Μια διαφορετική ιστορία ζωής μοιράζεται μια γιαγιά 69 ετών η οποία παράλληλα με την απλή, συνηθισμένη καθημερινότητά της, ζούσε μια δεύτερη κρυφή ζωή από τους περισσότερους. Όπως αποκαλύπτει η ίδια, σύμφωνα με την Huffpost, μπορεί τώρα να διαβάζει ιστορίες στα εγγόνια της, να ράβει αποκριάτικες στολές και να ψήνει marshmallows για τα οικογενειακά κάμπινγκ, αλλά η ίδια είχε ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή της που μόνο λίγοι εκλεκτοί γνωρίζουν.
Στα 30 και στα 40 της, όπως αποκαλύπτει, πειραματιζόταν με το BDSM (σαδομαζοχισμό). Ασχολήθηκε επίσης με τον κόσμο της πολυσυντροφικότητας, πράγματα που μπορεί να είναι περισσότερο κοινωνικά αποδεκτά, ιδιαίτερα στη γενιά Gen Z, αλλά παλιότερα δεν ήταν κάτι που παραδεχόταν κάποιος με άνεση.
Η ανύπαντρη μητέρα που ζούσε διπλή ζωή
«Το να είσαι μέλος της κουλτούρας του BDSM και της πολυσυντροφικότητας ήταν (και ως επί το πλείστον, εξακολουθεί να είναι) ταμπού και θα μπορούσε να αποτελέσει το τέλος της καριέρας μου, ειδικά στον ακαδημαϊκό χώρο, όπου εργάστηκα. Τότε, οι μόνοι που ήξεραν για τις εξερευνήσεις μου ήταν οι σεξουαλικοί μου σύντροφοι και η φίλη μου, η Ίνγκριντ, η οποία ήταν σεξουαλικά τολμηρή. Μέχρι σήμερα, το έχω μοιραστεί μόνο με μερικούς έμπιστους φίλους και σίγουρα όχι με κάποιο μέλος της οικογένειας», αναφέρει η ίδια.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ήταν ανύπαντρη μητέρα που μεγάλωνε δύο κόρες, εργαζόμενη ως εκπαιδευτικός πλήρους απασχόλησης στο Λος Άντζελες. Είχε δύο αποτυχημένους γάμους και μια σειρά από κακοποιητικές σχέσεις που την έκαναν να νιώθει αρκετά μόνη.

Η πρώτη της επαφή με την πολυσυντροφικότητα ήρθε όταν έγινε μέλος σε ένα σχετικό εργαστήριο που καλούσε τους συμμετέχοντες να αφήσουν πίσω τις προκαταλήψεις και να δουν με διαφορετικό μάτι την επιλογή πολλών και διαφορετικών συντρόφων παράλληλα. Σε ένα από τα ετήσια συνέδρια, μετά την ολοκλήρωση ενός εργαστηρίου, περίπου 12 από τα άτομα που συμμετείχαν θεωρήθηκαν έτοιμα να εφαρμόσουν τη θεωρία στην πράξη. «Έτσι ανεβήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα τύπου σοφίτας. Ήμασταν όλοι γυμνοί σε εκείνο το σημείο, και στην αρχή, μερικά ζευγάρια άρχισαν να αποκτούν οικειότητα και να κάνουν σεξ. Καθώς παρακολουθούσαμε, οι υπόλοιποι από εμάς δεν μπορούσαμε να συγκρατηθούμε, έτσι συνεργαστήκαμε σε διάφορους συνδυασμούς», αποκαλύπτει και προσθέτει: «Μόλις άρχισα να ασχολούμαι με αυτόν τον κόσμο, είχα πολλούς εραστές όλων των πεποιθήσεων και των φύλων. Kάθε μήνα, έβλεπα τρεις έως τέσσερις διαφορετικούς άνδρες ή/και γυναίκες, ενώ υπήρχε πλήρης ειλικρίνεια μεταξύ όλων των συντρόφων μου. Ήταν μια λυτρωτική εμπειρία να ξέρεις ότι ήμασταν όλοι απόλυτα ειλικρινείς για το τι και με ποιον το κάναμε. Γέμισε ένα κενό που είχα βιώσει έχοντας μόνο έναν άντρα σύντροφο. Μου έδωσε, επίσης, περισσότερη ανεξαρτησία, για πρώτη φορά δεν ήμουν υποχρεωμένη να έχω έναν σύντροφο για όλες τις σεξουαλικές και κοινωνικές μου ανάγκες».
Αργότερα γνώρισε και την κουλτούρα του BDSM, στην οποία άλλοτε ήταν υποτακτική και άλλοτε «αφέντρα», συμμετέχοντας σε συναντήσεις όπου τα μέλη τους ικανοποιούσαν τα φετίχ τους, αφού είχαν πρώτα συμφωνήσει όλοι από πριν για το τι θα γίνει.

Η διπλή ζωή για την οποία δεν μετάνιωσε ποτέ
Η συμφιλίωση των δύο πλευρών της ζωής της, όπως αποκαλύπτει, δεν ήταν πάντα εύκολη. Ήταν μονογονέας, αλλά παράλληλα μια γυναίκα στη σεξουαλική της ακμή, με ανάγκες ενηλίκων. «Έκανα διπλή ζωή, ως μαμά και ως διευθύντρια σχολείου από τη μία, ενώ έπαιζα ρόλους ως σκλάβα του σεξ τα Σαββατοκύριακα. Δεδομένου ότι δούλευα σκληρά όλη την εβδομάδα λέγοντας στους άλλους τι να κάνουν και δεν είχα κανέναν σύντροφο να με υποστηρίξει με οποιονδήποτε τρόπο, μου φάνηκε συναρπαστικό να εγκαταλείψω τον έλεγχο, προσποιούμενη ότι κάποιος άλλος έπαιρνε τα ηνία. Εκείνη την εποχή, με έκανε να νιώθω ασφάλεια».
Έχοντας κάνει συνεδρίες με ψυχοθεραπευτή, θέλει πλέον να γράψει όλα όσα έκανε στη ζωή της χωρίς ντροπή και συστολή, μιας και γνωρίζει, όπως λέει, ότι τα παιδιά και τα εγγόνια της είναι γεννημένα σε μια άλλη εποχή χωρίς ταμπού.