Τα «Λαμπρά παράσιτα» (Radiant Vermin, 2015) του Philip Ridley αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του IN-YER-FACE THEATRE, του θεάτρου δηλαδή που σε αρπάζει κυριολεκτικά «από τα μούτρα», με σκοπό να παρουσιάσει ατόφια και ωμά τη σκληρή πραγματικότητα.
Τόσο ο καταιγιστικός τρόπος γραφής, όσο και η πλοκή, αλλά και οι χαρακτήρες, κάνουν τα «Λαμπρά παράσιτα» ιδιαίτερα θελκτικά στους δημιουργούς και το κοινό. Το έργο που μιλάει για τη στεγαστική κρίση που πλέον μας απασχολεί πολύ ως κοινωνία, παίχτηκε για δύο χρόνια σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη και στη συνέχεια σε διάφορες άλλες πόλεις ανά τον κόσμο. Και τώρα, ανεβαίνει στο ΠΛΥΦΑ, σε σκηνοθεσία Θανάση Ραφτόπουλου, με ένα πολλά υποσχόμενο νεανικό καστ ηθοποιών.
Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης στις 28 Απριλίου, ο πρωταγωνιστής Ιωάννης Μυστακίδης μιλάει στο Newsbeast, για τα «Λαμπρά παράσιτα» και τη πρόκειται να δούμε στη σουρεαλιστική αυτή μαύρη κωμωδία του Βρετανού συγγραφέα.
– Συστηθείτε μας, τι αξίζει να γνωρίζουμε για εσάς; Η επιθυμία για την υποκριτική ήρθε από νωρίς στη ζωή σας;
Είμαι ο Ιωάννης Μυστακίδης, και αν κάτι αξίζει να ξέρεις για εμένα είναι δυο πράγματα, ότι με φωνάζουν Ιωάννη από την ημέρα που γεννήθηκα και ότι δεν έχω καμία συγγένεια με τον Μυστακίδη τον κιθαρίστα (δυστυχώς). Η επιθυμία για την υποκριτική γεννήθηκε κάπου στα δεκαεφτά μου. Υπήρχε πάντα μέσα στο σπίτι μου το θέατρο γιατί ο πατέρας μου έχει αποφοιτήσει από δραματική σχολή και είχε συνεχή ενασχόληση με το θέατρο στην Κατερίνη όπου μεγάλωνα. Όταν ήμουν μικρός ντρεπόμουν για αυτό, ήθελα να ασχολείται με κάτι πιο κοινότοπο. Οπότε έλεγα δεν ξέρω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω αλλά σίγουρα δεν θα γίνω ηθοποιός. Δεν ήταν κάτι που ονειρευόμουν από πάντα.
– Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο του Φίλιπ Ρίντλεϋ «Λαμπρά παράσιτα»; Τι σάς γοήτευσε σ’ αυτό και αποφασίσατε να παίξετε στην παράσταση;
Τα «Λαμπρά παράσιτα» ξεκίνησαν κάπως αντίστροφα από το συνηθισμένο. Βρεθήκανε πρώτα οι άνθρωποι και μετά το κείμενο. Μαζευτήκαμε λοιπόν οι τέσσερις μας και είπαμε «να κάνουμε κάτι» μετά από διαβάσματα κάποιων έργων, ο σκηνοθέτης μας ο Θανάσης Ραφτόπουλος κατέληξε σε αυτό το κείμενο. Είναι ένα κείμενο που εκτός από το ενδιαφέρον που έχει για όλα όσα περιγράφει για την στεγαστική κρίση και για την μανία του ανθρώπου να καταναλώνει, έχει και ένα τρομερό ενδιαφέρον για τον ηθοποιό. Του δίνει την δυνατότητα σε ένα έργο 65 σελίδων, να περάσει από όλες τις καταστάσεις κι όλα τα είδη θεάτρου που μπορεί να συναντήσει κανείς.

– Ερμηνεύετε τον Όλι. Μιλήστε μας, γι’ αυτόν τον ήρωα.
