Ο Σάμι Μαλντονάντο είναι 15 μήνες μεγαλύτερος από τον αδελφό του, Ντέιβιντ. Αυτή η διαφορά ηλικίας είναι ο λόγος που ο Σάμι μπορεί να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή για έναν φόνο που δεν διέπραξε, ενώ ο αδελφός του, ο πραγματικός δράστης, κυκλοφορεί ελεύθερος.
Η 13η Αυγούστου 1980 είναι η ημέρα που τίναξε στον αέρα τις ζωές των δύο αδελφών. Ήταν το τέλος μιας μακράς καλοκαιρινής μέρας και οι έφηβοι Ντέιβιντ και Σάμι αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους το αστικό τοπίο της Φιλαδέλφειας και να εκδράμουν στο πανέμορφο Devil’s Pool.
Τα δύο αδέλφια, όπως αφηγείται το BBC, μπήκαν στη Mustang κάποιου φίλου τους, προμηθεύτηκαν αλκοόλ και οδήγησαν μέσα στο πάρκο. Περπάτησαν το μονοπάτι από τον χώρο στάθμευσης, μέσα στα δέντρα, κι έφτασαν σε ένα ξέφωτο, όπου ένα μικρό ποτάμι σχημάτιζε μια λιμνούλα. Βούτηξαν από τα βράχια στα κρύα νερά, ήπιαν τις μπίρες τους και κάπνισαν χόρτο. Πολύ γρήγορα οι αδελφοί Μαλντονάντο είχαν πιάσει φιλίες με μια άλλη ομάδα έφηβων εκδρομέων, οι οποίοι αντάλλαξαν με προθυμία τις μπίρες τους για λίγο χόρτο. Ήπιαν ακούγοντας έναν άλλο έφηβο να γρατζουνάει την κιθάρα του, ήπιαν μέχρι που ήταν πια μεθυσμένοι και φτιαγμένοι. Κι ένιωθαν ατρόμητοι.
Σύμφωνα με τα έγγραφα του δικαστηρίου, κάποια στιγμή ένα από τα αγόρια αποφάσισε να κλέψει ένα κουτί που είχε μαζί της η άλλη παρέα, με την ελπίδα να είναι γεμάτο πολύτιμα αντικείμενα. Καθώς το φως του ήλιο έσβηνε στον ορίζοντα, ο Σάμι άρπαξε το κουτί και άρχισε να τρέχει. Ο Ντέιβιντ ακολουθούσε, έχοντας αρπάξει κι ένα μαχαίρι για κρέας από το πικ-νικ της άλλης παρέας.
Τα παιδιά άρχισαν να κυνηγιούνται και ο Σάμι και ο Ντέιβιντ χωρίστηκαν από τους υπόλοιπους με τον 19χρονο Στίβεν Μόναχαν να τρέχει στο κατόπι τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο Σάμι σχεδόν αμέσως ξεφορτώθηκε το κουτί- που, για την ιστορία, είχε μέσα ένα χαρτονόμισμα των 10 δολαρίων και μια χτένα…- αλλά ο Μόναχαν τον έφτασε. Τότε ο Ντέιβιντ πήδηξε στην πλάτη του 19χρονου και τον μαχαίρωσε δύο φορές με το μαχαίρι του πικ-νικ. Ο Μόναχαν έπεσε στο έδαφος και τα δύο αδέλφια εξαφανίστηκαν μέσα στα δέντρα. Φτάνοντας στο πάρκινγκ εντόπισαν τους φίλους τους, πήδηξαν μέσα στη Mustang κι έφυγαν για την πόλη. «Νομίζω πως τον σκότωσα» είπε ο Ντέιβιντ, πεσμένος στο πίσω κάθισμα, κι έβαλε τα κλάματα.
Τριάντα επτά χρόνια αργότερα, τα αδέλφια Μαλντονάντο κάθονταν δίπλα δίπλα στον χώρο επισκέψεων στη φυλακή του Γκρέτερφορντ, στην Πενσιλβάνια. Δεν είναι πια έφηβοι, είναι μεσήλικες. Μετά τον θάνατο του Στίβεν Μόναχαν- μια από τις μαχαιριές τον πέτυχε στην αορτή- τα αγόρια κρίθηκαν ένοχα για ανθρωποκτονία και καταδικάστηκαν σε ισόβια χωρίς τη δυνατότητα έφεσης. Λόγω των νόμων της Πενσιλβάνια, ο δικαστής δεν είχε λόγο στη διαμόρφωση των ποινών. Το επισήμανε και ο ίδιος, λέγοντας τότε: «Πιστεύω πως είναι σκληρό, εγώ ποτέ δεν θα σας καταδίκαζα σε ισόβια με τα συγκεκριμένα δεδομένα».
