«Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο – παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνει ορισμένες ρυθμίσεις προς τη σωστή κατεύθυνση – παραμένει αντιαναπτυξιακό και η αποτελεσματικότητά του, όσον αφορά στην ενίσχυση των δημοσίων εσόδων, είναι, δυστυχώς, αμφίβολη».

Αυτό δήλωσε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Κ. Μίχαλος, σε εσπερίδα του επιμελητηρίου με θέμα τις αλλαγές που επέρχονται για τις επιχειρήσεις με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο.

Ο κ. Μίχαλος στην ομιλία του σημείωσε ότι η σημερινή φορολογική πολιτική στερεί πόρους από την αγορά «για να επιδοτήσει, στην ουσία, τον εξωπραγματικού μεγέθους δημόσιο τομέα. Στερεί έργα και υποδομές από τους πολίτες για να συντηρήσει τις γνωστές μαύρες τρύπες. Στερεί ρευστότητα από τις επιχειρήσεις για να γεμίσει τα άδεια ταμεία. Χρηματοδοτεί προβληματικούς και ζημιογόνους δημόσιους οργανισμούς, απωθώντας πολύτιμο επενδυτικό κεφάλαιο. Συντηρεί παρωχημένες συντεχνιακές αντιλήψεις και στερεί από τη χώρα αναπτυξιακές δυνατότητες».

Πάγια θέση του ΕΒΕΑ, όπως επανέλαβε, είναι η συγκρότηση ενός φορολογικού συστήματος, που θα είναι σταθερό σε βάθος χρόνου, διευκολύνοντας τον επιχειρηματικό σχεδιασμό και μειώνοντας την αβεβαιότητα της επένδυσης, ανταγωνιστικό, ώστε να προσελκύει επενδύσεις και να ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα, δίκαιο, ώστε να επιμερίζει τα βάρη και αποτελεσματικό, ώστε να περιορίζει τη διαφθορά και να πατάσσει τη φοροδιαφυγή.

«Δυστυχώς, η σημερινή φορολογική πολιτική δεν είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι αναζητεί νέες επενδύσεις και «διαφημίζει» τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, όταν οι φορολογικοί συντελεστές βρίσκονται στο 40% περίπου και στις γειτονικές χώρες είναι στο 10%, όταν στη γειτονική Τουρκία ισχύει το αφορολόγητο για τα πρώτα 5 χρόνια της επένδυσης. Δεν μπορούμε να δηλώνουμε ότι στοχεύουμε σε μία ανταγωνιστική ανάπτυξη, όταν διατηρούμε ένα μείζον ανταγωνιστικό μειονέκτημα στο πλαίσιο μίας παγκοσμιοποιημένης αγοράς», είπε ο κ. Μίχαλος.

Τόνισε ότι, υπάρχουν θετικά σημεία στο νομοσχέδιο, όπως είναι η θέσπιση Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, η αναδιάρθρωση των φορολογικών και ελεγκτικών υπηρεσιών, η Κεντρική Διοίκηση του Συστήματος Ελέγχων, η Σύσταση Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων και Σώματος Φορολογικών Διαιτητών, η διεξαγωγή ελέγχων από το γραφείο και όχι στην έδρα της επιχείρησης, η επαναφορά της δυνατότητας καταβολής του ΦΠΑ σε δόσεις και διάφορες άλλες ρυθμίσεις.

Ωστόσο, κατά το ΕΒΕΑ, η γενική αρχή – σύμφωνα με την οποία τα φορολογικά ελεγκτικά όργανα δε δεσμεύονται από τους δηλούμενους νομικούς χαρακτηρισμούς ή πράξεις που αποσκοπούν σε γραμματική ερμηνεία των διατάξεων – στην ουσία εισάγει την υποκειμενική κρίση του ελεγκτή, δημιουργώντας νέους κινδύνους στις συναλλαγές. Ειδικότερα, διαφωνεί με ρυθμίσεις, όπως είναι:

• Η επιβολή ποινών φυλάκισης για ληξιπρόθεσμα χρέη και μη καταβολή ΦΠΑ, που είναι ένα μέτρο υπερβολικά σκληρό και ανεφάρμοστο, σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής ύφεσης.

• Οι προβλέψεις όσον αφορά στη φορολογία νομικών προσώπων και μερισμάτων, που σε καμία περίπτωση, δεν ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Ειδικά μάλιστα, σε μια περίοδο όπου η χώρα μας έχει άμεση ανάγκη από επενδύσεις και επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

• Η αύξηση του ποσοστού προβεβαίωσης από 25% σε 50%, σε περίπτωση δικαστικής προσφυγής για φορολογικές διαφορές, καθότι πρόκειται για λύση εκβιασμού και υπονομεύει τη σχέση ισότητας μεταξύ κράτους και φορολογουμένων.

«Δυστυχώς, σήμερα, η φορολογική πολιτική, που ακολουθείται, από την κυβέρνηση διακρίνεται για το βαθύτατα αντιαναπτυξιακό της χαρακτήρα. Στο πλαίσιο της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής, η κυβέρνηση – παρά τις συνεχείς επισημάνσεις του ΕΒΕΑ, αλλά και του συνόλου της επιχειρηματικής κοινότητας – έχει επιδοθεί, εδώ και ένα χρόνο σε μία άνευ προηγουμένου φορολογική επιδρομή. Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τις καθυστερήσεις πληρωμών του οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, αλλά και την αδικαιολόγητη άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε συμψηφισμούς οφειλών» κατέληξε ο κ. Μίχαλος στην τοποθέτησή του.