Ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να ακούσει εκφράσεις που βγάζουν από τα ρούχα τους πολίτες με δημοκρατικές ευαισθησίες.
Νοσταλγοί του καθεστώτος επιστρατεύουν συχνά τα κλισέ «στη Χούντα κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά» και «φάγαμε ψωμάκι» για να δείξουν πόσο υπέροχη ήταν η Επταετία που έβαλε την Ελλάδα στον πάγο. Ή τον γύψο.
Άλλοτε πάλι η μόνιμη επωδός είναι αυτά τα «ναι, αλλά δεν κλέψανε», «ναι, αλλά δεν φάγανε», «ναι, αλλά ήταν πατριώτες». Ακροδεξιά παραμύθια χωρίς δράκο δηλαδή περί του οικονομικού θαύματος της δικτατορίας που επιμένουν να τονίζουν οι εχθροί της συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατίας.
Κι ενώ για τους περισσότερους το Απριλιανό Πραξικόπημα είναι η πιο μαύρη στιγμή της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας, για τους αμετανόητους νοσταλγούς δεν είναι παρά μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για παραχάραξη της Ιστορίας και παλιά καλή προπαγάνδα.
Σίγουρα κάποιοι δεν είχαν λόγο να μανταλώνουν τα παράθυρά τους και κάποιοι άλλοι έφαγαν αναμφίβολα ψωμάκι. Ως και ψαράκι δηλαδή. Κι αυτοί είναι προφανώς όσοι νοσταλγούν τη μαύρη Επταετία, εκεί που η οικογενειοκρατία, τα σκάνδαλα και τα χατίρια στα δικά μας τα παιδιά χαρακτήρισαν την ταραγμένη και αιματοβαμμένη περίοδο του έθνους μας.
Οι συνταγματάρχες διέγραψαν τα αγροτικά χρέη, ναι, δεν είχαν όμως ποτέ «χέρια καθαρά». Είχαν αντιθέτως έναν τρομακτικό μηχανισμό που έσβηνε, αποσιωπούσε και λογόκρινε κάθε κριτική, κάθε δυνατότητα ελεύθερης πληροφόρησης.
Για να δούμε λοιπόν από κοντά αυτό το φάντασμα που πλανιέται ακόμα πάνω από τη χώρα μας, ο ισχυρισμός περί τιμιότητας και πατριωτισμού των πραξικοπηματιών. Ένας μύθος που συνεχίζει και λειτουργεί απλώς και μόνο επειδή κάποιοι συνεχίζουν να τον προπαγανδίζουν.
Ή απλώς γιατί έζησαν την Επταετία και δεν άκουσαν ποτέ για τέτοια πράγματα. Πώς να ακούσουν όμως που η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατική και ο Τύπος, όταν δεν συνεργαζόταν ευθέως με το καθεστώς, περνούσε από λυσσαλέα λογοκρισία;
Ποιος να ερευνήσει ή και να υπαινιχθεί ακόμα για κρατικά σκάνδαλα και διασπάθιση δημόσιου χρήματος μέσα στην τρομοκρατία της Χούντας;
Σίγουρα όχι οι φορολογούμενοι πολίτες, τα λαϊκά στρώματα, που πλήρωσαν και το μεγαλύτερο κόστος των χουντικών «μεταρρυθμίσεων». Διευκολύνσεων δηλαδή στους μεγαλοκαρχαρίες και τους δικούς τους, μιας και οι δικτάτορες μείωσαν κατά τρομακτικό τρόπο τη φορολογία των επιχειρήσεων.
Το 1971, χαρακτηριστικά, οι φοροαπαλλαγές των 464 μεγαλύτερων εταιριών ήταν τριπλάσιες από τους φόρους που είχαν καταβάλει εκείνες στο Δημόσιο! Το δημοσιονομικό άλγος έπεσε στα νοικοκυριά, που αντιπροσώπευαν το 91% των φορολογικών εσόδων. Και το 55% αυτού ήταν έμμεση φορολογία.
Την ίδια ώρα, κάλπαζε και ο πληθωρισμός. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 15,3% μεταξύ 1972-1973 και κατά 37,8% μεταξύ 1973-1974, με τη μερίδα του λέοντος να αφορά στα είδη πρώτης ανάγκης και την Υγεία. Ενώ η Ελλάδα είχε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960 τον μικρότερο πληθωρισμό από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Όσο για τους μισθούς, μειώθηκαν κατά 4%.
