Θρύλος των πολεμικών τεχνών, ηθοποιός και λαϊκό είδωλο, ο Μπρους Λι γεννήθηκε ως Λι Χου Φαν στο Σαν Φρανσίσκο στις 27 Νοεμβρίου 1940 και τρεις μήνες αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στο Χονγκ Κονγκ, καθώς ο πατέρας του ήταν διάσημος τραγουδιστής στην κινεζική όπερα.
Όταν ενηλικιώθηκε πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δεν έπαψε ποτέ να εξασκείται στο κουνγκ-φου. Στο Πανεπιστήμιο του Σιάτλ γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του Λίντα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ο Μπρους και η Λίντα παντρεύτηκαν ένα απόγευμα του 1964 στο εκκλησάκι του πανεπιστημίου. Λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσαν να λάβει μέρος σε μια επίδειξη κουνγκ-φου στην Καλιφόρνια και εκεί συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή του. Την επίδειξη έτυχε να παρακολουθήσει ένας διάσημος κομμωτής του Χόλιγουντ και μεγάλος οπαδός των πολεμικών τεχνών. Εκείνος μετέφερε ενθουσιασμένος τα νέα για κάποιον νεαρό εν ονόματι Μπρους Λι, με μοναδικό στυλ και εμφάνιση, σε ένα φίλο του παραγωγό ταινιών. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πενταετές συμβόλαιο για την τηλεόραση. Το ζεύγος Λι μετακομίζει στο Χόλιγουντ.
Στην πορεία, ο Λι κατάλαβε ότι ο κινηματογράφος ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει και αποφάσισε να ιδρύσει μια εταιρεία παραγωγής. «Η ηθοποιία είναι το επάγγελμά μου, ενώ οι πολεμικές τέχνες και η εξάσκησή μου σ’ αυτές είναι κάτι προσωπικό» είχε πει. Επέστρεψε στην πατρίδα του και έκανε το Χονγκ Κονγκ έδρα των δραστηριοτήτων του.
Η πρώτη του ταινία «Το Μεγάλο Αφεντικό» ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με εισπράξεις ενός εκατομμυρίου δολαρίων μέσα σε τρεις ημέρες στις αίθουσες του Χονγκ Κονγκ, κατέρριψε το ρεκόρ που ως τότε κατείχε το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας». Ακολούθησαν με την ίδια εισπρακτική επιτυχία οι ταινίες του: «Ματωμένες γροθιές του Καράτε (1972), «Ο κίτρινος δράκος του Χονγκ-Κονγκ» (1972) και «Ο κίτρινος πράκτωρ εναντίον της Μαφίας» (1973), που εκτόξευσαν τη φήμη του σε όλο τον κόσμο.
Πέθανε ξαφνικά σαν σήμερα στις 20 Ιουλίου 1973, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία του ταινία, η οποία έφερε τον ειρωνικό τίτλο «Θανάσιμο παιχνίδι».