Μια ανάσα από την πόλη που έφτασε στο απόγειο της ακμής της όταν έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, από το 1827 ως το 1834, το γνωστό Ναύπλιο, άνθισε, μαράζωσε και ξαναγεννήθηκε, με άλλη πλέον μορφή ένα εργοστάσιο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Σε μια εποχή που στην πόλη του Ναυπλίου υπήρχαν κυρίως καφενεία, ενώ στα σαλόνια των διακεκριμένων οικογενειών λάμβαναν χώρα χοροεσπερίδες ή και φιλολογικές βραδιές, ορισμένοι άνθρωποι είδαν τις εξελίξεις που έρχονταν και έστησαν τα δικά τους εργοστάσια. Ήταν μια εποχή που στην Ελλάδα η βιομηχανία γνώριζε σταδιακά την ανάπτυξη και νέες ευκαιρίες φαίνονταν στο προσκήνιο. Η ιστορία για τον «Ανθό», ένα όνομα που οι νεότεροι δεν γνωρίζουν, ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα. Τότε και συγκεκριμένα το 1911 ο Κωστής Μηναίος αρχίζει να ετοιμάζει εργοστάσιο, κοντά στο Ναύπλιο δίπλα στο σπίτι του στην Ασίνη, με την επωνυμία «Κ. ΜΗΝΑΙΟΣ». Η περιοχή της Ασίνης την εποχή αυτή βρεχόταν από τρεις χειμάρρους, ιδανική για καλλιέργεια και παραγωγή τομάτας. Περίπου την ίδια εποχή με τον Μηναίο ξεκίνησαν και οι «Παπαντώνηδες» στην Ασίνη τη δική τους βιοτεχνία, την μετέπειτα βιομηχανία «Κύκνος», αλλά και άλλες παρόμοιες στον αργολικό κάμπο. Ειδικά ο «Κύκνος» παραμένει γνωστός μέχρι και σήμερα κουβαλώντας τη δική του ιστορία. Σαφώς και θα πρέπει να αναφερθεί και ο «Πελαργός» στη Νέα Κίο, με έδρα το Ναύπλιο, που ιδρύθηκε το 1930 από τον πρόσφυγα Γεράσιμο Καραμέλη και πραγματοποιούσε μεγάλες εξαγωγές, κυρίως στην Αγγλία, αλλά και τη Γαλλία και αλλού. Για την ιστορία και μόνο στο Ναύπλιο υπήρχαν κατά την περίοδο ακμής των εργοστασίων τοματοπολτού ο «Κύκνος» με δυναμικότητα 400 τόνων, η «Αργολική» στο Μπολάτι 100 τόνων, ο «Ανθός» του Κ. Μηναίου 60 τόνων, η «Δήμητρα» επίσης στο Μπολάτι των αδελφών Λυκομήτρου 15 τόνων και ο «Πελαργός» στη Νέα Κίο 50 τόνων.

Το εργοστάσιο Ανθός
Η εξέλιξη της εταιρίας του Μηναίου που ξεκίνησε το 1911 στην περιοχή υπήρξε θεαματική, με εκατοντάδες εργάτες να περνάνε από το εργοστάσιο και αποκορύφωμα τη βράβευση με το χρυσό μετάλλιο στην 7η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1932. Οι μικρές βιοτεχνίες του Ναυπλίου δεν αργούν και μετατρέπονται σταδιακά σε εργοστάσια
, «μετακομίζοντας» στα προάστια της αργολικής πρωτεύουσας. Η δραστηριότητα της επιχείρησης μεγαλώνει και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ξεκινούν να χτίζονται οι νέες κτιριακές εγκαταστάσεις στο Πολύγωνο Ναυπλίου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν και ξεκίνησαν να λειτουργούν το 1936. Την ίδια χρονιά, ιδρύεται Ανώνυμη Εταιρία, στην οποία συμμετέχουν και ο μεγάλος αδελφός του Κωστή, Γεώργιος Μηναίος, δικηγόρος στο Ναύπλιο, και ο γαμπρός του, Νίκος Σκιαδάς, χημικός μηχανικός του ΕΜΠ και γόνος αργολικής οικογένειας επιχειρηματιών εγκαταστημένων στο Κάιρο της Αιγύπτου. Η λειτουργία του εργοστασίου συνεχίζεται με έντονη ανάπτυξη και χωρίς προβλήματα έως την κατοχική περίοδο. Τότε το εργοστάσιο επιτάσσεται από τη Wehrmacht. για να παρασκευάζει προϊόντα για το γερμανικό στρατό. Μετά το τέλος του πολέμου, το 1948, μετονομάζεται σε Γεωργική Βιομηχανία Κονσερβών «Ανθός Ναυπλίου» και λειτουργεί με την επωνυμία αυτή έως το 1955.
Μάλιστα όταν το κονσερβοποιείο αλλάζει ονομασία και από βιομηχανία κονσερβών «Μηναίος ΑΕ» γίνεται Γεωργική Βιομηχανία Κονσερβών «Ο Ανθός» εκτός από κονσέρβες τοματοπολτού, παρήγαγε κομπόστες φρούτων και κονσέρβες λαχανικών . Στα «μαγικά» κουτάκια έμπαιναν μαρμελάδες, φασολάκια, αγγινάρες, κομπόστες και άλλα προϊόντα από την αργολική γη εκτός από τη ντομάτα. Η λειτουργία του εργοστασίου σταματά οριστικά το 1957 και μέσα στη δεκαετία του ’60 οι εγκαταστάσεις περνούν στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας. Η πορεια που ακολουθεί στη συνέχεια είναι εντελώς διαφορετική. Αφού αποψιλώνεται από τις μηχανικές του εγκαταστάσεις, το συγκρότημα στεγάζει συνεργεία, σιδηρουργεία και μικροτεχνίες έως το 1997. To εργοστάσιο κονσερβοποιίας «Ανθός» μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν απλά ένα από τα πολλά εγκαταλελειμμένα βιοµηχανικά κτήρια της περιοχής του Ναυπλίου. Στα τέλη του’90 αγοράστηκε από τη συλλέκτρια και εικαστικό Φλωρίκα Κυριακοπούλου, που αποφάσισε να εγκατασταθεί στην περιοχή. Η ανάπλαση του παλαιού εργοστασίου ξεκίνησε το 2002, ενώ το 2004, κρίνοντας ότι πρόκειται περί ιστορικής σημασίας βιομηχανικό συγκρότημα, η νέα ιδιοκτησία φρόντισε να χαρακτηριστεί διατηρητέο από την Πολιτεία. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η μεγάλη καμινάδα ύψους 36 μέτρων, το «Φουγάρο» που παραμένει στο σημείο. Η χρήση είναι διαφορετική πλέον και λειτουργεί ως χώρος όπου γίνονται πολιτιστικές εκθέσεις και εργαστήρια για μικρούς και μεγάλους.