Εάν η επανάσταση έρχεται μέσα από τη διαρκή κίνηση και την άρνηση της στασιμότητας των πραγμάτων, ένας άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίζει καλά πώς γίνεται. Ήρθε αντιμέτωπος με τη στατική αντιδραστικότητα της Αριστεράς. Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Κι αν κάποιοι τον κυνήγησαν περισσότερο ήταν οι άνθρωποι του συναφιού του. Γι’ αυτό και έφυγε από την Ελλάδα εξαιτίας της άκαμπτης στάσης των συναδέλφων του. Ο Κώστας Βαρώτσος έφτιαξε το Δρομέα, ο οποίος παραλίγο θα ήταν ένας… Ξένος. Η αρχή των πάντων ήταν μία σειρά καλλιτεχνικών εκδηλώσεων του δήμου Αθηναίων, πρωτοβουλία του τότε δημάρχου, Μιλτιάδη Έβερτ. Κάποιοι μάλιστα παρά το γεγονός ότι ο Βαρώτσος ήταν οπαδός του μαρξιμού, έσπευσαν να τον ταυτίσουν πολιτικά τόσο με τον Έβερτ, όσο και με τη Δεξιά ευρύτερα, χαρακτηρίζοντάς τον ακόμα και φασίστα, επειδή τόλμησε να φτιάξει το Δρομέα. Εγκατέλειψε την Ελλάδα, έχοντας ετοιμάσει από καιρό τα εισιτήρια για Ρώμη. Πριν ακόμα ο Δρομέας σταθεί στην πρώτη του αφετηρία, στην πλατεία Ομονοίας. Δεν το έκανε την πρώτη φορά, το έκανε όμως αρκετό καιρό μετά. Κουβαλώντας απογοήτευση, οργή, φόβο, αντιμετώπισε την ανελαστικότητα ενός καλλιτεχνικού -κυρίως- συστήματος, το οποίο δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ένα γλυπτό όπως ο Δρομέας θα ταυτιζόταν με το μέσο Έλληνα και την κουλτούρα του. Ασχέτως εάν εκείνος διέθετε ή διαθέτει ακόμα και σήμερα καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Ο Δρομέας ταίριαξε με την ελληνική νοοτροπία. Δεν στάθηκε ποτέ στο ίδιο σημείο. Παρά ξεκινούσε και έφτανε στον προορισμό του. Και αμέσως έφευγε για τον επόμενο. Με πρώτο σταθμό την Ομόνοια και δεύτερο την πλατεία Μεγάλου του Γένους Σχολής ανάμεσα στο Hilton και τον Ευαγγελισμό. – To 1988 εάν δεν κάνω λάθος ήταν η πρώτη φορά που ήρθε σε επαφή μαζί σας ο δήμος Αθηναίων, επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ, για την κατασκευή ενός έργου… «Θα έλεγα ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος υπήρξε μία τυχερή στιγμή για την Αθήνα. Ο σχεδιασμός του Έβερτ ως δημάρχου και του Σταύρου Ξαρχάκου, ο οποίος ήταν αντιδήμαρχος Πολιτισμού, δημιούργησε μία εκρηκτική κατάσταση για την τέχνη και για την πόλη. Ο πρώτος μεγάλος διάλογος με αυτό που ονομάζουμε Πόλη και Τέχνη ξεκίνησε με την έκθεση πόλης, η οποία ονομάστηκε “Δρώμενα” και ήταν πρωτοβουλία του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Έβερτ μάλιστα του είχε παραχωρήσει εν λευκώ τη δυνατότητα να αναλάβει πρωτοβουλίες στον τομέα της τέχνης. