Η πρωτεύουσα της Γαλλίας, το Παρίσι, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση όλης της υφηλίου ως η Πόλη του Φωτός. Μαγευτικό, ειδυλλιακό, ρομαντικό, αλλά και καλλιτεχνικό, το Παρίσι φώτισε και φωτίζει την Ευρώπη και όλον τον κόσμο με τη λάμψη του. Ωστόσο, η ιστορία της γαλλικής πρωτεύουσας, περιέχει και αρκετές μαύρες σελίδες: το αιματηρό τέλος των βασιλέων, η τρομοκρατία που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση, το αιματοκύλισμα της παρισινής κομμούνας, αλλά και οι φτωχοί «άθλιοι». Τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά στους περισσότερους… Η ιστορία του Παρισιού, όμως, έχει κι άλλες σκοτεινές ιστορίες, από την πολύχρονη και πολυτάραχη ιστορία του. Για παράδειγμα, μυστήριο σκεπάζει το θάνατο του γνωστού ζωγράφου Βαν Γκογκ, ή για να πάμε χρονικά πιο πίσω, υπάρχει και η δράση των Ροδόσταυρων που αιχμαλώτισε τη φαντασία των Παριζιάνων. Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένες άκρως ενδιαφέρουσες ιστορίες μυστηρίου από το «σκοτεινό» Παρίσι… Πού οφείλονταν ο θάνατος του Βίνσεντ Βαν Γκογκ Ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, στις 27 Ιουλίου του 1890, βρέθηκε στο προάστιο του Παρισιού, Auvers νεκρός, από σφαίρα στο στομάχι. Εξαιτίας των γνωστών ψυχικών προβλημάτων του Βαν Γκογκ, ο θάνατός του αποδόθηκε αμέσως σε αυτοκτονία. Ωστόσο, σύμφωνα με το βραβευμένο με Πούλιτζερ ιστορικό Steven Naifeh και Gregory White Smith, αυτή η θεωρία απλά δεν ταιριάζει. Ούτε όπλο βρέθηκε ποτέ, ούτε κανείς γνώριζε από πού ο Βαν Γκογκ θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όπλο. Επιπλέον, ο ζωγράφος δεν άφησε σημείωμα αυτοκτονίας, ενώ υπήρχαν σημάδια που έδειχναν ότι ο ίδιος σκόπευε να ζήσει κι άλλο, όπως το γεγονός ότι είχε μόλις παραγγείλει νέα χρώματα και πως είχε γράψει μια αρκετά αισιόδοξη επιστολή στον αδελφό του. Οι δύο ιστορικοί αμφισβητούν επίσης γιατί κάποιος θα επιχειρούσε να αυτοκτονήσει πυροβολώντας τον εαυτό του στο στομάχι και κατόπιν να επιστρέψει στην πόλη. Επιπλέον, οι ιστορικοί σημειώνουν τις προβληματικές πηγές για τις «αυτοκτονικές τάσεις» του Βαν Γκογκ. Επρόκειτο για τον καλλιτέχνη Emile Bernard ο οποίος είχε διαδώσει τις δραματικές φήμες για το διάσημο επεισόδιο με το αυτί του Βαν Γκογκ, για ένα 13χρονο κορίτσι ονόματι Adeline Ravoux, η οποία άλλαζε την ιστορία κάθε φορά και τέλος για τον 17χρονο Paul Gachet Jr., ο οποίος συχνά έλεγε παραμύθια για τη δήθεν «φιλία» του με το διάσημο καλλιτέχνη. Αξιοσημείωτο είναι ότι αργότερα βρέθηκαν στην κατοχή του ορισμένοι πίνακες που είχαν μυστηριωδώς εξαφανιστεί από το στούντιο του ζωγράφου μετά το θάνατό του. Η εναλλακτική εξήγηση για το θάνατο του Βαν Γκογκ είναι πως πέθανε από το χέρι ενός κακομαθημένου 16χρονου αγοριού, γόνου μιας πλούσιας ντόπιας οικογένειας, τον Rene Secretan. Οι Naifeh και Smith εντόπισαν κατάθεση που «θάφτηκε» από έναν αυτόπτη μάρτυρα, ο οποίος είχε δει τον Βαν Γκογκ πριν