Την τριετία 1970-1973, το 25% περίπου του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Κάνοντας ακόμα και τη φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Ακρόπολις» να διαμαρτυρηθεί στις αρχές του 1972 πως η φοροδοτική ικανότητα του λαού έχει αγγίξει έσχατα όρια.
Το δημόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε στα χρόνια της Χούντας. Από τα 37,8 δισ. δραχμές τον Δεκέμβριο του 1967 άγγιξε τα 87,5 δισ. στις αρχές του 1973, με το εμπορικό έλλειμμα να πενταπλασιάζεται (από τα 3,5 δισ. δραχμές το 1966 στα 16 δισ. το 1973).
Ακόμα και η αγροτική οικονομία, παρά τη διαγραφή των χρεών, σημείωνε ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,8% την Επταετία, την ίδια ώρα που οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 25% (από το 63% του συνόλου των εξαγωγών το 1968 στο 48% το 1972).
Αντίστοιχες επιδόσεις συναντάμε και στους άλλους δείκτες της οικονομίας, όπως το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που οκταπλασιάστηκε μεταξύ 1967-1972. Ακόμα χειρότερα, το ισοζύγιο πληρωμών που εμφάνιζε μέσο πλεόνασμα 14,6 εκατ. δολαρίων μεταξύ 1960-1966 σημείωσε μέσο έλλειμμα ύψους 117 εκατ. δολαρίων στην Επταετία.
Ταυτοχρόνως, αυξήθηκε ο κρατικός δανεισμός µε έντοκα γραμμάτια και διπλασιάστηκε ο κρατικός δανεισμός σε συνάλλαγμα.
Όχι ότι αυξήθηκε και καμιά κρατική δαπάνη, εκτός κι αν μιλάμε για την άμυνα της χώρας και τη… δημόσια ασφάλεια. Η Παιδεία είδε το ποσοστό της στον προϋπολογισμό να πέφτει από το 11,6% στο 10%. Έκλεισαν 1.000 δημοτικά σχολεία, καμιά 200αριά Γυμνάσια, το 1970 μειώθηκε ο αριθμός των δασκάλων κατά 1.200 και τέτοια ωραία πράγματα.
Αλλά και οι κοινωνικές δαπάνες, παρά την αύξησή τους στην αρχή της Χούντας, το 1974 το ποσοστό τους επί του ΑΕΠ είχε συρρικνωθεί στα επίπεδα του 1965.
Επί Χούντας είχαμε επενδύσεις, ακούς να λένε. Το σύνολο των ιδιωτικών επενδύσεων έπεσε όμως από το 46% στο 39%. Αυξήθηκαν μόνο οι δημόσιες επενδύσεις, διπλασιάστηκαν να λες. Και υποδιπλασιάστηκαν οι ξένες παραγωγικές επενδύσεις στην Επταετία, με το ξένο χρήμα να ζητά βαριά ανταλλάγματα. Τόσο το εγχώριο όσο και το διεθνές κεφάλαιο δεν έφαγαν ψωμάκι, αλλά παντεσπάνι!
Οι πραξικοπηματίες φοροαπάλλαξαν μεν το μεγάλο κεφάλαιο, κάποιος έπρεπε ωστόσο να πληρώσει τα δημοσιονομικά σπασμένα του ελληνικού κράτους. Το βάρος πέρασε στις πλάτες των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων. Τα φορολογικά έσοδα, ας πούμε, από τις ναυτιλιακές εταιρίες μειώθηκαν από 109 εκατ. δραχμές το 1968 σε 29 εκατ. το 1972…
Ψωμάκι, καρβέλια ολόκληρα, έφαγαν βέβαια και οι ίδιοι οι πραξικοπηματίες και οι συνεργάτες τους. Ένα από τα πρώτα νομοθετήματα του καθεστώτος ήταν ο υπερδιπλασιασμός των πρωθυπουργικών απολαβών, από τις 23.600 στις 45.000 δραχμές, αλλά και των μισθών των υπουργών και υφυπουργών (από 22.400 σε 35.000 δραχμές).
Για πρώτη ποτέ φορά στα ελληνικά χρονικά, είχαμε και τη θέσπιση των ημερήσιων «εκτός έδρας». Ειδική μέριμνα πάρθηκε φυσικά και για τους συνωμότες του καθεστώτος, μέσω στεγαστικής αποκατάστασης «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα, με ειδική ρύθμιση του 1970.