Ο Όλι είναι ένας χαρακτήρας που αγαπά την βολή του. Μοιάζει σαν ένα μικρό παιδί, χαίρεται και είναι ευτυχισμένος με όλα τα απλά πράγματα, ανακαλύπτει τον κόσμο διαρκώς, μέχρι να αποκτήσει το πρώτο του «δώρο» και όπως τα περισσότερα παιδιά μετά το πρώτο τους δώρο, δεν σταματάνε να ζητάνε τα επόμενα, έτσι και αυτός. Μέχρι να έρθει η μέρα που θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος τα «δώρα» στο ταμείο.
– Ο τίτλος του έργου έχει μια μεγάλη αντίφαση. Πώς γίνεται τα παράσιτα να είναι «λαμπρά»;
Αν κοιτάξουμε τις ντουλάπες μας, τους ναούς και τα μνημεία που θαυμάζουμε, όλα αυτά τα υπέροχα καινούρια και τεράστια κτήρια, το κυριλέ μαγαζί που βγαίνεις, όλα έχουν από πίσω τα λαμπρά παράσιτα. Το ρούχο που ψώνισες τρία ευρώ και σε κάνει να νιώθεις ωραία έχει από πίσω την κόλαση ενός ανθρώπου. Τα κτήρια που θαυμάζεις έχουν τους θανάτους των εργατών που τα έφτιαξαν. Νομίζω ότι ακριβώς αυτό είναι τα λαμπρά παράσιτα, η ασχήμια των όμορφων πραγμάτων.
– Ζούμε σε μια περίοδο, που η στεγαστική κρίση, θα μπορούσε χωρίς υπερβολή να χαρακτηριστεί ακόμη και «Γολγοθάς» για πολλούς από εμάς. Με τα ενοίκια να έχουν φτάσει σε ανεξέλεγκτα οικονομικά μεγέθη. Αυτό πόσο πιστεύετε ότι επηρεάζει συνολικά την κοινωνία μας;
Κάποτε λέγαμε «δουλεύουμε για να ζήσουμε», τώρα λέμε «δουλεύουμε για να υπάρξουμε». Γιατί για αυτό δουλεύεις πλέον, απλώς για να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις σε μια πόλη. Η ελπίδα χάθηκε από την στιγμή που μπήκανε οι εταιρίες στην μέση και χάθηκε η ανθρώπινη επαφή. Οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα, οι εταιρίες έχουν κέρδη. Έχεις λεφτά; Αγόρασε! Νοίκιασε! Δεν έχεις; Λυπάμαι! Το θετικό είναι ότι θα επέλθει επιτέλους ισότητα στην χώρα. Θα είμαστε όλοι φιλοξενούμενοι, με σπιτονοικοκύρηδες Κινέζους.

– Σας είχαμε απολαύσει και στην «Προξενήτρα» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, στο Εθνικό Θέατρο. Τώρα συμμετέχετε σε μια πιο low budget, πιο «χειροποίητη» παραγωγή. Δύο τελείως, διαφορετικές συνθήκες: Τι κρατάτε από την καθεμία ξεχωριστή εμπειρία;
Το θέατρο στην ουσία του είναι παντού το ίδιο. Είτε παίζεις σε μια μεγάλη σκηνή είτε σε μια μικρή την ίδια αγωνία έχεις να πάνε καλά τα πράγματα, το ίδιο άγχος, την ίδια ανάγκη να είσαι καλός. Αυτό που αλλάζει είναι ο κόπος που καταβάλλεις και οι συνθήκες εργασίας. Σε έναν οργανισμό όπως το Εθνικό έχεις ανθρώπους να τρέχουν για όλα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να παίξεις τον ρόλο σου και να πας σπίτι σου. Στην άλλη περίπτωση επειδή ακριβώς είναι «χειροποίητη» πρέπει να φροντίσεις για τα πάντα. Θεωρώ την δεύτερη περίπτωση απαραίτητη για έναν ηθοποιό. Είναι σημαντικό να ξέρεις την πίσω πλευρά, είναι σημαντικό να μαζέψεις το σκηνικό σου αντικείμενο και να το βάλεις στην θέση του για την επόμενη παράσταση. Αυτό που κρατάω από την «Προξενήτρα», είναι ότι βρέθηκα στη σκηνή με ανθρώπους που έβλεπα και θαύμαζα για χρόνια από το κοινό, αυτό που κρατάω από τα «Λαμπρά παράσιτα» είναι η χαρά του να δουλεύεις σε κάτι με ανθρώπους που βρίσκεστε στην ίδια φάση της ζωής.