πυροβοληθεί, όχι στα χωράφια, αλλά στο δρόμο για το σπίτι των Secretan. Τα κλεμμένα έργα του Χέμινγουεϊ Μυστήριο καλύπτει την τύχη της δουλειάς του μεγάλου λογοτέχνη Έρνεστ Χέμινγουεϊ, η οποία κλάπηκε σε ένα παριζιάνικο τραίνο. Το 1922, η πρώτη σύζυγος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, η Χάντλεϊ, ζούσε στο Παρίσι, ενώ ο διάσημος συγγραφέας ταξίδευε στην Ευρώπη, δουλεύοντας σαν ρεπόρτερ. Στην Ελβετία, συνάντησε έναν εκδότη και ζήτησε από τη γυναίκα του να τον συναντήσει στη Γενεύη φέρνοντας μαζί της, μερικά από τα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Έτσι, η Χάντλεϊ έβαλε σε μια βαλίτσα τα έργα 4 χρόνων του συγγραφέας και επιβιβάστηκε σε ένα τραίνο στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της, άφησε για λίγο στο χώρο αποσκευών τη βαλίτσα, η οποία περιείχε τόσο τα τυπωμένα αντίγραφα, όσο και τα αυθεντικά κείμενα του Χέμινγουεϊ, και πήγε να πιει λίγο νερό. Όταν επέστρεψε, η βαλίτσα είχε εξαφανιστεί! Παρόλο που ζήτησε βοήθεια από τους υπευθύνους, δεν κατάφεραν να εντοπίσουν ούτε ίχνος της βαλίτσας. Η Χάντλεϊ αναγκάστηκε να φτάσει μέχρι τη Γενεύη, σκεπτόμενη τί θα έλεγε στο σύζυγό της όταν θα τον συναντούσε. Κανένα κείμενο δεν διασώθηκε και ο Χέμινγουεϊ στην αυτοβιογραφία του, δηλώνει ξεκάθαρα τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχε το συμβάν στον ίδιο και τη σχέση του με τη Χάντλεϊ. Το αρχαίο και μυστικιστικό τάγμα των Ροδόσταυρων Το Ροδοσταυρικό Τάγμα, γνωστό και σαν AMORC, έχει γίνει διάσημο για τα μυστικά που φύλαγε στο εσωτερικό του. Φημολογείται ότι η απαρχή του χρονολογείται στην Αρχαία Αίγυπτο. Εάν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, το 1623 ορισμένα περίεργα συμβάντα έλαβαν χώρα στο Παρίσι! Τη χρονιά εκείνη, στην Πόλη του Φωτός έκαναν την εμφάνισή τους επιγραφές που ανακοίνωναν την άφιξη των Ροδόσταυρων: «Εμείς, ως βουλευτές του κυρίαρχου Κολλεγίου των Αδελφών του ΡόδουΣταυρού, κάνουμε μια εμφανή και αφανή διαμονή στην πόλη με τη Χάρη του Ύψιστου, προς τον οποίο στρέφονται οι καρδιές των Δικαίων. Δείχνουμε και διδάσκουμε χωρίς βιβλία ή σήματα πώς να μιλάτε όλες τις γλώσσες των χωρών στις οποίες θέλουμε να βρεθούμε και πώς να σύρετε τους ανθρώπους από το λάθος και το θάνατο». Αμέσως μετά, άρχισαν να διαδίδονται φήμες πως έκαναν την εμφάνισή τους 36 αντιπρόσωποι εκ μέρους της μυστηριώδους κοινότητας, οι οποίοι είχαν ορκιστεί την καταδίκη του Χριστιανισμού για αντάλλαγμα την ικανότητα της τηλεμεταφοράς, αμύθητο πλούτο και τη δυνατότητα να εναρμονίζονται με οποιονδήποτε τόπο, οποιαδήποτε στιγμή. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι οι επιγραφές τοποθετήθηκαν στο Παρίσι από κάποιον που είχε ακούσει ανάλογες φήμες στη Γερμανία και αποφάσισε να τις χρησιμοποιήσει ώστε να τρομοκρατήσει τους Παριζιάνους, κάτι που τελικά και πέτυχε. Τα μυστηριώδη λόγια της Μαρκησίας ντε Μπρινβιλλιέ Η Μαρκησία ντε Μπρινβιλλιέ με μία και μόνο φράση της, κατάφερε να ρίξει το πέπλο του μυστήριου και της υποψίας πάνω σε όλο το Παρίσι. Το 1659, η νεαρή γυναίκα παντρεύτηκε το Μαρκήσιο του Μπρινβιλλιέ, έναν άντρα στην ίδια τάξη με αυτήν αλλά που λέγεται πως ήταν τόσο «άστατος όσο και η άμμος». Έτσι, κανείς δεν εξεπλάγη που η νεαρή Μαρκησία ξεκίνησε ερωτικό δεσμό με τον Gaudin de Sainte-Croix. Παρόλο που οι γονείς της προσπάθησαν να την πείσουν να σταματήσει τον παράνομο δεσμό, εκείνη επέμεινε και τελικά επιχείρησε να χωρίσει και επίσημα από το σύζυγό της, κάτι ανεπίτρεπτο για την εποχή. Σύντομα, ο εραστής της συνελήφθη με διαταγή του βασιλιά. Ενώ βρίσκονταν στη φυλακή, ο άντρας έμαθε όσα περισσότερα μπορούσε από έναν ιταλό συγκρατούμενό του. Μετά την αποφυλάκισή του, η Μαρκησία ντε Μπρινβιλλιέ μελέτησε πλάι του και άρχισε να επισκέπτεται νοσοκομεία του Παρισιού, μοιράζοντας γλυκά και αρτοσκευάσματα. Όσοι τα έτρωγαν μετά από λίγο πέθαιναν! Την ίδια μοίρα είχε τόσο ο πατέρας της, όσο και οι δύο αδελφοί της, καθώς και ο ίδιος ο Gaudin de Sainte-Croix, πιθανότατα αφότου απέτυχε ένα από τα πειράματά του. Με το θάνατο του Gaudin, ερευνητές εντόπισαν στοιχεία που έδειχναν ότι η Μαρκησία είχε σκοτώσει την οικογένειά της προκειμένου να τους εκδικηθεί που δεν την άφησαν να χωρίσει. Στη δίκη που ακολούθησε, η ίδια επέμεινε στην αθωότητά της, επιμένοντας πως ήταν ο Gaudin αυτός που σκότωσε τους συγγενείς της, κάνοντας να φανεί η ίδια ως υπαίτια. Τελικά, μετά από φρικτά βασανιστήρια ομολόγησε πως η ίδια τους δηλητηρίασε και καταδικάστηκε να αποκεφαλιστεί και να ριχτεί στην πυρά. Πριν πεθάνει, η Μαρκησία διακήρυξε: «Μεταξύ των τόσο πολλών ενόχων, πρέπει να είμαι εγώ η μόνη που θα καταδικαστώ σε θάνατο; Οι μισοί από τους ανθρώπους στην πόλη έχουν εμπλακεί σε τέτοιου είδους υποθέσεις και θα μπορούσα να τους καταστρέψω εάν μιλούσα». Αν και το δικαστήριο επιχείρησε να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες από την ίδια, η Μαρκησία δεν αποκάλυψε κανένα άλλο όνομα, προφανώς από αυτούς που είχαν δεχτεί τις υπηρεσίες της ίδιας και του Gaudin. Ωστόσο, τα λόγια της έριξαν νέο φως σε υποθέσεις θανάτων που έμειναν άλυτες. Η υπόθεση των δηλητηριάσεων Λίγα χρόνια μετά τα μυστηριώδη λόγια της Μαρκησίας ντε Μπρινβιλλιέ, το Παρίσι βρέθηκε στη δίνη μιας τρομακτικής συμμορίας αλχημιστών και ειδικών στα δηλητήρια. Μεταξύ των πιο διαβόητων, ήταν η Κατερίν Μονβουαζάν, γνωστή και ως η «Γειτόνισσα» (La Voisin). Συνελήφθη το 1679, κατηγορούμενη ότι ακολουθούσε τα χνάρια της μητέρας της, η οποία φημολογούνταν πως ήταν μάγισσα. Ζώντας σε έναν ιδιαίτερα δυστυχισμένο γάμο, δεν έκρυψε το γεγονός ότι είχε συνάψει σχέσεις με διάσημους δηλητηριαστές και αλχημιστές, ένας εκ των οποίων στράφηκε αργότερα εναντίον της. Η «Γειτόνισσα» πουλούσε την πραμάτεια της στην πίσω αυλή του σπιτιού της, στο βόρειο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, δήλωσε ότι κορίτσια που έμεναν έγκυες, πήγαιναν σε αυτές