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο Έβερτ ήταν ένας εξαιρετικός, πλην όμως παρεξηγημένος πολιτικός. Ήταν άνθρωπος ο οποίος ήξερε να διαλέγει συνεργάτες, είχε χιούμορ και αυτοσαρκασμό, κάτι που σπανίως διαθέτουν οι πολιτικοί στην Ελλάδα. Κυρίως γιατί τις περισσότερες φορές παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους. Συν τοις άλλοις αγαπούσε πολύ αυτό που έκανε και κατάφερε να μαζέψει γύρω του προσωπικότητες, οι οποίες όρισαν στη συνέχεια τον ελληνικό πολιτισμό». – Και εκεί που δεν είχε πεδίο γνώσης ο Έβερτ, άφηνε χώρο έκφρασης στους υπόλοιπους να δράσουν… «Είναι γεγονός. Ο Έβερτ είχε επίσης καλούς συνεργάτες και δεν επενέβαινε. Γι’ αυτό και άφησε ελευθερία κινήσεων στον Ξαρχάκο. Ήταν άλλωστε ειδικός σε θέματα τέχνης, ενώ ο Έβερτ δεν μπορούσε να γνωρίζει τι συμβαίνει στο συγκεκριμένο χώρο. Πολλές φορές ούτε εμείς που είμαστε ειδικοί δεν τα γνωρίζουμε. Το πρώτο μου μεγάλο έργο ωστόσο δεν ήταν ο Δρομέας, αλλά ο Ποιητής που έγινε νωρίτερα στην Κύπρο σε συνεργασία με το DESTE Foundation. O Ξαρχάκος είχε δει αυτό το έργο της Κύπρου. Με φώναξε και μου είπε: “Κοίτα να δεις, θέλω να φτιάξεις ένα εργάκι και για την Αθήνα”. Υλοποιώντας το πρόγραμμα “Δρώμενα”, ο δήμος Αθηναίων είχε αποφασίσει να φέρει τη σύγχρονη τέχνη στην πόλη. Ήταν μία πολύ μεγάλη καινοτομία. Ήταν κάτι που έγινε για τελευταία φορά». – Εάν δεν κάνω λάθος ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε ότι ο Δρομέας θα ήταν προσωρινός στην Ομόνοια. «Είχαν αποφασίσει να παραχωρούν την Ομόνοια σε έναν καλλιτέχνη ανά δύο ή τρεις μήνες κι εκείνος να εκθέτει κάποιο έργο του. Πριν από εμένα για παράδειγμα είχε εκθέσει ο Κώστας Τσόκλης. Αφού ολοκληρώθηκε ο χρόνος παραμονής του στην πλατεία, κατέβηκε το έργο και ακολούθησα εγώ. Στη συνέχεια όμως η Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν υπουργός Πολιτισμού είχε πει στον Έβερτ: “Μ’ αρέσει αυτό το έργο! Πρέπει να το κρατήσουμε”. Τότε ο Έβερτ μου ζήτησε να παραμείνει ο Δρομέας την Ομόνοια. Ωστόσο εγώ δεν είχα κάνει σωστή στατική μελέτη, λόγω του προσωρινού του χαρακτήρα. Κι έτσι πήγαμε ξανά το χειμώνα του 1988, να τοποθετήσουμε υποστυλώματα, και να τον ενισχύσουμε. Για να μην πω τι συνέβη όταν είδαν κάποιοι για πρώτη φορά το Δρομέα… Μόλις στήσαμε το έργο στη Ομόνοια κάποιοι υπέστησαν ένα είδος πολιτισμικού σοκ. Ξαφνικά η Αθήνα χωρίστηκε στα δύο. Οι μισοί το αγάπησαν και οι άλλοι μισοί το μίσησαν. Και ακολούθησαν διάφορα περιστατικά. Ήταν σαν να είχα πετάξει μία πέτρα στο νερό, η οποία προκάλεσε δαχτυλίδια στην επιφάνεια. Έτσι κι ο Δρομέας. Έκανε δαχτυλίδια μέσα στην πόλη. Η πιο χαρακτηριστική αντίδραση ήταν η επίθεση που δέχτηκα τότε από το σύστημα της τέχνης. Κανείς δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει αυτό το έργο. Δεν ήταν έργο που ανήκε σε ένα κίνημα ή μία νοοτροπία. Ήταν πρωτογενές. Οι συνάδελφοί μου δεν ήξεραν: ήταν καλό ή κακό αυτό που έβλεπαν; Από την άλλη πλευρά ο κόσμος το αποκωδικοποίησε και το δέχτηκε αμέσως. Οι περισσότεροι το λάτρεψαν». – Ποιες ήταν οι χαρακτηριστικότερες αντιδράσεις από την πλευρά των συναδέλφων σας; «Το πιο αστείο ήταν ότι εμφανίστηκαν λίβελοι από διάφορους κριτικούς τέχνης ή συναδέλφους, οι οποίοι μου επιτέθηκαν. Δέχτηκα φοβερές επιθέσεις! Εγώ ωστόσο δεν απάντησα ποτέ σε όλα αυτά. Είχα παγώσει με αυτά που έβλεπα και ήμουν και μικρός. Μόλις 32 χρονών τότε… Αντιθέτως σε όλες αυτές της κατηγορίες των ανθρώπων της τέχνης εναντίον μου, απαντούσαν οι πολίτες. Συγχρόνως το MTV, μόλις είχε αρχίσει τότε να εκπέμπει και στην Ελλάδα. Είχαν έρθει, μου έκαναν μία συνέντευξη, ενώ τράβηξαν κάποια πλάνα του Δρομέα. Έτσι, ξεκίνησε να ανοίγει το πρόγραμμά του με πλάνα του Δρομέα σε όλες τις χώρες που είχε παρουσία το MTV. Άρχισαν να με μαθαίνουν και να γράφουν για το έργο διάφορες εφημερίδες του εξωτερικού όπως η La Republica, αλλά και αρκετές ακόμα». – Ο Δρομέας, ο οποίος αρχικά επρόκειτο να βαφτιστεί Ξένος, κάτι που τελικά δεν έγινε. Ποια διαδρομή ακολούθησε η ονομασία του; «Αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν η ιδέα του περαστικού. Η Ομόνοια ήταν πάντα μία αφετηρία. Όλοι οι επαρχιώτες και όλοι οι ξένοι έρχονταν και έρχονται στην Ομόνοια. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η φιγούρα του ανθρώπου που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Ένας ξένος που μόλις τον συναντάς, τον ρωτάς: “Πότε ήρθες;” και αμέσως μετά ρωτάς: “Πότε φεύγεις;”. Αυτός ο άνθρωπος εξελίχθηκε στη συνέχεια σε Δρομέα. Η υπόθεση του Δρομέα ήταν κάτι που άλλαζε σταδιακά την εικόνα της πόλης, η οποία άρχισε να αποκτά σημείο αναφοράς». – Πότε χρειάστηκε να γκρεμίσετε το Δρομέα και γιατί; «Το 1993 μας ειδοποίησαν από το μετρό ότι ήθελαν να σκάψουν ακριβώς στο σημείο που στεκόταν ο Δρομέας. Τότε ήταν που έπρεπε να τον γκρεμίσουμε γιατί δεν ήταν φτιαγμένος για να μεταφερθεί. Προηγήθηκαν αρκετές συζητήσεις με την εταιρεία Bechtel, η οποία είχε αναλάβει να φτιάξει κάποιες από τις γραμμές του μετρό. Αυτό που μου είπαν οι υπεύθυνοι της εταιρείας ήταν ότι θα γκρέμιζαν το έργο και θα το ξαναέφτιαχναν κάπου αλλού. Το συμβόλαιό τους με το ελληνικό δημόσιο ανέφερε άλλωστε, πως ότι χαλούσαν θα το ξαναέφτιαχναν. Κι έτσι έγινε. Το έργο ξαναφτιάχτηκε από την αρχή το 1994 στο Hilton». – Αυτό που ίσως πολλοί δεν γνωρίζουν, είναι ότι ο πρώτος Δρομέας καταστράφηκε εντελώς «Έτσι έγινε. Το