– Γεννηθήκατε στην Κατερίνη και σπουδάσατε στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Τα τελευταία χρόνια εργάζεστε κυρίως, στην Αθήνα. Είναι η πρωτεύουσα μονόδρομος για επαγγέλματα, όπως αυτό του ηθοποιού;
Δυστυχώς στην Ελλάδα ειδικά, ναι. Για αυτό βέβαια την ευθύνη έχουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον πολιτισμό όλα αυτά τα χρόνια. Ο τρόπος που προβάλλεται και υπάρχει το θέατρο στην επαρχία, δεν είναι και ο καλύτερος. Δεν βοηθούν στο να κάνουν τα θέατρα στις επαρχιακές πόλεις ελκυστικά για τους καλλιτέχνες και κατά συνέπεια για την ίδια την πόλη και τον κόσμο της. Η Θεσσαλονίκη για παράδειγμα έχει συγκλονιστικούς ηθοποιούς με πολύ ωραίες παραστάσεις οι οποίοι περνάνε απαρατήρητοι μέχρι να έρθουν στην Αθήνα για να ξεκινήσουν και πάλι από το μηδέν και να διαπρέψουν. Αν όλοι αυτοί οι ταλαντούχοι άνθρωποι μπορούσανε να κάνουνε θέατρο στον τόπο τους θα ήταν τελείως διαφορετικό το τοπίο.

Λίγα λόγια για την παράσταση
Τα Λαμπρά Παράσιτα του Philip Ridley είναι μια σκοτεινή και αιχμηρή σάτιρα. Μια σουρεαλιστική, μαύρη κωμωδία που εξερευνά τα όρια που φτάνει ένα νεαρό ζευγάρι προκειμένου να εξασφαλίσει το σπίτι των ονείρων του, μέσα στην εποχή της στεγαστικής κρίσης. Αρπάζοντας την εξωπραγματική ευκαιρία που τους προσφέρεται, ξεκινούν ένα εφιαλτικό ταξίδι που αναδεικνύει τις συνέπειες του υλισμού, του εξευγενισμού μιας περιοχής, το φαινόμενο της έλλειψης στέγης, της απληστίας αλλά και της εμμονής με το κοινωνικό στάτους. Άβολο, αστείο, και προκλητικό, το έργο του Ridley λειτουργεί ως μια ισχυρή κριτική της καταναλωτικής κουλτούρας και των ηθικών θυσιών που κάνουμε για την ικανοποίηση των αχόρταγων αναγκών μας.
Συντελεστές Παράστασης:
Μετάφραση – Δραματουργική επεξεργασία: Μιχάλης Σιώνας, Θανάσης Ραφτόπουλος
Σκηνοθεσία: Θανάσης Ραφτόπουλος
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Ζηνοβία Ανανιάδου- Κόκκοτα, Ιωάννης Μυστακίδης, Θεοδώρα Γεωργακοπούλου
Παραστάσεις: Από 28 Απριλίου έως 27 Μαΐου. Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια: 100 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: 15€, 13€ (μειωμένο: άνεργοι, φοιτητές, ΑΜΕΑ)
Προπώληση: more.com
ΠΛΥΦΑ:
Κορυτσάς 39, Βοτανικός, (13 λεπτά από το μετρό του Κεραμεικού)