προκειμένου να τις «αδειάσει», κάτι που τον 17ο αιώνα θεωρούνταν έγκλημα. Ωστόσο αντιμετώπισε απείρως περισσότερα προβλήματα όταν άρχισε να ονοματίζει άλλους πελάτες της, όπως την υπηρέτρια της ερωμένης του βασιλιά. Δεν γνωρίζουμε πόσο βαθιά είχε μπει στις τάξεις της βασιλικής τάξης. Ενώ ισχυρίζονταν πως η δουλειά της περιορίζονταν στις πούδρες και της λοσιόν για περιποίηση της επιδερμίδας, υποστήριξε επίσης πως γνώριζε πολύ καλά μια σειρά μελών στην αυλή του βασιλιά, οι οποίοι αναζητούσαν πολλά περισσότερα από το να κρατήσουν απλά το δέρμα τους σε καλή κατάσταση… Ωστόσο, αρνήθηκε ποιοι ήταν και τι ζητούσαν. Αντίθετα, περιορίστηκε να πει πως: «Το Παρίσι είναι γεμάτο τέτοια πράγματα και υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτό το διαβολικό εμπόριο». Τελικά η Μονβουαζάν κάηκε στην πυρά το 1680. Το αίμα του Λουδοβίκου και το μουμιοποιημένο κεφάλι Όταν ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ αποκεφαλίστηκε το 1793, όσοι βρέθηκαν στην εκτέλεση δεν αρκέστηκαν στο να γιορτάσουν ή να θρηνήσουν το θάνατο του βασιλιά. Ήθελαν ακόμη να κρατήσουν ένα ενθύμιο, που σήμαινε στην πραγματικότητα ότι θα έσπευδαν να βρέξουν με βασιλικό αίμα όποιο ρούχο ή ύφασμα είχαν πρόχειρο. Το αίμα του βασιλιά -ακόμη κι αν ήταν πλέον νεκρός- θεωρούταν ξεχωριστό και υπήρχαν αρκετοί που θα πλήρωναν γι’ αυτό… Σύμφωνα με την ιστορία που διαδόθηκε από μια οικογένεια, ένας από τους προγόνους της, ο Maximilien Bourdaloue, κατάφερε να βουτήξει το μαντήλι του στο βασιλικό αίμα. Για προστασία, το τοποθέτησε σε μια κομψή σκαλισμένη νεροκολοκύθα. Η νεροκολοκύθα έχει διατηρηθεί μέχρι και σήμερα, αλλά ποιανού το αίμα διατηρεί, παραμένει υπό αμφισβήτηση. Ένας ερευνητής από το Ινστιτούτο Εξελικτικής Βιολογίας της Βαρκελώνης, που έχει αναλύσει το αίμα στην κολοκύθα και έχει λάβει DNA από το μουμιοποιημένο κεφάλι ενός άλλου μέλους της οικογένειας του Λουδοβίκου, του Χένρι του 4ου. Η διαδικασία ταρίχευσης κατέστρεψε μεγάλο μέρος του DNA του κεφαλιού, αλλά οι επιστήμονες κατάφεραν να συλλέξουν 6 διαφορετικές αλληλουχίες γενετικού υλικού. Οι 5 εξ αυτών ταιριάζουν με τα δείγματα αίματος. Ωστόσο, άλλοι γενετιστές από το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέουβεν στο Βέλγιο, δηλώνουν ότι είναι αδύνατο να είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα με ένα τόσο μικρό δείγμα για σύγκριση. Έτσι, οι βέλγοι γενετιστές προσέθεσαν μια ακόμη ομάδα ανθρώπων στην έρευνά τους: 3 ζωντανά μέλη της οικογενείας του Οίκου των Βουρβόνων, που όμως, δεν ταίριαξαν. Ακόμη και αυτό βέβαια, δεν μας λέει τίποτα με σιγουριά, καθώς τα τρία ζωντανά μέλη των Βουρβόνων τοποθετούν τις ρίζες τους πίσω στο Φίλλιπο τον πρώτο, ο οποίος όμως ήταν πιθανότατα ομοφυλόφιλος και μάλλον δεν είχε γίνει πατέρας! Έτσι, παρά την εκτενή έρευνα, δεν γνωρίζουμε ακόμη ποιανού το αίμα βρίσκεται στο οικογενειακό κειμήλιο. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend