Κάθονται τυλιγμένα στις διάφανες σακούλες τους και σε κοιτούν μες τα μάτια, σχεδόν σε καλούν να τα πιάσεις και να τα περιεργαστείς. Πολύ θα ήθελες να τα χαϊδέψεις με τα χέρια σου όμως ο κ. Νίκος Τσιώτης έχει φροντίσει να κρατήσει μακριά τους τη σκόνη.
Γάτες, σκυλάκια, κύκνοι, τίγρεις, αλεπούδες, αρκουδάκια, πούμα, καγκουρό όλα βρίσκονται εκεί τοποθετημένα σε ράφια ή στο πάτωμα, περιποιημένα, καθαρά κι ας μένουν σε ένα υπόγειο στον Κολωνό, κοντά στην οδό Λένορμαν.
Μπορεί και να μην προσέξεις την ταμπέλα «Tsioti Toys» στην είσοδο. Το όνομα όμως είναι γνώριμο. Πόσα και πόσα παιδικά δωμάτια δεν έχουν αυτά τα γλυκά, μαλακά και χνουδωτά ζωάκια; Πόσα παιδικά χεράκια δεν έχουν παίξει με αυτά τα λούτρινα;
Η οικογενειακή επιχείρηση Tsioti Toys έχει σημαδέψει το ελληνικό παιχνίδι και αποτελεί κομμάτι των παιδικών μας αναμνήσεων.
Ξεκίνησε από ένα υπόγειο και κατάφερε να εξάγει τα λούτρινά της σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Μιλάμε για την ιστορική ελληνική βιοτεχνία λούτρινων παιχνιδιών με τεράστια επιτυχία και στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, ήταν η δεύτερη πιο μεγάλη επιχείρηση λούτρινων παιχνιδιών στην Ευρώπη, μετά τη γερμανική Steiff, η οποία τροφοδοτούσε με παιχνίδια όλα τα παιχνιδάδικα στην Ελλάδα αλλά ήταν κάπως πιο τσιμπημένες οι τιμές της.
Σε αυτό το γεμάτο με γούνινα ζωάκια υπόγειο, υπάρχει και το εργαστήριό τους που κάποτε έζησε μέρες δόξας. Πάνω υπήρχαν παλιά τα γραφεία της εταιρείας.
Η κ. Βούλα Τσιώτη τα έραβε ένα -ένα, στο χέρι με περίσσεια αγάπη και μεράκι. Αυτοδίδακτη ξεκίνησε πριν 47 χρόνια να κατασκευάζει ξύλινα παιχνίδια και στη συνέχεια μπήκαν στη ζωή της τα λούτρινα. Από το 1971 δεν σταμάτησε να δημιουργεί τους χνουδωτούς μας «φίλους».
Η αγάπη της για αυτά και οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς, καθιέρωσαν την επιχείρηση Τsioti τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Όλοι μιλούσαν για την εξαιρετική ποιότητα των χειροποίητων λούτρινων που έφτιαχνε η εταιρεία.
«Δεν υπήρχε πόλη στην Ελλάδα που να μην είχε λούτρινό μας. Αλλά εκείνους που τροφοδοτούσαμε πολύ ήταν το Μινιόν και ο Λαμπρόπουλος. Δίναμε σε ολόκληρη την Ευρώπη, στην Αμερική, στην Αυστραλία. Στη Γερμανία ειδικά πουλούσαμε πάρα πολλά. Διατηρούσαμε μόνιμο περίπτερο στην έκθεση της Νυρεμβέργης για 27 χρόνια. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Κλείναμε παραγγελίες για χιλιάδες κομμάτια» μας λέει ο κ. Νίκος Τσιώτης. «Η κ. Βούλα είναι όλο το μαγαζί. Εκείνη έκανε όλη τη δουλειά» μας λέει ο κ. Νίκος και όλος ο θαυμασμός για την σύζυγό του διαγράφεται στα μάτια του.