άγαλμα όντως καταστράφηκε εντελώς. Πετάχτηκε στα σκουπίδια. Δεν γινόταν να μεταφερθεί. Ωστόσο ο δεύτερος Δρομέας, ουδεμία σχέση έχει με τον πρώτο. Δεν μπορεί να είναι ίδιος με τον πρώτο. Η επέμβαση του Δρομέα ήταν ξέρεις πολύ δυνατή. Παρέλυσε ολόκληρο το σύστημα. Τόσο που ακόμα και οι άνθρωποι της τέχνης δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον εαυτό τους. Άρχισαν να βρίζουν και να επιτίθενται εναντίον μου». – Μπάχαλο τους κάνατε…! «Μπάχαλο δε λες τίποτα! Και ειδικά τις μεγαλύτερες γενιές. Ο Τέτσης για παράδειγμα έλεγε: “Το όνειρό μου είναι να φύγει αυτό το έργο από την πόλη!” Μάλιστα είχε συντάξει γράμμα εναντίον μου. Και ο Ζογγολόπουλος ή ο Κούνδουρος ήταν επίσης εναντίον μου. Ο Κούνδουρος μάλιστα με είχε βρίσει με τα χειρότερα λόγια. Όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι παγιωμένοι μέσα στο σύστημα μεταπολιτευτικά. Οι παλιοί αριστεροί, που ήταν βαθιά ριζωμένοι στο σύστημα και ρύθμιζαν τα πράγματα. Ξαφνικά ήρθε ένας πιτσιρικάς, τους κοπάνησε κατά πρόσωπο ένα έργο και έχασαν τον έλεγχο. Η αλήθεια είναι ότι πάντοτε ήμουν λίγο τρομοκράτης. Έκανα τέχνη που τις περισσότερες φορές είχε μέσα της ένα στοιχείο παρανομίας. Μία ακόμα αντίδραση που θυμάμαι είναι ότι το καλλιτεχνικό επιμελητήριο προσέφυγε στη Δικαιοσύνη όταν επρόκειτο να μεταφέρω το Δρομέα στο Hilton. O λόγος της προσφυγής τους ήταν ότι το έργο ξεπερνούσε σε αξία τα 2.000.000 δραχμές που ήταν το όριο για να γίνει διαγωνισμός για ένα δημόσιο έργο. Αυτό που ζητούσαν ήταν να γίνει διαγωνισμός για την επανακατασκευή του Δρομέα. Διαγωνισμός για το δικό μου έργο! Ζητούσαν δηλαδή να το πάρει άλλος καλλιτέχνης και να το φτιάξει! Ήταν τόσο ανόητοι που πήγαν στο δικαστήριο και ζήτησαν να γίνει διαγωνισμός για την ανακατασκευή του Δρομέα! Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μάλιστα τους είπε: “Θα με αναγκάσετε να κλείσω το καλλιτεχνικό επιμελητήριο. Είναι δυνατόν να μου ζητάτε να παραβλέψω την πνευματική ιδιοκτησία;”» – Μήπως φάγατε τη θέση κάποιων άλλων συναδέλφων σας στην Ομόνοια, οι οποίοι επρόκειτο να εκθέσουν μετά από εσάς στο πλαίσιο της έκθεσης του δήμου Αθηναίων και γι΄ αυτό εξοργίστηκαν; Aν κοιτάξουμε εξάλλου την πορεία των πραγμάτων, ο Δρομέας εναρμονιζόταν με τη φιλοσοφία «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». «Όχι. Αντιθέτως όταν ετοιμαζόμουν να τον εγκαταστήσω στην Ομόνοια, ρώτησα το Ζογγολόπουλο εάν θα είχε πρόβλημα να στήσω το έργο εκεί, γιατί εκείνος ήταν που είχε κάνει την ανάπλαση της πλατείας. Μου απάντησε: “Παιδάκι μου δεν υπάρχει έργο δικό μου εκεί πέρα, τα έχουν καταστρέψει όλα. Δεν υπάρχει τίποτα”. Σας θυμίζω ότι ο Ζογγολοπουλος είχε πάρει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς… Τελικά μου έδωσε την άδεια να στήσω το Δρομέα. Στη συνέχεια όμως, νόμιζε ότι τον είχα κοροϊδέψει, καθότι έβλεπε ότι το άγαλμα δεν έφευγε από την πλατεία, ενώ εγώ του είχα πει ότι ήταν προσωρινό! Μου κόστισε πολύ ψυχικά όλο αυτό». – Εκ του αποτελέσματος όμως σας ωφέλησε ό,τι έγινε παρά το γεγονός ότι ήταν και ο λόγος που σας έδιωξε από την Ελλάδα. «Με ωφέλησε σε πολλά είναι η αλήθεια. Γιατί όλη αυτή η κόντρα με έκανε να φύγω στο εξωτερικό. Σταμάτησαν στην Ελλάδα να με καλούν σε εκθέσεις ή να μου κάνουν επαγγελματικές προτάσεις, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή συμμετείχα σε όλες τις βασικές εκθέσεις. Ξαφνικά ήμουν απομονωμένος. Έτσι, έφυγα στη Ρώμη και άρχισα να δουλεύω στην Ιταλία. Αμέσως μόλις άρχισαν να γίνονται όλα αυτά. Άρχισα να πηγαινοέρχομαι από την Ιταλία στην Ελλάδα, μετά πήγα στην Αμερική και αργότερα στην Ελβετία. Ο αρνητισμός που συνάντησα εδώ με έκανε να φύγω. Αυτό όμως που δεν ήξεραν οι εχθροί, θέτοντάς μου διαρκώς εμπόδια, είναι ότι μου έβαλαν πύραυλο στα οπίσθια. Ότι με βοήθησαν. Κι εγώ είχα πεισμώσει πολύ. Είχα αγριέψει, είχα στενοχωρηθεί. Πέρασα όλες τις φάσεις αυτών των συναισθημάτων και κάποια στιγμή ηρέμησα και τα ξέχασα όλα. Όλες τις κακίες και όλα όσα συνέβησαν. Πλέον κοιτάζω τις καινούργιες. Κάτι ανάλογο έγινε και με ένα έργο που είχα κάνει στην Αίγινα. Στην Κέρκυρα επίσης με την αλλαγή δημάρχου παλαιότερα είχαν πετάξει έργο μου στα σκουπίδια. Εν ολίγοις το να κάνει κάποιος τέχνη στην Ελλάδα μοιάζει με πολεμική υπόθεση». – Παρόλ’ αυτά αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα. Γιατί; «Βρισκόμουν για μία έκθεση στη Νέα Υόρκη. Οι βοηθοί μου με προέτρεψαν να πάω να αγοράσω μία μπύρα να πιω. Κατέβηκα τις σκάλες στο χώρο που βρισκόμασταν και βρήκα ένα delicatessen, το οποίο είχε ένας Έλληνας. Ψάχνοντας να μιλήσω σε κάποιν, ρώτησα: “Υπάρχει κανένας Έλληνας εδώ;”. Βγήκε τότε ένα παιδάκι και άρχισε να μιλάει Ελληνικά. Από αυτά που έλεγε καταλάβαινα ελάχιστα. Μιλούσε σε μία διάλεχτο παλιά, ηπειρώτικη. Ήταν Έλληνας εμιγκρές, ο οποίος ποτέ δεν έγινε Αμερικάνος. Έχασε όμως και την επαφή του με την Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα εξελίχθηκε κι εκείνο βρίσκοταν σε μία χωροχρονική υπόσταση ανύπαρκτη. Μόλις συνειδητοποίησα την κατάστασή του, είπα: “Εμένα αυτό δεν μου αρέσει. Δεν θα γίνω κι εγώ έτσι”. Γι’ αυτό και γύρισα πίσω. