Με εξαιρετική επιτυχία συνεχίζονται στο φημισμένο Arts Centre της Μελβούρνης οι παραστάσεις του «Καφέ Ρεμπέτικα», που είναι δημιούργημα ενός Αμερικανο-αυστραλού σκηνοθέτη, του Stephen Helper, ο οποίος είναι παντρεμένος με Ελληνοαυστραλή.

Το έργο «γεννήθηκε» όταν το πάθος για μια εντελώς άγνωστη μουσική παράδοση και την ιστορία που την περικυκλώνει κατάφερε να συνεπάρει τον σκηνοθέτη της,

Όταν, μια παλιά φωτογραφία των ρεμπέτηδων που τραβήχτηκε στα σοκάκια της Αθήνας της δεκαετίας του 1920, έφτασε στα χέρια του επιτυχημένου σκηνοθέτη, του προκάλεσε αμέτρητες ερωτήσεις. «Γιατί δεν έχω ακούσει ποτέ αυτήν τη μουσική; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι στην φωτογραφία;»

Έτσι ξεκινάει η γνωριμία του σκηνοθέτη με τη μαγευτική αυτή μουσική, τη μουσική της χαράς και της θλίψης, του έρωτα και του πάθους, των προσφύγων και των εκτοπισμένων. Το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε τα ελληνικά δεν στάθηκε εμπόδιο, καθώς καταλάβαινε τη γλώσσα της μουσικής.

«Υπάρχει κάτι το ειλικρινές, κάτι το στοχαστικό και, παράλληλα, κάτι το διασκεδαστικό σ’ αυτήν τη μουσική. Η φωτογραφία των πρώτων ρεμπέτηδων της Αθήνας, που στα χέρια τους κρατούσαν μουσικά όργανα και όχι όπλα, με προκάλεσε να γνωριστώ με τα ρεμπέτικα, και βήμα-βήμα να προχωρήσω στην έρευνά μου», λέει ο Helper.

Η ιστορικότητα που αναδυόταν από τους ρεμπέτες της φωτογραφίας, έγινε υπόβαθρο της παράστασης. Ο σκηνοθέτης καταπιάστηκε με μια λεπτομερή έρευνα για την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών, συλλέγοντας όλα τα κομμάτια του παζλ που συνέθεσαν τη θεατρική του παράσταση.

«Οι ρίζες των ρεμπέτικων τραγουδιών είναι τραγικές. Είχε ενδιαφέρον να ανεβεί στη σκηνή αυτός ο συνδυασμός απίστευτων ιστοριών, δράματος, προσωπικών και μη συγκρούσεων, καθώς κι ελληνικής μουσικής. Και όλα αυτά σε ένα χασισοποτείο, έναν τεκέ του Πειραιά», αναφέρει.

Το «Καφέ Ρεμπέτικα» είναι και διαχρονικό. Ναι μεν αναφέρεται στο 1936, αλλά όσον αφορά το θέμα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς γίνεται εξίσου επίκαιρο και σήμερα.

«Ό,τι και να κάνουμε, στην ουσία πάντα προσπαθούμε να μιλήσουμε για τη δική μας κουλτούρα, για τη δική μας ιστορία, ακόμα και όταν φαίνεται ότι μιλάμε για κάποια άλλη. Έτσι το “Καφέ Ρεμπέτικα” δεν είχε μόνο σκοπό να φέρει επί σκηνής τα ρεμπέτικα τραγούδια και την ιστορία που σέρνουν πίσω τους, αλλά και να αναδείξει κάτι πιο επίκαιρο, το σύνδεσμο της ιστορίας με τα σημερινά θέματα περί μετανάστευσης», τονίζει.

«Η μουσική αυτή είναι μια έκφραση εκτοπισμού, είναι η μουσική των ανθρώπων που έχασαν το σπίτι τους και ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, με τους πρόσφυγες, τους ανθρώπους που δεν είναι επιθυμητοί πουθενά. Το “Καφέ Ρεμπέτικα” είναι η ιστορία αυτών των ανθρώπων, η ιστορία τους που βρίσκει διέξοδο στη μουσική. Η μουσική βοηθάει να περάσει το μήνυμα τους στην ανθρωπότητα και εκφράζει το ανθρωπιστικό κόστος που έχουν τέτοιες κρίσεις», σημειώνει

Μόλις το πρόβλημα εξατομικεύεται προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον, γίνεται πιο πειστικό.

Οι δυσκολίες τις οποίες περνάει σήμερα η Ελλάδα κάνουν τους ανθρώπους να ταυτίζονται ακόμα περισσότερο με αυτήν τη μουσική.

«Η μουσική είναι αναπόσπαστο μέρος των καταστάσεων απελπισίας. Δίνει δύναμη», καταλήγει ο καταξιωμένος σκηνοθέτης.

Δείτε το βίντεο