Η ελληνική βιομηχανία μπορεί να διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, ωστόσο ένας κλάδος, αυτός της διατροφής, απέκτησε μεγάλο ειδικό βάρος από την δεκαετία του 1920.
Μεγάλες εταιρείας και εργοστάσια ξεκίνησαν τη λειτουργία τους και ορισμένα από αυτά πέρασαν αργότερα σε χέρια πολυεθνικών και κατέρρευσαν, αφήνοντας πίσω τους άνεργους, παρατημένα κτίρια και μια νοσταλγία για όσα συνέβαιναν τότε στη χώρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βιαμύλ. Μια βιομηχανία που μεσουράνησε, πουλήθηκε σε πολυεθνική εν μέσω προβλημάτων και τελικά έκλεισε το εργοστάσιο στην Ελλάδα. Πρόκειται για το «εργοστάσιο των πουλιών», όπως το έλεγαν οι παλιοί Θεσσαλονικείς, εξαιτίας των αγριοπερίστερων που μαζεύονταν εκεί περιμένοντας το καλαμπόκι.
Η ιστορία της ξεκινάει το 1926 όταν ο νεαρός Σπύρος Κουβερτάρης που έχει σπουδάσει χημικός μηχανικός στη Λοζάνη, βρίσκεται τα κεφάλαια και έναν τραπεζίτη για να περάσει την ιδέα του στην πράξη.
Το 1926 λοιπόν στήνει στην περιοχή του Ρέντη τη βιομηχανία παραγωγής αμύλου Βιαμύλ που έμελλε να φτάσει ψηλά και τελικά να μεταναστεύσει.
Ο νεαρός Κουβερτάρης, μόλις 26 χρονών τότε, ανέλαβε και τη γενική διεύθυνση του εργοστασίου, αν και η επιχείρηση ήταν στα χέρια του τραπεζίτη που έβαλε τα απαιτούμενα κεφάλαια.
Τότε η παραγωγή γλυκαντικών υλών από καλαμπόκι είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ζάχαρης.
Το άμυλο λοιπόν που παρήγαγε το εργοστάσιο της Βιαμύλ χρησιμοποιούνταν τόσο στη βιομηχανία τροφίμων όσο και στη χαρτοποιία, στην υφαντουργία, καθώς και σε άλλους παραγωγικούς κλάδους.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μεγαλύτερος πελάτης της Βιαμύλ στη δεκαετία του 1930 ήταν η βιομηχανία Γιώτης, αλλά και οι χαλβαδοποιίες και τα γλυκά κουταλιού.
Είναι δεδομένο ότι όσο η βιομηχανία τροφίμων μεγάλωνε στην Ελλάδα, τόσο άνοιγαν οι δουλειές για τη Βιαμύλ, αλλά και για τις υπόλοιπες βιομηχανίες του χώρου.
Μάλιστα μέσα σε λίγα χρόνια από την ίδρυσή της, το 1935 η βιομηχανία πέρασε πλέον στην πλήρη ιδιοκτησία του Σπύρου Κουβερτάρη που αγόραζε τις μετοχές σιγά σιγά και κατόρθωσε να γίνει η πρώτη εταιρεία στον κλάδο της.
Την ίδια περίοδο λειτουργούσαν η ΒΕΣΟ στην Πάτρα και η ΖΑΑΕ.
Τα χρόνια της κατοχής το καλαμπόκι έγινε ένα από τα πιο δυσεύρετα είδη διατροφής, ωστόσο το εργοστάσιο κατόρθωσε να συνεχίσει μέχρι τον βομβαρδισμό του.
Στα επόμενα χρόνια η επιχείρηση ανασυγκροτήθηκε και το 1953 γίνονται τα εγκαίνια του δεύτερου εργοστασίου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Τότε απασχολούσε 200 εργαζομένους και με τις δύο παραγωγικές μονάδες έκανε μεγάλα ανοίγματα. Μάλιστα η επιχείρηση Χαΐτογλου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες της.
Να σημειωθεί ότι για την τετραετία (1950-1954) ο βιομήχανος Σπύρος Κουβερτάρης, εξελέγη δήμαρχος στην περιοχή του Ρέντη.
Στη Θεσσαλονίκη η Βιαμύλ ήταν σήμα κατατεθέν. Άφησε τη σφραγίδα της ανεξίτηλη. Η βίλα της οικογένειας του Κουβερτάρη μάλιστα ήταν μέσα στους χώρους του εργοστασίου και οι σχέσεις των εργαζομένων με τους εργοδότες ήταν οικογενειακές.
Το 1964 ο δημιουργός της επιχείρησης απεβίωσε και τον διαδέχθηκε ο γαμπρός του Μιχ. Κασιμάτης ο οποίος ήθελε να συνεχίσει στο ίδιο κλίμα.
