Στο Κολωνάκι ανάμεσα σε γυάλινα ψηλά κτίρια του υπουργείου Εξωτερικών, σε μεταπολεμικά οικοδομήματα και πολλά καταστήματα εστίασης και εμπορικού ενδιαφέροντος, βρίσκεται ένα νεοκλασικό δημιούργημα του Ερνέστου Τσίλλερ.
Ο Γερμανός αρχιτέκτονας έφτιαξε κτίρια όπως το Εθνικό Θέατρο, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το κτίριο του Νομισματικού Μουσείου (Ιλίου Μέλαθρον) αλλά και άλλες πολλές κατασκευές, που δεν υπάρχουν σήμερα, όπως ήταν το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών που γκρεμίστηκε το 1940.
Ο Τσίλλερ διάσημος στην εποχή του, ήταν το πρόσωπο που επέλεγαν οι άρχοντες της εποχής για να χτίσουν τα σπίτια τους. Μεταξύ αυτών ήταν η οικία Σπυρίδωνος Μεταξά, ιδρυτή της γνωστής ποτοποιίας, αλλά και το εκλεκτιστικού ρυθμού σπίτι, του βουλευτή και εύπορου άνδρα του 19ου αιώνα, Λεωνίδα Δεληγιώργη.
Ο Δεληγιώργης, άνθρωπος με ισχυρή επιρροή, ήταν αδερφός του πρωθυπουργού, Λεωνίδα Δεληγιώργη. Παντρεύτηκε τη Θεανώ Ζωγράφου, κόρη του βορειοηπειρώτη τραπεζίτη και μεγαλοκτηματία της εποχής, Χρηστάκη Ζωγράφου. Μία κυρία της εποχής με την απόλυτη ετυμολογία της λέξης, που σπούδασε στο Παρίσι, ενώ για σημαντικό διάστημα της ζωής της, κατοικούσε στη Γαλλική πρωτεύουσα.
Χτίζοντας το Μέγαρο Δεληγιώργη
Μετά το γάμο, η Θεανώ Δεληγιώργη, η οποία την εποχή εκείνη έμενε στο Παρίσι, αγόρασε με πληρεξούσιο από την οικογένεια του πρωθυπουργού, Στέφανου Δραγούμη και από τη σύζυγό του, κόρη του επίσης τραπεζίτη, Ιωάννη Κοντογιαννάκη, δύο όμορα οικόπεδα.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1880, το ζεύγος Δεληγιώργη δημιούργησε στο ένα από τα δύο οικόπεδα το σπίτι του, γνωστό και σήμερα ως Μέγαρο Δεληγιώργη. Ένα σπίτι με όλα τα χαρακτηριστικά που συνοδεύουν μία νεοκλασική μεγαλοαστική κατοικία της εποχής εκείνης. Χτίζεται σε αυστηρό αρχιτεκτονικό πλαίσιο, μέσα σε ένα περίγραμμα τετραγώνου.
Το σπίτι χωρίστηκε σε τρία επίπεδα: Ισόγειο με σάλα για τους καλεσμένους όπου γίνονταν όλα τα τραπέζια της εποχής, που στέγαζε και ένα μικρότερο χώρο, στον οποίο συνυπήρχε το πολιτικό γραφείο του Δεληγιώργη με το υπόλοιπο σπίτι. Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι κρεβατοκάμαρες της οικογένειας, οι οποίες είχαν ένα παράδοξο. Τόσο η κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού, όσο και των παιδιών της οικογένειας, δεν χωρίζονταν μεταξύ τους με τοίχο.
Αντίθετα, ήταν ενιαίος χώρος. Το κάθε δωμάτιο χωριζόταν από το επόμενο με μία μεγάλη αναδιπλούμενη πόρτα. Οι γνωρίζοντες περισσότερα στοιχεία για τη φιλοσοφία και το χαρακτήρα της μητέρας, Θεανώς, λένε πως η ίδια, ήθελε όλα τα δωμάτια να επικοινωνούν μεταξύ τους, εξωραΐζοντας κάθε μορφή ιδιωτικότητας μέσα στο σπίτι του Κολωνακίου.
Από τα τέσσερα παιδιά έζησαν τα δύο
Οι Δεληγιώργηδες, Λεωνίδας και Θεανώ, έκαναν τέσσερα παιδιά. Τη Σοφία, τη Δώρα και το αρσενικό τους τέκνο, Αλέξανδρο. Το τέταρτο παιδί, πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία.
Η μητέρα κυρίαρχη φιγούρα του σπιτιού και ισχυρή προσωπικότητα, έφυγε νωρίτερα από τη ζωή το 1922, ενώ βρισκόταν στην Ιταλία. Η μεγάλη κόρη Σοφία, η οποία επρόκειτο να παντρευτεί, έπρεπε μετά το θάνατο της μητέρας της, να αποκτήσει προικώο, όπου θα συζούσε με το μέλλοντα σύζυγό της. Γι’ αυτό και στο γειτονικό οικόπεδο, που στέγαζε ένα κτίριο – χώρο στάθμευσης για την τράπεζα, χτίστηκε ένα μικρότερο σπίτι, με δύο ορόφους. Το σπίτι επιμελήθηκε αρχιτεκτονικά ο Νίκος Ζουμπουλίδης, δημιουργώντας ένα από τα ελάχιστα βυζαντινά κτίρια που σώζονται σήμερα στην Αθήνα.