Στο Μινιόν και στους Λαμπρόπουλους έδιναν εκατομμύρια κομμάτια κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα ενώ πολλά ήταν και τα μαγαζιά παιχνιδιών από το εξωτερικό τους έκαναν παραγγελίες.
«Είχαμε μόνιμο χώρο Χριστούγεννα και Πάσχα για ένα ολόκληρο μήνα στο Μινιόν και στο Λαμπρόπουλο» θυμάται ο κ. Νίκος. Όσο μιλούσαμε πήγαινε συνεχώς την κουβέντα στη σύζυγό του.
«Η κ. Βούλα εργαζόταν δεκαεξάωρα. Είχα 17 άτομα ακόμα προσωπικό, γαζώτριες, να προλάβουν τις τεράστιες παραγγελίες που έφταναν από όλο τον κόσμο. Τα λούτρινα παιχνίδια της γέμιζαν όλα τα σπίτια. Λίγες βιοτεχνίες καταπιάνονταν με το συγκεκριμένο είδος, και ο Steiff στη Γερμανία ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ακριβός».
Κάπου εκεί μας μίλησε για την μασκότ γερμανικής αλυσίδας με κλαμπ που χρειάστηκε να γίνει λούτρινο κατόπιν παραγγελίας και έγινε ένα από τα πιο πετυχημένα κομμάτια τους. Πολλοί Γερμανοί έβγαιναν με την κοπέλα τους για ποτό κι έπαιρναν μετά το λούτρινο για να της το δώσουν δώρο, όπως μας εξηγεί. Ένας Δανός τους είχε παραγγείλει τεράστια καγκουρό στην έκθεση της Νυρεμβέργης.
Όπως μας λέει τα λεφτά έμπαιναν αμέσως οπότε έπρεπε να είσαι πολύ τυπικός στις προθεσμίες. «Στο εξωτερικό δεν καταλαβαίνουν από καθυστερήσεις» λέει ο κ. Νίκος Τσιώτης.
Τον Δεκέμβριο του 1980 κάηκε το πολυκατάστημα Μινιόν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η επιχείρησή τους να χάσει 4 εκατομμύρια. «Προσπαθήσαμε επί Παπανδρέου και με Αρσένη στο υπουργείο Οικονομικών να πάρουμε έστω το ΦΠΑ. Ήταν το 80% αλλά δεν τα καταφέραμε» μας λέει ο κ. Τσιώτης.
Ακολούθησε η οικονομική κρίση, το τεράστιο κόστος κατασκευής των λούτρινων παιχνιδιών και η επέλαση των κινέζικων που έκαναν ζημιά στην επιχείρηση.
«Τα κινέζικα παιχνίδια δεν έχουν καμία σχέση με τα δικά μας. Η ποιότητα τους είναι πολύ χαμηλή. Αυτή τη στιγμή δεν παράγουμε, γιατί έχουμε μεγάλο στοκ και δίνουμε από αυτό» μας λέει και συνεχίζει:
«Εγώ μιλάω μαζί τους, έρχομαι κάθε μέρα 3-4 ώρες και κάθομαι εδώ, μαζί τους. Τα αγαπάω αυτά τα λούτρινα. Κοιτάξτε έκφραση που έχουν, δείτε ποιότητα!».
Τα μάτια τους είναι τόσο εκφραστικά τόσο αληθινά, παρατηρώ. «Όλα τα μάτια τα έκανα εισαγωγή από Ιταλία» μου εξηγεί.
«Εάν είχατε έρθει πριν 5 λεπτά θα προλαβαίνατε και την κ. Βούλα. Είναι η ψυχή του μαγαζιού. Είμαστε μαζί 50 χρόνια. Στεναχωριέται που κανένας μας παιδί δεν θα συνεχίσει το επάγγελμα. Κανείς δεν φτιάχνει λούτρινα σήμερα. Ίσως εάν είχαμε ένα κορίτσι να του μετέδιδε τη σπίθα της, το ταλέντο της. Τα δυο αγόρια μας δεν θέλουν, ασχολούνται με κάτι άλλο. Η κ. Βούλα είναι έμφυτο ταλέντο».