Οι γειτονιές μοσχοβολούσαν από τα λουλούδια που είχαν πια ανθίσει, από την υποχρεωτική «πάστρα» λόγω Πάσχα και τα ασβεστώματα στις αυλές. Όσοι έμεναν κοντά γινόταν μια παρέα και τα αρνιά έμπαιναν στη σειρά για να ψηθούν. Εικόνες και πασχαλινές αναμνήσεις από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 που μοιάζουν πια μακρινές αλλά αφήσουν ένα χαμόγελο στα χείλη όσων τις αναπολούν.
Τουλάχιστον τρεις γενιές μαζί! Χόρευαν, τραγουδούσαν, έτρωγαν και μιλούσαν για τον χειμώνα που πέρασε και για το καλοκαίρι που προσμονούσαν να έρθει. Οι «πρωτευουσιάνοι» είχαν φτάσει από τις προηγούμενες ημέρες και οι λαμαρίνες γεμάτες κουλούρια πηγαινοέρχονταν στον φούρνο αφήνοντας μια έντονη πασχαλινή μυρωδιά στα δρομάκια του χωριού.
Το σταθερό τηλέφωνο τις ημέρες του Πάσχα έπαιρνε φωτιά. Τα κινητά τη δεκαετία του ’80 δεν είχαν έρθει στην Ελλάδα και προς το τέλος της δεκαετίας του ’90 τα είχαν λίγοι. Έτσι όσοι ήθελαν να ευχηθούν στη γιαγιά και στον παππού, που το σπίτι τους φόραγε τα γιορτινά του και περίμενε τους επισκέπτες, τηλεφωνούσαν στο σταθερό. Μερικές φορές όμως το τηλέφωνο «κλείδωνε» ακόμη και με κλειδαριά στο μηδέν για να μην μπορούν τα μικρά της οικογένειας να κάνουν φάρσες και να πραγματοποιήσουν υπεραστικές κλήσεις.
Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες μας πιάνει μια νοσταλγία. Όσοι ζήσαμε σε χωριό ή τουλάχιστον το επισκεπτόμασταν το Πάσχα αναπολούμε την πασχαλινή εκείνη μυρωδιά, τους φίλους με τους οποίους δίναμε ραντεβού στο χωριό, και την οικογένεια που μίκρυνε αφού αρκετοί έφυγαν από τη ζωή. Θυμόμαστε τα σκαστούρια ή αλλιώς τις «κόκκινες» που παίρναμε για να πετάξουμε και με το «μπαμ» να τρομάξουμε τους πιο σοβαρούς αλλά και τα σκορδάκια που τα ρίχναμε ακόμη και μέσα στο σπίτι και τρέχαμε να κρυφτούμε για να μην μας δουν. Τις σοκολάτες που μας περιμέναν να τις φάμε μετά την Ανάσταση, γιατί όλοι τη Μεγάλη Εβδομάδα νηστεύαμε και τα δώρα με τα οποία μας φόρτωναν παππούδες, γιαγιάδες, θείοι και θείες.
Οι ετοιμασίες στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας ξεκινούσαν από νωρίς το πρωί, όλοι ήταν στο πόδι. Οι σούβλες είχαν καθαριστεί από την προηγούμενη και είχαν μπει στη θέση τους. Τα αρνιά συνήθως ήταν πάνω στο τραπέζι στο κατώι του σπιτιού, σκεπασμένα με πετσέτες για να αλατιστούν, να ραφτούν, να περαστούν στη σούβλα και στη συνέχεια να καταλήξουν στο τραπέζι αφού πρώτα είχαν τραβηχτεί από πάνω τους σχεδόν όλες οι πέτσες…. έτσι για τον μεζέ.
Οι γυναίκες αναλάμβαναν τα συνοδευτικά και τα μεζεδάκια ενώ οι άνδρες μικροί – μεγάλοι είχαν την ιδιότητα του ψήστη. Αφού γινόταν ο ελληνικός καφές σε μεγάλη μάλιστα κούπα ξεκινούσε η προετοιμασία της φωτιάς. Μετά σειρά είχε το κοκορέτσι, που δεν λείπει ποτέ το Πάσχα από τα τραπέζια, με τα μικρά παιδιά να νιώθουν περήφανα που τα άφηναν να το προετοιμάσουν και τους γονείς να φωνάζουν «πρόσεχεεεεε μην χτυπήσεις από τη σούβλα».
Στις 9 το πρωί περίπου τα αρνιά είχαν τοποθετηθεί στις θέσεις τους. Μια φωτογραφική με φιλμ κατέγραφε τις στιγμές και όλοι πήγαιναν δίπλα στον οβελία και καμάρωναν γυρνώντας τη σούβλα.
