μέσω της δράσης αντιφασιστικών ή αντιρατσιστικών οργανώσεων η οποία θα έρχονταν σαν απάντηση σε κάποιο επεισόδιο ρατσιστικής βίας.
Σε δημοσίευση της Αναστασίας Χαλκιά, Δρ. Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου με όνομα «Εγκλήματα ρατσιστικού μίσους στην Ελλάδα της κρίσης» αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν έως τώρα επίσημα στατιστικά στοιχεία για τα εγκλήματα μίσους εν γένει και το ρατσιστικό έγκλημα ειδικότερα. Στις ετήσιες εκθέσεις που συντάσσει ο ΟΑΣΕ, η Ελληνική Αστυνομία στέλνει κάθε χρόνο ως καταγεγραμμένα περίπου δύο περιστατικά. Αριθμός που δεν αποτυπώνει σε καμιά περίπτωση το φαινόμενο, αποτυπώνει, όμως, την έως τώρα, έλλειψη πολιτειακής βούλησης για την αναγνώριση και την αντιμετώπισή του».
Τον Οκτώβριο του 1999 η Αθήνα ήρθε αντιμέτωπη με μία πρωτοφανή υπόθεση μαζικών επιθέσεων σε μετανάστες στο κέντρο της πόλης. Με πρόθεση δολοφονίας τους. Η υπόθεση του ρατσιστή δολοφόνου Παντελή Καζάκου είχε συνταράξει στο πανελλήνιο.
Όχι μόνο για την ίδια την βιαιότητα των πράξεών του αλλά για το πώς ο δράστης αντιμετώπισε τις πράξεις του και πώς τις υπερασπίστηκε στο δικαστήριο.
Ο «ρατσιστής δολοφόνος» και πώς μπήκε στα πρωτοσέλιδα
Αλλοδαποί για συνεχόμενες μέρες βρίσκονταν αιμόφυρτοι σε δρόμους του κέντρου με αρκετά σημάδια από σφαίρες στα κορμιά τους. Κάποιοι δεν τα κατάφεραν και έχασαν τη μάχη με το θάνατο. Κάποιοι επέζησαν με σημάδια τόσο βαθιά για να τους θυμίζουν για πάντα την κτηνωδία που βίωσαν γιατί απλά… δεν ήταν Έλληνες.
Αυτό ήταν και το κοινό χαρακτηριστικό των θυμάτων. Στοιχείο που οδήγησε τις αρχές σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ήταν σαφές ότι τα κίνητρα του εκτελεστή ήταν ρατσιστικά.
Η ασφάλεια δεν άργησε να φτάσει στην ταυτότητα του δράστη καθώς οι μαρτυρίες όσων επέζησαν ταίριαζαν. Ο 23χρονος τότε Παντελής Καζάκος, γιος αστυνομικού, εργαζόταν ως υπάλληλος ασφαλείας στην ΕΡΤ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν δει το φως της δημοσιότητας από τα δημοσιεύματα της εποχής ο νεαρός είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με ναρκωτικά αλλά είχε καταφέρει να απεξαρτηθεί.
Όσοι είχαν εξετάσει την περίπτωσή του είχαν αποφανθεί ότι οι πράξεις του δεν είχαν κάποια ψυχολογικό αίτιο αλλά ένα μίσος αβυσσαλέο προς οτιδήποτε ξένο.
Τραγικός απολογισμός της φονικής «βόλτας» που έκανε ο Καζάκος σε περιοχές με έντονη παρουσία μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας ήταν δύο νεκροί και επτά τραυματίες εκ των οποίων οι δύο περνούν την υπόλοιπη ζωή τους σε αναπηρικό καροτσάκι. Από τους υπόλοιπους, οι πιο πολλοί αντιμετωπίζουν μέχρι σήμερα πολλά προβλήματα, αφού η υγεία τους δεν κατάφερε να αποκατασταθεί πλήρως μετά τα χτυπήματα από το φονικό όπλο μάρκας Μπράουνινγκ.
Το φονικό «σεργιάνι»
Ο Καζάκος έδρασε μέσα σε 4 μέρες σύμφωνα με την Ασφάλεια. Βάσει στοιχείων όλες οι επιθέσεις έλαβαν χώρα μεταξύ 19ης και 22ας Οκτωβρίου του 1999.
Οι ώρες που δρούσε ο «δολοφόνος με το Μπράουνινγκ» ήταν από τις 21:00 το βράδυ μέχρι τις 04:00 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας. Ήταν τόσο ψυχρός εκτελεστής και συνειδητοποιημένος για αυτό που έκανε που μόλις τελείωνε η «αποστολή» του επέστρεφε κανονικά στη δουλειά του.
Από τη Φυλής στη Λιοσίων και από το Μεταξουργείο στα Εξάρχεια, τον Κεραμεικό και την Κουμουνδούρου, ο ρατσιστής δολοφόνος σκορπούσε τον τρόμο στους δρόμους της Αθήνας.
Όπως δήλωσε αργότερα στη δίκη του, όποιος δεν ταίριαζε στο προφίλ που εκείνος είχε φτιάξει για τον «υγιή Έλληνα» που είχε δικαίωμα να κυκλοφορεί, έπρεπε να πεθάνει. «Έφυγα από το σπίτι μου με το πιστόλι, αποφασισμένος να σκοτώσω όποιον αλλοδαπό έβλεπα στο δρόμο, γιατί το κακό μ’ αυτούς έχει παραγίνει», παραδέχτηκε κυνικά στο δικαστήριο.