Ο πανταχού παρών γαμπρός του Παττακού, Αντρέας Μεϊντάσης, και οι μπίζνες του με τον δήμο Αθηναίων και το κράτος δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Η νέα φαυλοκρατία τακτοποίησε χωρίς τσίπα όχι μόνο τα στενά συγγενικά περιβάλλοντα των πραξικοπηματιών, αλλά και όποιον είχε πρόσβαση στα ανώτατα κλιμάκια της προδοτικής κυβέρνησης.
Ο Παπαδόπουλος βόλεψε τα αδέρφια του, τον Κωνσταντίνο σε πλείστες θέσεις (μεταξύ αυτών γενικό γραμματέα του υπουργείου Προεδρίας και υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ) και τον Χαράλαμπο στη Γενική Γραμματεία του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Η έφεση του αδερφού να γεύεται εκλεκτά κρέατα τού χάρισε το παρατσούκλι «Μπον Φιλέ».
Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (και αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου. Ο Ιωάννης Λαδάς έκανε τον έναν του ξάδερφο διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο γενικό γραμματέα Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Ανεξέλεγκτες διαστάσεις απέκτησαν και οι ευνοϊκές ως παράνομες δανειοδοτήσεις των ημετέρων, κάνοντας ακόμα και τον αρχηγό της ΚΥΠ, Μιχαήλ Ρουφογάλη, να διαμαρτυρηθεί τόσο για τα ίδια τα δάνεια («άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή»), αλλά και για τους παρατρεχάμενους που εμπλέκονταν στη χορήγησή τους.
Το ύψος αυτών των θαλασσοδανείων; Όταν έπεσε η Χούντα, είχαν ήδη δοθεί 1,5 δισ. δραχμές και παρέμενε «υπό έγκρισιν» άλλο 1,6 δισ. Κι όλα αυτά την ώρα που η αποταμίευση των πολιτών υποδιπλασιάστηκε.
Ακόμα και η μείωση των δεικτών της ανεργίας που κόμπαζε η Χούντα, ακόμα κι αυτή ήταν πλαστή. Την πενταετία 1968-1972 μετανάστευσαν μισό εκατομμύριο σχεδόν έλληνες πολίτες, αποφορτίζοντας την αγορά εργασίας.
Την ίδια στιγμή, το κεφάλαιο έπαιζε ανενόχλητο μπάλα. Μεγάλη μπάλα. Ονόματα όπως η Litton Industries (ανέλαβε την «οργάνωσιν και διεκπεραίωσιν της οικονομικής αναπτύξεως» σε Κρήτη και Δυτική Πελοπόννησο), η Esso Pappas του Τομ Πάππας, οι απευθείας προμήθειες της ΔΕΗ από γερμανικούς κολοσσούς, η ανάθεση του φράγματος του Μόρνου και οι συνεχείς ανατιμήσεις του έργου, οι χάρες στην Πεσινέ και τόσα ακόμα παραμένουν λαμπρά μνημεία τρανών σκανδάλων που δεν θα έβλεπες σε καμία εφημερίδα της εποχής.
Μεταξύ 1967-1971, τα καθαρά κέρδη των βιομηχάνων τετραπλασιάστηκαν (από 1,1 σε 4,1 δισ. δραχμές) και οι εκατομμυριούχοι στη χώρα μας αυγάτισαν, από 241 το 1965 σε 701 το 1970 και 1.647 το 1973. Μέσα σε αυτούς, και 20 δισεκατομμυριούχοι.
Πράγματι, οι αναπτυξιακές συμβάσεις της Επταετίας αποτελούν το μπον φιλέ των οικονομικών σκανδάλων της Χούντας, κάτι αναθέσεις που ήταν δυσανάλογα επαχθείς για το ελληνικό Δημόσιο, όπως η κατασκευή της Εγνατίας. Ή το πάρτι που έγινε για τα διυλιστήρια της χώρας, στο οποίο πάρτι οι μεγιστάνες έδειξαν τελικά τι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν.
Μέσα σε όλα, το περιβόητο Τάμα του Έθνους, που κατέληξε σε μέγα ξάφρισμα του Δημοσίου. Ο μνημειώδης Ναός του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια με τις επιτροπές, τις υποεπιτροπές και τα ειδικά ταμεία του κατάφερε να φάει το 90% των 453 εκατ. δραχμών που είχαν μαζευτεί από ζεστό δημόσιο χρήμα και εισφορές πολιτών!