Από την ακμή στην παρακμή
Το κτίριο μετά τις ένδοξες στιγμές που γνώρισε στα χέρια των Δεληγιώργηδών, διένυσε μέσα στο χρόνο αρκετές στιγμές απαξίωσης. Η περιδίνηση για το Μέγαρο Δεληγιώργη, ξεκίνησε το 1928. Τότε πέθανε ο πατέρας, Λεωνίδας, και το σπίτι κληρονόμησαν τα τρία του παιδιά. Αργότερα, το 1939, αυτοκτόνησε η κόρη του Σοφία, η οποία είχε τα πάντα, όχι όμως και ευτυχισμένη προσωπική ζωή.
H γονική περιουσία περιήλθε στα άλλα δύο αδέλφια. Ωστόσο η κακοδιαχείριση, προκάλεσε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οι απόγονοι της άλλοτε ισχυρής αθηναϊκής οικογένειας πούλησαν και τα δύο σπίτια στο Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων για 14.700.000 δραχμές.
Το ευρύχωρο και ψηλοτάβανο σπίτι με τα περίτεχνα βιτρό και τους ζωγραφισμένους στο χέρι τοίχους και οροφές, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πέρασε στα χέρια των Γερμανών. Εκεί δημιουργήθηκαν ξενώνες της εποχής, υπό τον έλεγχο των κατοχικών δυνάμεων, στους οποίους φιλοξενούνταν οι Γερμανοί στρατιώτες. Το Μέγαρο Δεληγιώργη μετατράπηκε σε πανσιόν της Γερμανίδας Ελισάβετ Χάμερλ έως και το 1943.
Μετά την κατοχή, στη διάρκεια του Στασιαστικού Κινήματος, εγκαταστάθηκαν στο Μέγαρο Εθνικές Ομάδες της Πελοποννήσου. Παρά την προσπάθεια του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων να αναλάβει ξανά τον έλεγχο του κτιρίου, δεν τα κατάφερε. Στο Μέγαρο εγκαταστάθηκε η Αγγλοελληνική Υπηρεσία κατά τη διάρκεια παρουσίας της βρετανικής παροικίας στην Ελλάδα από το 1946 έως και το τέλος του 1950.
Παρά το γεγονός ότι αρχικά οι Βρετανοί έκαναν κατάληψη στο κτίριο, στη συνέχεια δέχτηκαν να πληρώνουν ένα συμβολικό τίμημα στο Ταμείο, μισθώνοντας ορισμένα από τα δωμάτιά του. Έτσι, αρχικά στον πρώτο όροφο και αργότερα στο δεύτερο, στεγάζονταν οι Βρετανίδες νταντάδες που ντάντευαν τα ανήλικα τέκνα των εύπορων Αθηναίων της εποχής.
Από τους Γερμανούς και τους Βρετανούς στην Ταινιοθήκη
Στο ίδιο σπίτι θήτευσε στις αρχές του 1960 το Θέατρο Τσέπης της Μαριέττας Ριάλδη, ένα πειραματικό θέατρο, το οποίο στεγάστηκε στο δεύτερο όροφο.
Ακολούθησε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Ο πολιτιστικός φορέας παρέμεινε στο κτίριο από το 1964 έως και το 2007. Αυτό που άλλαξε κατά την παραμονή της Ταινιοθήκης στο κτίριο, ήταν η φυσιογνωμία του. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλοί από τους ζωγραφιστούς τοίχους βάφτηκαν με μαύρη μπογιά, το μαρμάρινο τζάκι με τη σφραγίδα γερμανικού οίκου που παράγγειλαν οι Δεληγιώργηδες χτίζοντας το κτίριο, καλύφθηκε με γύψινα.
Στο Μέγαρο στεγάζονταν επίσης, εμπορικές επιχειρήσεις στο ισόγειο καθώς και σε ένα τμήμα του πρώτου ορόφου, με πιο χαρακτηριστική την Αγροτική Γωνιά, ένα από τα παραδοσιακά παντοπωλεία – ντελικατέσεν του Κολωνακίου που υπάρχει έως και σήμερα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη γερμανική κατοχή στην Αθήνα, το Μέγαρο Δεληγιώργη γνώρισε την κακοποίηση από κάποιους που δεν σεβάστηκαν την ιστορικότητα και τα μοναδικά αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά. Ένα ακόμα χτύπημα ήταν όταν ξέσπασε πυρκαγιά, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές, το 1996.
Ενδιαφέρον για το ιστορικό κτίριο έδειξε το 2009 η Βουλή. Τότε, σύμφωνα με το σχεδιασμό, επρόκειτο να στεγαστεί στο Μέγαρο, η Πινακοθήκη της Βουλής καθώς και άλλες υπηρεσίες πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Η σχετική απόφαση που υπέγραψε ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Δημήτρης Σιούφας, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς το προσύμφωνα που υπέγραφε με το Ταμείο, ήρθε να ακυρώσει η οικονομική κρίση. Έτσι, η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να προχωρήσει σε περιστολή δαπανών, κάτι που σήμαινε ταυτόχρονα και την αναστολή της στέγασης των υπηρεσιών της στο Μέγαρο Δεληγιώργη.
Το Ταμείο πρόσφατα ολοκλήρωσε τη διαδικασία ανακαίνισης και συντήρησης του κτιρίου. Το κόστος της έφτασε τα 6,7 εκατομμύρια ευρώ από ίδια κεφάλαια του ΜΤΠΥ. Εκεί που άλλοτε στεγαζόταν το σπίτι της οικογένειας Δεληγιώργη, τα δωμάτια άνοιξαν ξανά. Τα πατζούρια τραβήχτηκαν στο πλάι και το φως εισέβαλε στους χώρους του Μεγάρου.
Το ίδιο κτίριο σήμερα, αναμένει το νέο του μισθωτή. Εκείνον που θα σεβαστεί ένα οίκημα με την ιστορία των περίπου 130 χρόνων που το συνοδεύουν.