Τα αδέλφια εξέτισαν την ποινή τους στην ίδια φυλακή. Το κελί του Σάμι ήταν 15 κελιά μακριά από αυτό του Ντέιβιντ. Είχαν την άδεια να επισκέπτονται ο ένας τον άλλο πολλές φορές μέσα στη μέρα. Όπως όλα τα αδέλφια τσακώνονταν ή έσπαγαν ο ένας τα νεύρα του άλλου. Έφτασε όμως η στιγμή του αποχωρισμού, με τον πιο απροσδόκητο τρόπο: Ο ένας αποφυλακίζεται. Και δεν είναι αυτός που δεν διέπραξε τον φόνο, αλλά ο πραγματικός δράστης.
«Είμαι ενθουσιασμένος για εκείνον» δήλωσε ο Σάμι για τον αδελφό του. Τα συναισθήματα του Ντέιβιντ είναι πιο μπερδεμένα. «Είναι γλυκόπικρο το συναίσθημα. Δεν μου αρέσει καθόλου που αφήνω τον Σαμ» λέει.
Υποτίθεται πως και οι δύο θα πέθαιναν στη φυλακή. Αλλά σειρά αποφάσεων του αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου έφερε τα πάνω- κάτω για τον Ντέιβιντ, ο οποίος ήταν 17 χρονών όταν έγινε ο φόνος και χαρακτηριζόταν ανήλικος.
Στην υπόθεση Μίλερ vs Αλαμπάμα του 2012, το δικαστήριο έκρινε πως οι ποινές ισόβιας κάθειρξης σε ανήλικους συνιστούν παραβίαση του συντάγματος των ΗΠΑ. Στη συνέχεια, τέσσερα χρόνια αργότερα, οι δικαστές έδωσαν στην απόφαση αναδρομική ισχύ, με αποτέλεσμα 2.300 άνθρωποι που είχαν φυλακιστεί ισόβια πριν ενηλικιωθούν να αποκτήσουν το δικαίωμα αναθεώρησης της ποινής τους- και συνεπώς και αίτησης για αναστολή της ή αποφυλάκιση. «Οι ανήλικοι έχουν μειωμένη ευθύνη και μεγαλύτερη προοπτική να σωφρονιστούν κι έτσι δεν τους αξίζουν οι πιο αυστηρές ποινές» ανέφερε η δικαστής Elena Kagan στην απόφαση της υπόθεσης Μίλερ. «Η απόφασή μας δεν βασίζεται μόνο στην κοινή λογική, σε αυτό που ‘κάθε γονιός γνωρίζει’, αλλά και στην επιστήμη και την κοινωνική επιστήμη».
Όπως σημειώνει το BBC, η Πενσιλβάνια έχει τους περισσότερους «ανήλικους ισοβίτες» της χώρας- περισσότερους από 500. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία ήταν 79 ετών και είχε ζήσει στη φυλακή 63 χρόνια. Από τον περασμένο Μάιο ωστόσο, αποφυλακίστηκαν 40 κρατούμενοι που είχαν καταδικαστεί ενώ ήταν ανήλικοι.
Στις 13 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους, ήταν η σειρά του Ντέιβιντ Μαλντονάντο. Στάθηκε μπροστά στον δικαστή και είπε πώς από εθισμένος στα ναρκωτικά έφτασε στις μεταπτυχιακές σπουδές και πώς εργαζόταν πια στη συμβουλευτική άλλων κρατούμενων. Παρότι η οικογένεια του θύματος ήταν αντίθετη, ο δικαστής μετέτρεψε την ποινή των ισοβίων σε τριάντα χρόνια φυλακής και λίγο μετά εγκρίθηκε η αποφυλάκισή του. Ωστόσο η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που έβγαζε τον Ντέιβιντ από τη φυλακή δεν είχε καμία επιρροή στην περίπτωση του αδελφού του. Τη μέρα που έπεσε νεκρός ο Στίβεν Μόναχαν, ο Σάμι Μαλντονάντο ήταν 18 ετών, τεσσάρων μηνών και δέκα ημερών. Δηλαδή ενήλικος.
Παρότι ήταν ο Ντέιβιντ εκείνος που μαχαίρωσε τον Μόναχαν, στα μάτια του νόμου η ηλικία του Σάμι τον κατατάσσει αυτόματα στους ενηλίκους. Του αποδίδει δηλαδή κρίση ίδια με έναν 40χρονο, για παράδειγμα. Ο αδελφός του, από την άλλη, αναγνωρίζεται ως ανήλικος με εγκέφαλο που ακόμα αναπτύσσεται, άτομο δηλαδή που χρειάζεται διαφορετική μεταχείριση.