Αυτό που σίγουρα θυμούνται όσοι πέρασαν έστω ένα Πάσχα τη δεκαετία του ’80 και του ’90 στο Μεσολόγγι ή το Αιτωλικό θα είναι τα μεγάλα τραπέζια με τα πασχαλινά κεντητά τραπεζομάντηλα που είχαν κοκοράκια, αβγουλάκια και άλλα σχέδια αλλά και τα χέλια. Ναι… καλά διαβάσατε… χέλια τα οποία έμπαιναν στη σχάρα ενώ ψηνόταν το αρνί και τρώγονταν σαν μεζές μαζί με το τσίπουρο ή το κρασί, μια παράδοση που διατηρείται ακόμη και σήμερα.
Κυρίαρχος του τραπεζιού ήταν φυσικά εκτός από το αρνί και το κοκορέτσι το τζατζίκι της γιαγιάς με γιαούρτι που φυσικά είχε φτιάξει η ίδια όπως επίσης και το ζυμωτό ψωμί. «Φάτε, φάτε στην Αθήνα δεν έχει τέτοια» έλεγε στους «πρωτευουσιάνους» ενώ παράλληλα καυχιόταν για τα αβγά που μαζεύτηκαν ένα προς ένα από το κοτέτσι ή της τα έφερε η γειτόνισσα από τις δικές τις κότες.
Κατά τη διάρκεια του φαγητού οι προπόσεις πήγαιναν και ερχόντουσαν όπως επίσης και οι ευχές για τους νέους της οικογένειας. «Με ένα καλό παιδί, άντε να χαρούμε» έλεγαν οι γιαγιάδες στις κοπέλες ενώ στα αγόρια οι ευχές ήταν λίγο διαφορετικές «να βρεις μια κοπέλα, να σε αγαπάει, να σε φροντίζει και να έρχεστε να μας βλέπετε συχνά».
Σημαντικό ρόλο των γλεντιών στο χωριό ειδικά την ημέρα του Πάσχα ήταν οι οργανοπαίχτες που γυρνούσαν από αυλή σε αυλή και έπαιζαν τα τραγούδια που τους ζητούσαν.
Οι πιο νεαροί των οικογενειών έμοιαζαν να νευριάζουν. Το αφάνα μαλλί τους και το στιλ τους δεν τους επέτρεπε να χορεύουν παραδοσιακά τραγούδια. Έτσι όταν κάποιος τους τραβούσε να χορέψουν έτρεχαν να φύγουν. Τα παιδιά αναγκαστικά χόρευαν ή έστω προσπαθούσαν για να μυηθούν στην παράδοση αλλά και για να μην στεναχωρήσουν τους παππούδες που ήθελαν να τα καμαρώσουν.
Το γλέντι κρατούσε ώρες… ατελείωτες…
Τα πιάτα με τα φαγητά άδειαζαν και γέμισαν αρκετές φορές μέχρι να μαζευτούν και το τραπέζι να καθαριστεί. Όποιον περνούσε από την αυλή ή τη γειτονιά οι νοικοκυραίοι τον φώναζαν για να τον κεράσουν ένα κρασί ή τσίπουρο και έναν μεζέ. Εάν δε είχαν και καιρό να τον δουν και αρνούνταν την πρόσκλησή τους μπορούσε να αποτελέσει ακόμη και προσβολή.
Μόλις βέβαια έβγαιναν και τα γλυκά όλοι ήξεραν πως σε λίγο τα παιδιά θα φύγουν για να παίξουν, οι ηλικιωμένοι θα ξαπλώσουν και οι υπόλοιποι θα πρέπει να μαζέψουν γνωρίζοντας επίσης ότι η χαρμόσυνη αυτή ημέρα είχε ολοκληρωθεί.
Την επόμενη θα επέστρεφαν στα σπίτια τους δίνοντας όμως την υπόσχεση πως του χρόνου θα βρεθούν ξανά στο χωριό και θα ψήσουν όλοι μαζί…
Δεν μπορούμε σαφώς να γυρίσουμε τις δεκαετίες πίσω και να βρούμε την αναμελιά εκείνων των χρόνων που με τα παιδικά μας μάτια δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την αξία τους. Μπορούμε όμως να ελπίζουμε να περάσει όλη αυτή η κατάσταση που βιώνουμε τα δύο τελευταία χρόνια και να ευχηθούμε του χρόνου να είμαστε στο χωριό όλοι μαζί αγαπημένοι και πάνω από όλα υγιείς.