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω Αμερικάνος στην ηλικία που βρισκόμουν τότε. Παράλληλα όμως δεν ήθελα να χάσω και την επαφή μου με την Ελλάδα». – Με δεδομένες τις… κακουχίες που υπεστήκατε λόγω του Δρομέα, δεν τον απορρίψατε ποτέ, όπως έκανε ο Χατζιδάκις με τα παιδιά του Πειραιά, ο οποίος πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια. «Ποτέ. Γιατί αυτό το έργο ήταν πολύ καλό. Αυτό το παιδί είχε πάρα πολλά κέφια, όπως κι εγώ όταν το έκανα. Έχει όλη αυτή την ενέργεια της ζωής. Τη θετικότητα, τον τσαμπουκά, την αγάπη που είναι ίδιον τον νέων ανθρώπων». – Αυτό που μας λείπει σήμερα… «Ακριβώς. Αυτό μας λείπει. Ο τσαμπουκάς και η θετική ενέργεια. Και πλέον ένα παιδί στα 30 δεν μπορεί να κάνει ένα Δρομέα. Εγώ αντιθέτως είχα την αυθάδεια να τον κάνω τότε. Σήμερα έχουν ψαλιδιστεί τα φτερά των νέων. Τους έχει φύγει ο τσαμπουκάς με όλα όσα συμβαίνουν. Φόβος, κατηγορίες, κρίση, πείνα… Είναι δυνατόν να μοιράζονται τόσες χιλιάδες μερίδες φαγητού στην Ελλάδα καθημερινά; Βρισκόμαστε σε πόλεμο!» – Σας ζήτησαν να φτιάξετε άλλους Δρομείς; «Ναι. Μερικοί φίλοι μου το ζήτησαν και τους έφτιαξα. Σε μικρότερη κλίμακα βέβαια». – Εάν κρατούσατε κάτι ως το ζουμί από όλη την ιστορία με το Δρομέα τι θα ήταν; «Τα νιάτα… Τα οποία ξέρεις μπορούν να σε καταστρέψουν ή να σε αποθεώσουν. Αυτό που βγαίνει πάντως από το Δρομέα είναι ότι αποτελεί το πρώτο δείγμα έκφρασης της πόλης. Ο Έλληνας ήθελε να αποδείξει ότι είναι κάτι. Ευρωπαίος. Το έργο όμως έχει και έναν ρομαντισμό. Δίνει ένα συναίσθημα συλλογικής αυτοπεποίθησης». – Ισορροπήσατε στο κενό όμως. «Ναι… Φαντάσου ότι την ημέρα των εγκαινίων είχα βγάλει εισιτήρια για Ρώμη. Είχα πει ότι εάν δεν πήγαιναν καλά, θα έφευγα. Μέσα μου είχα φτιάξει το σενάριο. Τελικά όμως δεν έφυγα τότε». – Για καλή σας τύχη οι πολιτικοί -Έβερτ και Μελίνα- ήταν με το μέρος σας. «Ναι. Αντιθέτως όμως οι νεολαίες της Αριστεράς δυσαρεστήθηκαν πάρα πολύ. Πώς εγώ ένας παλιός μαρξιστής έκανα κάτι τέτοιο. Με είπαν δεξιό, φασίστα, ακόμα και κολλητό του Έβερτ. Αλλά υπήρξαν και πολιτικοί όπως η Διαμαντοπούλου, οι οποίοι έβαλαν με κάθε τρόπο εναντίον μου». – Γίνατε είδος υπό εξαφάνιση, αλλά τελικά δεν εξαφανιστήκατε… «Όχι. Είμαι εδώ και συζητάμε. Είμαι ακόμα εδώ. Κλείνοντας θα σου πω μια ιστορία. Είχα κάποτε ένα βοηθό, ο οποίος ήταν Δεξιός. Ένα παιδάκι. Γιώργο τον έλεγαν. Μία νύχτα που στήναμε το Δρομέα με ρώτησε ξαφνικά: “Κύριε γιατί όλοι οι καλλιτέχνες είναι Αριστεροί; Εμείς δεν είμαστε καλοί άνθρωποι;” Είναι αυτή η χαζή ερώτηση, η οποία έχει ορίσει πολλά πράγματα στην Ελλάδα… Οι ταμπέλες του Δεξιού και του Αριστερού. Το μόνο που περιμένω πώς και πώς πια, είναι μήπως βγει ένα κωλόπαιδο και κάνει τσαμπουκά. Ένας Βαρώτσος να χαλάσει λίγο την πιάτσα. Αυτό περιμένω…» Δείτε όλα τα θέματα του Weekend