«Ο Σάμι δεν μαχαίρωσε κανέναν, έχει πολύ μικρότερη ευθύνη από τον Ντέιβιντ. Αλλά ήταν 18 ετών… » σχολίασε ο δικηγόρος των δύο αδελφών.
Ένιωθε άραγε ο ίδιος ο Σάμι ενήλικος, όταν έγινε ο φόνος; «Όχι, το λέω κατηγορηματικά» απαντά. «Ήμουν ανώριμος, επιπόλαιος. Όταν είσαι τόσο μικρός επηρεάζεσαι εύκολα».
Κι έτσι, μια ηλιόλουστη μέρα του Μαΐου, ο Ντέιβιντ Μαλντονάντο πέρασε τις βαριές πόρτες της φυλακής μεταφέροντας σε ένα χαρτόκουτο τα προσωπικά του αντικείμενα. Τον παρέλαβε ένας φίλος του ενώ οι συγκρατούμενοί του και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι χειροκροτούσαν, ζητωκραύγαζαν και του εύχονταν τα καλύτερα.
Όπως επισημαίνει το BBC, ολοένα και περισσότερες επιστημονικές έρευνες μελετούν την έλλειψη ελέγχου στους εφήβους που βρίσκονται στο όριο της ενηλικίωσης. Πολλοί λένε πως τα επιστημονικά συμπεράσματα που έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία στον Ντέιβιντ θα έπρεπε να κάνουν το ίδιο και στον Σάμι.
Το 1993, ο 17χρονος Κρίστοφερ Σίμονς από το Μιζούρι καταδικάστηκε εις θάνατον για τη ληστεία και τον φόνο μιας 46χρονης γυναίκας. Οι δικηγόροι του δεν σταμάτησαν να επιχειρηματολογούν για τη σκληρότητα της ποινής, που επιβλήθηκε σε ένα «αναπτυξιακά ανώριμο» άτομο. Η υπόθεσή του βρήκε απρόσμενους συμμάχους. Μεταξύ άλλων, τους αμερικανικούς συλλόγους γιατρών και ψυχιάτρων.
Για πρώτη φορά, σώμα ψυχολόγων και νευροεπιστημόνων διατύπωσαν το επιχείρημα πως δεν έπρεπε ανήλικοι να καταδικάζονται στην εσχάτη των ποινών επειδή ο εγκέφαλός τους δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει την ανάπτυξή του. Κατέγραψαν σε μαγνητικές λειτουργικές τομογραφίες τους εγκεφάλους ανηλίκων και ενηλίκων, δείχνοντας πως ακόμα και στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής, ο εγκέφαλος συνεχίζει να συσσωρεύει φαιά ουσία και ο προμετωπιαίος φλοιός- εκεί που θεωρείται πως απαρτιώνεται ο αυτοέλεγχος- ακόμα αναπτύσσεται.
«Ο εγκέφαλος συνεχίζει να αλλάζει σε όλη τη ζωή μας αλλά κολοσσιαίες αλλαγές εξακολουθούν να συμβαίνουν γύρω στα 20» δηλώνει ο BJ Casey, καθηγητής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Γέιλ.
Το 2005, οι δικαστές αποφάνθηκαν πως ο Σίμονς δεν έπρεπε να εκτελεστεί και όλοι όσοι καταδικάζονταν στην ηλικία των 18 ετών και κάτω δεν θα μπορούσαν να εκτελούνται. Ήταν η πρώτη φορά που δικαστήριο χρησιμοποιούσε στο σκεπτικό του τέτοια στοιχεία. Έκτοτε, ολοένα και περισσότερα στοιχεία συγκεντρώνονται για τον «ατελή» εγκέφαλο των 18χρονων, υποστηρίζοντας πως η ανάπτυξή του συνεχίζεται ακόμα και στην ηλικία των 24 και 25 ετών. Νευροαπεικονιστικά στοιχεία δείχνουν πως οι εγκέφαλοι νεαρών ενηλίκων, ηλικίας από 18 έως 24 ετών, αντιδρούν διαφορετικά από τους εγκεφάλους μεγαλύτερων σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων, την αντίληψη του κινδύνου, τον έλεγχο των παρορμήσεων και την αντίδραση στην πίεση.