Πού πήγαν; Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό, σε απαλλοτριώσεις, δαπάνες μελετών, προπαρασκευαστικά έργα και δαπάνες διοικήσεως και λειτουργίας.
Ακόμα και οι συμβάσεις γίνονταν με «πλάτες» του χουντικού κράτους. Οι εργολάβοι σύναπταν δάνεια στο εξωτερικό με εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου και στη συνέχεια γίνονταν ανάδοχες των έργων µε παραχώρηση των δανείων στο ελληνικό κράτος. Κάτι Μπαλόπουλους και σάπια κρέατα Αργεντινής δεν τα πιάνουμε καν στο στόμα μας.
Ψωμάκι και ψαράκι έφαγαν τελικά όλοι αυτοί που διορίζονταν από τους χουντικούς σε επιτελικές θέσεις στο Δημόσιο. Αυτοί που τοποθετήθηκαν σε διοικήσεις οργανισμών, μιας και ήταν συγγενείς, γνωστοί, φίλοι ή ρουσφέτια του καθεστώτος. Αυτοί που τρύπωσαν τέλος στο Δημόσιο μετά τη χουντική άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, όταν εκδιώχθηκαν οι «κακοί» για να έρθουν οι «καλοί».
Αυτοί που έπαιρναν τις εργολαβίες του Δημοσίου, πάλι δικά τους παιδιά. Αυτοί που έπαιρναν άτοκα δάνεια από την ΕΤΒΑ για να ανοίξουν επιχειρήσεις που δεν άνοιγαν ποτέ. Αυτοί που πήραν τσάμπα σπίτι ενώ οι άλλοι πεινούσαν.
Οι στρατιωτικοί που τα έκαναν πλακάκια με το καθεστώς και είδαν αυξήσεις και γαλόνια. Οι απόστρατοι που τοποθετήθηκαν σε υψηλόβαθμες θέσεις για να έχουν κι έναν δεύτερο μισθό.
Οι πληροφοριοδότες του καθεστώτος, που επιβραβεύονταν με άδειες ταξί, περιπτέρων, φορτηγών, κυλικείων κ.λπ. Οι ταγματασφαλίτες που βαφτίζονταν από τη Χούντα αντιστασιακοί για να πάρουν σύνταξη…
Συνεργάτες και πληροφοριοδότες της Χούντας δεν είχαν κανέναν λόγο να φοβούνται. Αυτοί διέθεταν εξάλλου πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και δεν είχαν να ανησυχούν ούτε για εξορίες ούτε για βασανιστήρια. Ούτε και για την κατάλυση του ασύλου της κατοικίας, μια κίνηση που τόσο διευκόλυνε τον χαφιεδισμό και τις παράνομες διώξεις.
Και μιλώντας για χαφιεδισμό, δύσκολα θα βρεις εποχή που να άνθισε τόσο το φαινόμενο. Περιπτεράδες, ταξιτζήδες, θυρωροί και καφετζήδες προσεγγίζονταν από την Ασφάλεια για να γίνουν πληροφοριοδότες με το αζημίωτο.
Χούντα και ανθρώπινα δικαιώματα ήταν δυο έννοιες εξόχως ασυμβίβαστες. Σίγουρα οι αντιφρονούντες και οι εχθροί του καθεστώτος θα κλειδαμπάρωναν πόρτες και παράθυρα, όταν δεν διώχνονταν κακήν κακώς από το Δημόσιο όσοι δεν είχαν φιλοχουντικό φρόνημα.
Οι συνταγματάρχες βασάνισαν, έστειλαν εξορία και έδιωξαν κόσμο και κοσμάκη από τη χώρα, συλλαμβάνοντας σύσσωμο σχεδόν τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Ακόμα και δεξιούς και κεντρώους που αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα. Αριστεροί και μη, όσοι αντέδρασαν στη Χούντα υπέστησαν φρικαλέα βασανιστήρια και οι μαρτυρίες εδώ είναι καταπέλτης.
Τα παράθυρα τα άφηναν προφανώς ανοιχτά οι συνεργάτες της Χούντας και τα τσιράκια τους, κάθε λογής τσιράκι που είπε να εκμεταλλευτεί τη δυσκολότερη περίοδο που πέρασε το έθνος μετά τον Β’ Παγκόσμιο και την Κατοχή…