Μία από τις θρυλικές ιστορίες που έλεγαν όσοι εργάστηκαν στη Βιαμύλ ήταν για το 1987 όταν η χιονοθύελλα απέκλεισε δέκα εργαζόμενους στο εργοστάσιο για σχεδόν τρεις ημέρες. Η Μαργαρίτα Κασιμάτη δεν τους άφησε έτσι και τους μαγείρεψε μακαρόνια, σούπα και λουκάνικα, μια ιστορία που είχαν να διηγούνται.
Εκείνη ακόμη την εποχή οι σχέσεις στα εργοστάσια είναι διαφορετικές. Τα τραπεζώματα δίνουν και παίρνουν και μάλιστα σε κάθε ευκαιρία με δώρα και παιχνίδια για τα παιδιά.
Οι αλλαγές όμως είναι ραγδαίες. Τα δεδομένα ανατρέπονται και δημιουργείται η Βιομηχανία Ζακχάρεως με τις ανάλογες επιδοτήσεις από το κράτος.
Ταυτόχρονα η τιμή του καλαμποκιού είναι ελεγχόμενη από το κράτος. Όπως είναι φυσικό η Βιαμύλ και οι άλλες επιχειρήσεις του κλάδου δεν αντέχουν.
Ο Κασιμάτης αναζητά στην Ευρώπη συνεργάτη και συνεργάζεται με την Amylum. Τα χρόνια που ακολουθούν όμως είναι δύσκολα και η εταιρεία φαίνεται ότι δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.
Το 1988 η οικογένεια αποφασίζει να ενεργοποιήσει την παλιά συμφωνία της με την Amylum, σύμφωνα με την οποία αν κάποτε αποφάσιζε να πωλήσει, τότε την πρώτη προσφορά θα τη δεχόταν από την πολυεθνική. Τότε λοιπόν δίνει το 49% των μετοχών και τον επόμενο χρόνο το σύνολο σχεδόν των μετοχών, με αποτέλεσμα η Amylum να κατέχει το 95%.
Η εταιρεία για δύο γενιές παρέμεινε στα χέρια της ίδιας οικογένειας, ακολούθησε τελικά την τύχη αρκετών ελληνικών βιομηχανιών περνώντας στην ιδιοκτησία πολυεθνικών ομίλων.
Η Βιαμύλ εξαγοράσθηκε τη δεκαετία του ΄80 από τον βελγικό όμιλο Αmylum και μετονομάσθηκε σε Αmylum Ηellas. Απασχολούσε τότε 151 εργαζομένους, ενώ το 1989 η βρετανική Τate & Lyle, μέτοχος του ομίλου, απέκτησε συνέχεια τον έλεγχο.
Η αντίστροφη μέτρηση για το κλείσιμο της επιχείρησης ξεκίνησε Παρασκευή και 13, τον Φεβρουάριο του 2006, με τη σχετική ανακοίνωση από τη μητρική εταιρεία. Αιτία ήταν η αναθεώρηση στο καθεστώς της ποσόστωσης της ζάχαρης για την Ελλάδα, που έκανε μη ανταγωνιστική την τιμή της παραγόμενης ισογλυκόζης.
Όπως ανέφερε η Tate & Lyle, η προβλεπόμενη μείωση της τιμής αναφοράς της ζάχαρης θα είχε ως συνέπεια την ελάττωση των περιθωρίων κέρδους της ισογλυκόζης και των άλλων ειδών γλυκόζης που παράγονται στη Θεσσαλονίκη, οδηγώντας τη μονάδα σε ζημίες.
Το τελικό χτύπημα όμως ήρθε το 2008. Στο εργοστάσιο της πρώην ΒΙΑΜΥΛ στη Θεσσαλονίκη, οι μηχανές σταματούν. Τα μηχανήματα ξαφνικά ξηλώνονται και καθώς είναι Σεπτέμβριος και εργαζόμενοι δεν επιστρέφουν στα πόστα τους μετά τις καλοκαιρινές διακοπές.
Η ταμπέλα της πολυεθνικής ιδιοκτήτριας παραμένει στην είσοδο, όμως, η εταιρία εγκαταλείπει την Ελλάδα, επικαλούμενη την αναθεώρηση της ΚΟΑ Ζάχαρης, που αλλάζει τα δεδομένα στις τιμές της ισογλυκόζης.
Το νέο εργοστάσιο της «Tate & Lyle» βάζει ταυτόχρονα μπροστά. Είναι στο Ράζγκραντ της Βουλγαρίας, από όπου στέλνει τα προϊόντα του και στους Έλληνες πελάτες.