Τόσο ο Σάμι όσο και ο Ντέιβιντ λένε πως στον πρώτο χρόνο τους στη φυλακή ήταν τρομακτικοί. Τα ναρκωτικά ήταν εύκολα προσβάσιμα κι από το κάπνισμα χόρτου έφτασαν να κάνουν χρήση ηρωίνης. Καβγάδιζαν με άλλους κρατούμενους και συμβιβάζονταν με τη μοίρα τους όντας «φτιαγμένοι» όσο περισσότερο μπορούσαν.
Περίπου στην ηλικία των 20 άρχισαν να χάνουν το ενδιαφέρον τους στα ναρκωτικά. Ο Σάμι άρχισε να κάνει μπoξ και στράφηκε ξανά στον χριστιανισμό. Ο Ντέιβιντ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στη φυλακή και πήρε το απολυτήριό του.
Την εποχή της αποφυλάκισής του ο Ντέιβιντ είχε πια μεταπτυχιακό στη θεολογία και εργαζόταν ως σύμβουλος για τους ισπανόφωνους συγκρατούμενούς του. Ο Σάμι περνούσε την περισσότερη ώρα του μελετώντας στο κελί του τη νομική επιστήμη και τη Βίβλο και εργαζόταν ως βοηθός στις τάξεις κρατουμένων που προσπαθούσαν να πάρουν το απολυτήριό τους.
«Τον άλλο μήνα θα γίνω 54, ο Σάμι μόλις έγινε 55» δήλωσε ο Ντέιβιντ. «Δεν είμαστε τα παιδιά που ήμασταν τότε. Δεν έχουμε τα προβλήματα που είχαμε τότε».
Έναν μήνα μετά την αποφυλάκιση του Ντέιβιντ, ο Σάμι κάθεται μόνος στον χώρο επισκέψεων της φυλακής του. Τα χέρια του είναι γεμάτα τατουάζ, «μόλις βγω θα τα αφαιρέσω» λέει.
Είναι σίγουρος πως θα ακολουθήσει κάποια στιγμή κι εκείνος τα βήματα του αδελφού του και θα βγει από τη φυλακή, αν και οι νομικές οδοί που διαθέτει για να το πετύχει αυτό είναι περιορισμένες. Αυτό που τον βασανίζει είναι πως σε κάθε περίπτωση η αποφυλάκιση θα έπεται του θανάτου των γονιών του. Παρότι η παιδική ηλικία των δύο αδελφών στιγματίστηκε από σωματική κακοποίηση, αλκοολισμό και γενικά πολύ αναστατωμένη ζωή- στα 17 χρόνια που έζησε εκτός φυλακής ο Ντέιβιντ έμεινε σε 20 διαφορετικές διευθύνσεις και πήγε σε 13 σχολεία- η οικογένεια συμφιλιώθηκε μετά τη φυλάκιση των αγοριών. Σύμφωνα με τη θεία τους, ο πατέρας τους έκανε τρεις δουλειές για να μπορέσει να πληρώσει καλύτερους δικηγόρους για τα παιδιά του. Πέθανε το 2010. Επί 28 χρόνια επισκεπτόταν τακτικά τους γιους του στη φυλακή.
«Θα ήθελα να έχω αυτά τα 28 χρόνια πίσω, αλλά χάθηκαν» λέει ο Σάμι.
Προς το παρόν κάθεται στο κελί του και δουλεύει ασταμάτητα, περιμένοντας την ευκαιρία του, σαν αυτή που είχε ο αδελφός του, να ξαναγυρίσει στον ελεύθερο κόσμο. Παρότι μια ενέργεια του Ντέιβιντ είναι αυτή που τους έστειλε και τους δύο στη φυλακή, εκείνος λέει πως δεν κρατά κακία στον μικρό του αδελφό.
«Η ενοχή είναι ένα πολύ, πολύ δυνατό συναίσθημα. Ξέρω πως τον συντρίβει» εξομολογείται ο Σάμι. «Πείτε στον Ντέιβιντ να μην ανησυχεί για μένα. Να του εξηγήσετε πως είμαι καλά και πως θα βγω από εδώ».
«Αναλαμβάνω όλη την ευθύνη για την πράξη μου» λέει ο Ντέιβιντ από την πλευρά του. «Δεν έπρεπε να έχω κάνει ό,τι έκανα, το θύμα μου δεν το άξιζε. Αφού είμαι εγώ ελεύθερος, εγώ που είμαι ένοχος, και με εμπιστεύεστε να κυκλοφορώ ελεύθερος, δεν βλέπω γιατί δεν μπορείτε να εμπιστευθείτε τον Σάμι. Εκείνος δεν έκανε τίποτα…».