Η γήρανση του πληθυσμού και η μειούμενη συμμετοχή του στο εργατικό δυναμικό αποτελούν κεντρικούς παράγοντες που απειλούν την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Παρά τη σημαντική αύξηση της μετανάστευσης από το 2000 έως σήμερα, με περισσότερους από 2 εκατομμύρια αλλοδαπούς να εισέρχονται στη χώρα, η παράλληλη έξοδος των Ελλήνων, κυρίως των γενεών 30-55 ετών (που γεννήθηκαν μεταξύ 1975 και 1995), έχει επιδεινώσει τη δημογραφική εικόνα της χώρας, οδηγώντας τη σε σημαντική γήρανση. Μάλιστα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Eurostat, το έλλειμμα στις θέσεις εργασίας θα ανέλθει το 2025 στις 515.000.

Αυτό το φαινόμενο, όπως αναδεικνύει το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), δεν αφορά μόνο το γνωστό «brain drain» (διαρροή εγκεφάλων), δηλαδή την αποχώρηση υψηλά καταρτισμένων νέων. Στην πραγματικότητα, μεγάλο ποσοστό αυτών που εγκαταλείπουν τη χώρα προέρχονται από χαμηλότερα εκπαιδευτικά επίπεδα και απασχολούνται σε τομείς που έχουν ήδη σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Παρόλο που πολλές χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, έχουν επηρεαστεί από παρόμοια φαινόμενα, η φυγή των αλλοδαπών εργατών στην Ελλάδα δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τις αρμόδιες αρχές, αν και η έλλειψη εργατών σε συγκεκριμένους τομείς είναι εμφανής.

Το ζήτημα της υπογεννητικότητας

Η υπογεννητικότητα, που καταγράφεται ως ένα από τα κύρια αίτια της μείωσης του πληθυσμού ικανού προς εργασία, επιτείνει την κατάσταση. Η αναλογία του εργατικού δυναμικού σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό συνεχώς μειώνεται, με σοβαρές συνέπειες για την ελληνική οικονομία, καθώς οι κενές θέσεις εργασίας αυξάνονται και οι νέοι δεν είναι επαρκείς για να καλύψουν αυτά τα κενά. Αν η χώρα δεν προσεγγίσει εργαζόμενους από άλλες χώρες, τόσο υψηλής κατάρτισης όσο και για βασικές θέσεις εργασίας, οι συνέπειες θα είναι δυσμενείς.

Η EUROSTAT, μέσω των προβολών της, προειδοποιεί για τη μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην Ελλάδα, η οποία θα φτάσει περίπου τις 515.000 θέσεις εργασίας που θα παραμείνουν κενές μέχρι το 2050. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, για να καλυφθεί αυτό το «έλλειμμα» εργατικού δυναμικού, απαιτείται θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της τάξης των 700.000 ατόμων τα επόμενα 25 χρόνια, κάτι που είναι αρκετά μεγαλύτερο από το ισοζύγιο των 48.000 που προβλέπει το ίδιο σενάριο.

Ένα τέτοιο ισοζύγιο, εφόσον επιτευχθεί, δεν θα περιορίσει μόνο τη μείωση του συνολικού πληθυσμού, αλλά και τη δραματική συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού από την ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών. Στην περίπτωση αυτή, οι απασχολούμενοι το 2050 θα φτάσουν περίπου τα 4 εκατομμύρια, ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων ανά ηλικιωμένο άτομο θα μειωθεί από 1,64 που είναι σήμερα σε 1,24.

Σύμφωνα μάλιστα με το baseline σενάριο των προβολών της Eurostat, η οφειλόμενη στις δημογραφικές εξελίξεις μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της Ελλάδας (ηλικίας 20-64 ετών) δημιουργεί ένα «έλλειμμα» 515.000 κενών θέσεων εργασίας έως το 2050.

Μετανάστευση

Η ανανέωση του εργατικού δυναμικού μέσω της μετανάστευσης θα έχει και θετικές επιπτώσεις στο δημογραφικό ζήτημα, καθώς ένα ποσοστό των μεταναστών θα ανήκει σε παραγωγικές και αναπαραγωγικές ηλικίες (25-49 ετών). Αυτό θα μπορούσε να μειώσει τη δημογραφική γήρανση και να επιβραδύνει τη μείωση του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία τεκνοποίησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία, αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμείνει μηδενικό, οι γυναίκες ηλικίας 25-49 ετών αναμένεται να μειωθούν κατά 465.000 μέχρι το 2050, σημειώνοντας συρρίκνωση της τάξης του 28%.

Για να επιτευχθεί ένα θετικό ισοζύγιο μετανάστευσης, απαιτείται ένας συνδυασμός παραμέτρων. Αυτές περιλαμβάνουν την επιστροφή Ελλήνων που μετανάστευσαν πριν το 2025, την επιστροφή αλλοδαπών που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα και τη συνεχιζόμενη εισροή αλλοδαπών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του κόσμου. Επιπλέον, η έξοδος των Ελλήνων και αλλοδαπών από τη χώρα τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να περιοριστεί.

Αν η Ελλάδα καταφέρει να εκμεταλλευτεί τη μετανάστευση ως στρατηγικό εργαλείο για την ανανέωση του εργατικού της δυναμικού, μπορεί να αποφύγει την πλήρη οικονομική και δημογραφική κρίση που διαφαίνεται στον ορίζοντα, διασφαλίζοντας μια ισχυρότερη και πιο βιώσιμη κοινωνία για το μέλλον.