Τα θύματά του είχαν ονοματεπώνυμο:
Χοσέβι από το Κουρδιστάν (νεκρός)
Ουντεσιάνι Τζορτζ από τη Γεωργία (νεκρός από σφαίρα στο στήθος)
Νταντόν Μοχάμεντ από το Μπαγκλαντές (τραυματίας από σφαίρα στο πρόσωπο)
Αχμέντ Νεσάρ από το Πακιστάν (τραυματίας από σφαίρα στον αυχένα)
Σαρίφ Μοχάμεντ από το Κουρδιστάν (τραυματίας)
Ρασούλ Γιουσέφ από το Κουρδιστάν (τραυματίας)
Μάρκους Κόφι – Τόμι από τη Γκάνα (τραυματίας)
Σαάντ Ελ Σαντί από την Αίγυπτο (τραυματίας)
Αμπντούλ Τίμοθι από τη Νιγηρία (τραυματίας)
«Εγώ τον συγχώρεσα, εκείνος δεν ξέρω αν μετάνιωσε για το κακό που προκάλεσε»
Η μαρτυρία ενός εκ των θυμάτων του Καζάκου ο οποίος έδωσε συνέντευξη στην Αυγή της Κυριακής 11 χρόνια μετά το περιστατικό σοκάρει. Ο Αμπντούλ δέχτηκε μία σφαίρα που σφηνώθηκε στην σπονδυλική του στήλη.
«Ήρθα εδώ σαν οικονομικός μετανάστης. Δεν θα το παίξω θύμα, ούτε πολιτικός πρόσφυγας για να κερδίσω εύνοια. Δουλειά έψαχνα και έφυγα με βίζα από τη Νιγηρία. Όχι παράνομα. Δεν κατακρίνω όσους το κάνουν παράνομα. Αν δεν μπορούσα να βγάλω βίζα και εγώ έτσι θα ερχόμουν.
Ήμουν μικροπωλητής όταν δέχτηκα την επίθεση και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έγινε αυτό. Γιατί να πάρεις ένα πιστόλι και να το στρέψεις απέναντι σε άλλους ανθρώπους για να τους σκοτώσεις.
Εγώ τον έχω συγχωρέσει διότι είμαι χριστιανός. Το θέμα είναι αν εκείνος έχει μετανιώσει για το κακό που προκάλεσε. Κακό πράγμα ο ρατσισμός. Σε τυφλώνει και σε οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο κακό. Και ο ρατσισμός δεν γνωρίζει εποχές».
«Πατέρα, ο κόσμος με θεωρεί ήρωα ή φονιά;»
Ένας νεαρός ναυτικός από τον Πειραιά ήταν μάρτυρας στην τελευταία επίθεση του Καζάκου. Το όνομά του, Aπόστολος Aποστόλου. «Τριγύριζα στην Ομόνοια, τον συνάντησα στις 4:00 το πρωί και μου είπε να τον ακολουθήσω για να δω πώς εκτελούνται οι μυστικές αποστολές. Κατηφορίσαμε προς την Πειραιώς. Συναντήσαμε έναν ξένο μελαμψό. Τον ακολουθήσαμε λίγο και μου λέει “κοίτα τώρα!”. Έβγαλε τότε το πιστόλι και του έριξε τρεις», ανέφερε στην κατάθεσή του.
Ο Παντελής Καζάκος ομολόγησε αμέσως τις πράξεις του μετά τη σύλληψή του. Η οποία δεν ήταν μία ήρεμη υπόθεση καθώς έγινε μετά από καταδίωξη στο κέντρο της Αθήνας. Η πρώτη του φράση τα λέει όλα: «Δεν μετανιώνω».
Στη δίκη κατέθεσαν διάφοροι εκπρόσωποι φορέων αλλά και τα ίδια τα θύματα. Μάλιστα δεν έλειψαν και τα μικροεπεισόδια κατά τη διάρκειά της με τα θύματα να επιτίθενται ακόμα και στους συνηγόρους του.
Ο ψυχίατρος του νοσοκομείου των Φυλακών Κορυδαλλού, Γιώργος Δημόπουλος, κατέθεσε από τη μεριά του πως ο νεαρός δολοφόνος αλλοδαπών πάσχει από σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου.
Όπως κατέθεσε ο ψυχίατρος ο Παντελής Καζάκος είχε μειωμένο καταλογισμό όταν τον Οκτώβριο ’99 σκότωσε δύο αλλοδαπούς και τραυμάτισε άλλους επτά, με αποτέλεσμα πέντε από αυτούς να έχουν μείνει με μόνιμο πρόβλημα αναπηρίας.
Στα δικά του μάτια, επιτελούσε κοινωνικό έργο. Θεωρούσε εθνικό του καθήκον να «ξεπαστρέψει όσους περισσότερους ξένους μπορούσε». Μάλιστα κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της δίκης ρώτησε τον πατέρα του αν ο «κόσμος τον θεωρεί ήρωα ή φονιά». Η απάντηση του πατέρα του δεν ήταν αυτή που περίμενε: «Φονιά σε λένε παιδί μου»…
Η ποινή που του επέβαλλε το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο ήταν δις ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συρροή και απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Το 2013 υπέβαλλε αίτημα αποφυλάκισης χωρίς κάποιο αποτέλεσμα.